Γρηγόρης Αρναούτογλου: Σταρ του λόγγου και του γλάσου

Γρηγόρης Αρναούτογλου: Σταρ του λόγγου και του γλάσου

Ο ΤΑΖ ντύνεται νανομόριο βατραχάνθρωπος προκειμένου να διεισδύσει ενέσιμα στην περσόνα και στο σώμα του Γρηγόρη Αρναούτογλου και παθαίνει αλλεργικό σοκ από την κουραμπιεδόσκονη (Ζητάει άδεια, understood?)

Δύο δεκαετίες μετά, ένας άνθρωπος χωρίς κανένα εμφανές τηλεοπτικό ταλέντο, πέρα από την ορεσίβια αμεσότητά του, συνεχίζει να ποζάρει ως σταρούμπα μπερδεύοντας τα βοσκοτόπια όπου ρώταγε γριές «πώς το τρίβουν το πιπέρι» με late night τηλεοπτικά σόου κακέκτυπα του Λέτερμαν, στα οποία όλο του το χιούμορ εξαφανίζεται και μοιάζει με 15άχρονο μπροστά στην Κομαντατούρ (πολιτική και πολιτιστική Χρυσή Αυγή). Η μακροχρόνια παρουσία του στα μίντια αποτελεί φαινόμενο προς ανάλυση, όχι τόσο του ίδιου όσο του δικού μας ψυχισμού σε σχέση με το τι θεωρούμε ψυχαγωγία και ενημέρωση.

Ξεκάθαρα το γράφω, δεν συμπαθούσα τον Γρηγόρη. Ή μάλλον αντιπαθούσα όσους τον συμπαθούσαν γιατί αισθανόμουν ότι οι δημόσιες κινήσεις του είναι σαν να παρακαλεί γι’ αυτήν τη συμπάθεια με μια αγιογραφία πλαστελίνης.

Τον συνάντησα δεύτερη φορά στο τηλεοπτικό πλατό των «Καρντάσιανς». Την πρώτη είχαμε βρεθεί στο μαγαζί τής τότε φιλενάδας του στην Κηφισιά που έφτιαχνε λουσάτα cupcakes για τις κυρίες των βορείων προαστίων, που γενικά ό,τι τους βάλεις γλάσο πάνω το τρώνε. Ο Γρηγόρης, αν και επαρχιώτης στην καταγωγή ή στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να πλασαριστεί ως λαϊκό παιδί, το γλασάρει κάργα το πακέτο του.

«Το ψέμα είναι μαύρη παπαρούνα»

Τες πα, εκείνη τη φορά του έπαιρνα συνέντευξη για περιοδικό, είχε μόλις κυκλοφορήσει και το βιβλίο του κατάθεση ψυχής «Μακιγιαρισμένοι φόβοι». Είχα πεθάνει από το γέλιο όταν διάβασα τον τίτλο του και αποσπάσματα από την κατάθεση ψυχής του και μάλλον όχι αδίκως, εφόσον σύμφωνα με τον Γρηγόρη «είμαστε ψάρια και πουλιά. Νομίζω ότι όλα τ’ αντέχουμε. Και το μόνο που δεν αντέχουμε είναι το ψέμα. Το ψέμα “πνίγει” τα ψάρια και σκοτώνει τα πουλιά. Το ψέμα είναι μαύρη παπαρούνα. Το ψέμα είναι μαύρο τριαντάφυλλο. Το ψέμα είναι φίδι με πόδια. Και η ζωή είναι ένα δάσος γεμάτο παράξενα ζώα. Ζώα που νόμιζες ότι ήξερες και ζώα που κάποια στιγμή θα συναντήσεις μόνο μία φορά». Και ο μπάφος κερασμένος από μένα.

Τι λες, αγάπη μου; Το ψέμα είναι να πεις σε κάποιον «σ’ αγαπώ» μόνο για να τον πηδήξεις και μετά να την κάνεις με ελαφρά. Πες το πιο απλά που μας απαύτωσες στα φίδια, στις κουρούνες και στα μαύρα τριαντάφυλλα της κακιάς κουτσής πεθεράς της Χιονάτης.

Το παιδί της διπλανής βότκας ή πόρτας;

Γιατί τόση εμμονή ο Γρηγόρης με το ψέμα; Μα επειδή πάνω εκεί έχει στηρίξει όλη του την ύπαρξη ως παιδί της διπλανής βότκας (σόρι, πόρτας). Με ένα χαμόγελο καλοσύνης Δρακουμέλ μπορεί να σε κάνει βασίλισσα είτε ως τηλεμαγείρισσα είτε σε πετύχει στο μποστάνι στο χωριό την ώρα που καβαλάς μια γαϊδούρα και φαίνεται και το μπούτι σου είτε ως παρουσιαστής τηλεοπτικού σόου στο οποίο επειδή η αγελάδα Κλάρα σου κλέβει την παράσταση εσύ θεωρείς πολύ κομψό να στρέψεις τα φώτα πάλι πάνω σου πετώντας μια τούρτα στα μούτρα της Μαριέττας Χρουσαλά είτε σαν περιπατητής γαστρονόμος με τον Εκτορα Μποτρίνι που για να δείξεις την αμεσότητά σου δεν έχεις πρόβλημα να προσποιηθείς ότι ξερνάς, είτε ως παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιού με το μειδίαμα του Φου Μαντσού στα χείλη προτού χάσει ο παίχτης το χρήμα είτε σαν ο Κοσμάς ο Αιτωλός με στιλίστα για την εμφάνιση, που ρωτάει τον βοσκό πώς γεννάει η γελάδα και μετά όλοι γελάτε αντάμα.

Εκείνη την πρώτη φορά που του πήρα συνέντευξη τα εισέπραξα όλα αυτά, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Γρηγόρης έχει το χάρισμα να σε πείθει. Εχει έναν τρομερά εκφραστικό και ηχητικό στη βραχνοφωνή του αυτοέλεγχο που σε ψαρώνει, ειδικά όταν σου μιλάει για μεταφυσικά του Θεού και του Αγίου Ορους και τέτοια. Στην απομαγνητοφώνηση κάτι δεν μου πήγαινε καλά, το ομολογώ, αισθανόμουν ότι αν παίξω ανάποδα το ηχητικό υλικό θα άκουγα μπινελίκια. Ξαναβρεθήκαμε λοιπόν στα «Καρντάσιανς», χρόνια μετά. Εγώ, από τον φόβο μου για την αποκάλυψη του ΗΙV, λιώμα χωρίς καν άρθρωση. Ο Σταρόβας, βούδας μετά το έβδομο σουβλάκι του, να μην ξέρει τι να με ρωτήσει. Και ο Γρηγόρης, ήπιος και γλυκός μεν, να μην ξέρει τι να με ρωτήσει επίσης δε. Κι εγώ εκεί, μπροστά στην κάμερα, να μονολογώ προσπαθώντας να δομήσω τον λόγο μου χωρίς καμιά υποστήριξη. Τον πήρα τηλέφωνο μετά και του ζήτησα συγγνώμη για την εμφάνισή μου και ήταν όπως πάντα ευγενέστατος και γλυκός. Το ερώτημα όμως είναι με ποιους είναι ευγενέστατος και γλυκός, πότε και γιατί.

Μακριά από τον Γρηγόρη το σούσι

Συζητώντας με διάφορους ανθρώπους άκουσα αντικρουόμενα πράγματα. Οτι το δήθεν μεσσιανικό προφίλ του είναι απλώς κάλυψη, παράτα, ότι είναι βασιλιάς της κωλοτούμπας και ότι συνηθίζει να βρίζει πρώην φίλους ή γκόμενές του με τον χειρότερο τρόπο, αναιρώντας φυσικά τα σχόλιά του όταν τον τραβάει η κάμερα. Αισθάνεται μέγας σταρ, έχει εμμονές, είναι απαιτητικός σε σημείο εξάντλησης με τους συνεργάτες του, βρίζει και έχει εκφράσει το παράπονο του Καζαντζίδη «ποιος μπορεί να με διαδεχτεί;». Σε ποιο ακριβώς τερέν θα γίνει η διαδοχή του στέμματος, Γρηγόρη; Σε γκουρμέ δεν σ’ το έχω, σε μικρογεύματα όμως λουκανικόπιτας κάτι μπορεί να γίνει. Μόνο εκεί μπορεί να λυθεί το μυστήριο της διάρκειάς του. Ψημένος, λουκανικοκοντούλης, νοστιμούλης και εύγεστος σαν σνακ. Κι άντε μετά να τον ακούς να λέει για τα μυστικά της μαγειρικής. Μα, ειλικρινά τώρα, μπορείς να τον φανταστείς να τρώει σούσι με τσόπστικ; Θα βγάλει το μάτι του συνδαιτυμόνα του με την αγαρμποσύνη του, άσε που θα το βρει πιο ωμό από τη δική του ωμότητα. Αυτή για την οποία τον αγοράζουν τόσα χρόνια τα κανάλια επειδή τους έχουν κόψει το ηλεκτρικό και δεν μπορούν να ψήσουν κάτι καινούργιο της προκοπής.

Aυτόβουλο ψυχολουμπάγκο

Ο άνθρωπος που έκανε τον Σαίξπηρ κωμωδία

Ψυχολογεί-κολονοσκοπεί ο δρ Χάνιμπαλ Λέκτερ

Κάθε άνθρωπος μπορεί να ρυθμίσει το βιολογικό του ρολόι όπως τον βολεύει. Ο Γρηγόρης, τόσα χρόνια στην τηλεόραση, έχει ακόμη μια σύγχυση προς αυτό, λες και μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης από την οποία ξεκίνησε υπάρχει τεράστια διαφορά ώρας και του δημιουργεί τζετ λαγκ. Και πρωινός και μεσημεριανός και απογευματινός και βραδινός και μεταμεσονύχτιος τώρα και με τον Μποτρίνι. Κάθε φορά που του προτείνουν ή προτείνει μια δουλειά, γιατί η προηγούμενη πήγε φόλα, αναγκάζεται να αναπροσαρμόζει όλο το βιολογικό του ρολόι. Το αποτέλεσμα είναι στο πρώτο μισό κάθε εκπομπής του να βγαίνει ζαλισμένος και στο δεύτερο μισό απλώς αδιάφορος από την κούραση του πρώτου. Το μεγάλο του ντεσαβαντάζ είναι η ασυνέπεια μεταξύ των μεταμορφώσεών του· το από νταλικέρης κοστουμάτος τον έχει διαλύσει. Δεύτερο ντεσαβαντάζ, η ασυνέπεια που τον χαρακτηρίζει ως προς την εικόνα του πράου, φιλικού ανθρώπου και τις ατάκες-δηλητήριο που ξεστομίζει αν κάποιος τολμήσει να τον κρίνει. Σκέψου δηλαδή να τον είχες γείτονα στο χωράφι σου και να του έλεγες «η κότα σου είναι στείρα». Σκέτος Μακμπέθ. Και την κότα την άχρηστη σκοτώνει κι εσένα. Ναι, αν θεωρήσουμε ότι όλα τα σαιξπηρικά αριστουργήματα είναι μαύρες κωμωδίες, ο Γρηγόρης θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε αυτά. Από το «Ονειρο θερινής νυκτός» που όλοι μεταμορφώνονται σε γαϊδούρια, στον Πρόσπερο ως παρουσιαστής του πρώτου «Survivor» και φυσικά στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» με παραλλαγές που έχουν να κάνουν με τη σκηνή που ανεβαίνει στο μπαλκόνι της Ιουλιέτας. Οι αυξομειώσεις του βάρους του, για τις οποίες ο ίδιος φανερά ενοχλείται αλλά δημόσια το περνάει χαβαλέ, αλλάζουν τη σκηνή. Γιατί πολύ απλά ως νιος και τεκνός θα μπορούσε να το καβαλήσει το μπαλκόνι. Στα ύστερα, μεγαλωμένος, χοντρούτσικος και με αγάπη καβάλας το καλάμι, θα πρέπει να τροποποιηθεί η σκηνή. Ο Γρηγόρης-Ρωμαίος σκαρφαλώνει, το μπαλκόνι καταρρέει και αφού σώζει την αγαπημένη του, της λέει πως η σκόνη από το γκρέμισμα την κάνει να μοιάζει με κουραμπιέ και ετοιμάζουν μαζί χριστουγεννιάτικο μαγειρικό σόου.

5 γρηγοριανοί ψαλμοί

Ένα

«Πολλοί παρουσιαστές δεν αξίζουν τα λεφτά τους. Αν ήμουν εγώ αυτός που τους πληρώνει, υπάρχουν πολλοί που δεν θα τους πλήρωνα»

Δύο

«Κάνω ό,τι γουστάρω κάθε εποχή. Αν μου τη δίνει στο μυαλό, δεν το κάνω. Αν δεν έχω στις δουλειές μου λόγο, δεν έχει ουσία»

Τρία

«Μου λείπει ψυχική ηρεμία, να σώσω την ψυχή μου, αυτό μου λείπει. Στύβω και πετάω αυτό που δεν πρέπει και κρατάω αυτό που πρέπει»

Τέσσερα

«Η τηλεόραση δεν επιτελεί και δεν προσπάθησε ποτέ να επιτελέσει κοινωνικό σκοπό. Είπε ποτέ κανείς ότι η τηλεόραση εμφανίστηκε για να διδάξει ήθος και παιδεία;»

Πέντε

«Τι λες, ρε Λιάγκα; Που βγήκες εδώ και κάτι μήνες στο ραδιόφωνο, ρε Λιάγκα, κι αντί να δείξεις λίγο σεβασμό… Για να μην πούμε τώρα για τα νούμερα»

Documento Newsletter