«Αμέσως μετά τη διεξαγωγή των εκλογών της 26ης Μαΐου τρέχοντος έτους, η Δικαιοσύνη ευρέθη, για μία ακόμη φορά και κατά τρόπον οξύτατο, στο επίκεντρο του δημοσίου και επί το ακριβέστερον του συγκρουσιακού πολιτικού λόγου. Αφορμή, τη φορά αυτή, απετέλεσε η νομιμοποίηση ή μη του υφισταμένου Υπουργικού Συμβουλίου προς επιλογήν της νέας «ηγεσίας» του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας αυτού, ζήτημα δηλαδή που δεν αφορά την εκλογική αντιπαράθεση κυριολεκτικώς και καθ’ εαυτήν, αλλά καθαρώς τη θεσμική λειτουργία του κράτους» αναφέρει, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γρηγόρης Πεπόνης.
Και συνεχίζει:«”Αφορμή”» βεβαίως, καθ’ όσον άλλα, μάλλον, υποψιάζεται σχετικώς και ως αίτιον ο μέσος έμπειρος και εχέφρων πολίτης και εντός εισαγωγικών ηγεσίας φυσικά, αφού τέτοια δεν νοείται και αλίμονο αν υφίστατο σε επίπεδο δικαιοδοτικού έργου.
Το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητος, από τα ίδια τα πρωταγωνιστικά υποκείμενά του, ως πολιτική διελκυστίνδα όμως και όχι στο πλαίσιο ενδεχομένης, βελτιωτικής έστω, αναθεώρησής του και σοβαρού de lege ferenda νομικού προβληματισμού των αρμοδίων.
Το φαινόμενο πλήττει ευθέως και καίρια το κύρος της Δικαιοσύνης, την οποίαν και κατά τρόπον απροκάλυπτο θέτει στο κάδρο της ολέθριας και καταστροφικής αμφισβήτησης, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται για τη συντεταγμένη δημοκρατική πολιτεία.
Περαιτέρω, η διδομένη εντύπωση περί του τρόπου με τον οποίον οι πρωταγωνιστές της σύγκρουσης φέρονται να αντιλαμβάνονται τη λειτουργική αποστολή του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, προσβάλλει βάναυσα όλους τους μοχθούντες στον βωμό του καθήκοντος έντιμους δικαστικούς λειτουργούς.
Δεν είναι φέουδο και κινούμενο κανενός η Δικαιοσύνη. Πλανώνται πλάνην οικτρά εάν και όσοι ονειρεύονται, ενδεχομένως, ομφάλιους λώρους ποδηγεσίας της.
Οι επί του θέματος συνταγματικές προβλέψεις χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και ενάργεια, χωρίς να παρέχουν, έστω και κατ’ ελάχιστον, έδαφος βάσιμης αμφισβήτησής τους.
Οι οικείες προαγωγές ενεργούνται «ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου», ορίζει η σχετική διάταξη.
Πουθενά δεν γίνεται λόγος για Υπουργικό Συμβούλιο με νωπή λαϊκή εντολή, ούτε θεσπίζεται αδυναμία ενεργείας Υπουργικού Συμβουλίου, του οποίου η συνταγματική θητεία βαίνει εξαντλουμένη.
Εννοείται ότι εξαιρείται το υπηρεσιακής φύσεως Υπουργικό Συμβούλιο.
Η στοιχειώδης θεσμική των πραγμάτων αντίληψη και η συνιστώσα condicio sine qua non παραδοχή της θεσμικής συνέχειας μιας δημοκρατικής πολιτείας, παρέχει, φρονούμεν, τη δέουσα και ορθή απάντηση στο εγειρόμενο ζήτημα.
Το κύριο και προέχον εν προκειμένω είναι η τήρηση ή μη της συνταγματικής νομιμότητος.
Ως προς την ύπαρξη ή μη και ηθικής νομιμοποίησης, παραπέμπουμε στις κατά το παρελθόν, επί ετέρων ζητημάτων, ανάλογες θέσεις των δύο αντιμαχομένων πλευρών και στην αναγκαία αντιπαραβολή τους με τις σημερινές θέσεις τους.
Βεβαίως, διερωτώμαι εάν στερείται και ηθικών διαστάσεων η άκρως προβληματική συμβατότητα του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, με την επίσης βασική Συνταγματική και Δημοκρατική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Συνιστά υποχρέωση και καθήκον όλων η διαφύλαξη του κύρους της Δικαιοσύνης.
Σε κάθε όμως περίπτωση, η τελευταία δεν μπορεί να σκιάζεται, πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να χρεώνεται με ενδεχόμενες λογικές και αντιλήψεις που, έστω εν θερμώ και επιπολαίως εκδηλούμενες, συνοψίζονται στο λαϊκό θυμοσοφικό απόφθεγμα «’σκούζει η αλεπού, που πήρε ο αετός την κλώσα’».
(Πηγή:efsyn.gr)