Δύο μαρτυρίες για τα χρόνια της μετανάστευσης στη Γερμανία στα τέλη του 1950 και τις αρχές του 1960
Ρεπορτάζ: Έμυ Ντούρου
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οι μεγάλες πόλεις γέμισαν από εσωτερικούς μετανάστες, ωστόσο τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ανάγκασαν πολύ κόσμο να φύγει για τη Δυτική Ευρώπη, ειδικά την τότε Δυτική Γερμανία που χρειαζόταν εργατικά χέρια για να χτίσει ξανά ό,τι είχε καταστραφεί στον πόλεμο. Δυο Έλληνες που έζησαν εκεί ως γκασταρμπάιτερ, δηλαδή «φιλοξενούμενοι εργάτες», ξετυλίγουν σε πρώτο πρόσωπο το κουβάρι της ζωής τους.
«Steo ettù ma ’sà ce ste penseo sto treno»*
«Στη δεκαετία του 1950 ήταν πολύ δύσκολα στην Ελλάδα» λέει ο Δημήτρης Γκίκας. «Τυχερός ήσουν αν έκανες ένα μεροκάματο τη βδομάδα. Κάπως έτσι αποφάσισα να κάνω τα χαρτιά μου για την Αυστραλία και την Αμερική, όπου μαθαίναμε ότι ήθελαν μετανάστες. Στην Αυστραλία όμως ζητούσαν ειδικότητες και έτσι δεν μπορούσα να πάω. Ευτυχώς που δεν με πήραν στην Αμερική, γιατί έπειτα από λίγο καιρό μάθαμε ότι δεν θα μας έστελναν εκεί, αλλά θα παίρναμε μέρος ως λεγεωνάριοι στην επανάσταση που είχε γίνει στον Αγιο Δομίνικο. Η αποστολή ακυρώθηκε όταν ανακαλύφθηκε ότι ήταν λαθραία. Τι γινόταν εκεί; Τους έπαιρναν μισθοφόρους στα τάγματα θανάτου και τους δίνανε έναντι του μισθού, τα υπόλοιπα τους έλεγαν ότι θα τα πάρουν μετά. Και τους έταζαν ότι όταν τελείωναν την αποστολή στον Αγιο Δομίνικο θα πήγαιναν στην Αμερική, όπου θα δούλευαν στο δημόσιο. Τότε διαδιδόταν ότι όποιος επιβίωνε από τον πόλεμο, του έριχναν μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και τον σκότωναν. Από του λιονταριού το στόμα γλιτώσαμε».
«Οταν αποφάσισα να φύγω για Γερμανία, δεν ήξερα καν πού βρίσκεται στον χάρτη. Εφυγα για Πρίντεζι από τον Πειραιά με το ντιζελόπλοιο Κολοκοτρώνης τον Γενάρη του 1959. Μέχρι σήμερα μου έχει μείνει η εικόνα με τον κόσμο στην προβλήτα να κουνάει μαντίλια. Ημασταν πολύ φορτισμένοι συναισθηματικά. Καμιά φορά απορώ πώς αντέξαμε τόσα. Τη νύχτα έπιασε απίστευτη φουρτούνα. Ημασταν στο κατάστρωμα και πηγαίναμε για ώρες πάνω κάτω. Παντού σκοτάδι, άστραφτε και φύσαγε. Τα νερά περνάγανε πάνω από το κατάστρωμα. Απελπίστηκα. Είπα ότι δεν θα βγούμε ζωντανοί στη στεριά. Ηρθε το τέλος της ζωής μου».
«Οταν φτάσαμε στο Πρίντεζι βρήκαμε κόσμο στο λιμάνι να μας περιμένει. Μιλούσαν όλοι ελληνικά. Κάποια στιγμή απομακρύνθηκα από τους άλλους γιατί κάτι χρειάστηκε να κάνω. Είδα μπροστά μου έναν αστυνομικό. Του ζήτησα να έχει για δυο λεπτά τον νου του στο σακίδιό μου μέχρι να πεταχτώ να δω κάτι. Οταν επέστρεψα το σακίδιο έλειπε μαζί με τον αστυνομικό. Μετά έμαθα ότι είχε συμβεί και σε άλλους. Ηταν κλέφτης που φορούσε ψεύτικη στολή και ξάφριζε τον κόσμο».
«Μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα μέσα στο κλεμμένο σακίδιο είχα χρήματα και το λεξικό που θα με βοηθούσε να μάθω γερμανικά. Ούτε μια λέξη δεν ξέραμε, με νοήματα συνεννοούμασταν. Ξεκίνησε το τρένο από το Πρίντεζι για Μπολόνια, Τορίνο, Μιλάνο. Ολο το τρένο ήταν γεμάτο μετανάστες. Στην πορεία μαζεύαμε και Ιταλούς που πήγαιναν για δουλειά στη Γερμανία. Φεύγαμε για Αυστρία και θα καταλήγαμε στο Μόναχο. Οταν βγήκαμε από την Ιταλία και μπήκαμε στην Αυστρία, είχε τόση ομίχλη που δεν έβλεπες ούτε στα πέντε μέτρα. Και μου λέει ένας από την παρέα: “Δημήτρη, πού πηγαίνουμε”; Ηταν σαν να αυτοκτονούσαμε. Σαν να πηγαίναμε στο τέλος».
Από την απελπισία στους σιδηροδρόμους
«Ταξιδεύαμε με άλλα πέντε άτομα από Ελλάδα, οι τέσσερις ήταν Ηπειρώτες, εγώ είμαι από την Εύβοια και ο άλλος δεν θυμάμαι από πού ήταν. Στο Μόναχο γέμισε ο σταθμός μετανάστες. Από το γραφείο μετανάστευσης μάς έδωσαν οδηγίες, με νοήματα, για το πώς θα πάμε στο Ανόβερο. Καταλήξαμε λίγο έξω από την πόλη, σε μια κωμόπολη, το Λέτερ. Εκεί βρισκόταν μια θάλασσα από σιδηροδρομικές γραμμές. Θα δούλευα στα τρένα, στην Deutsche Bahn. Μας πήγαν σε μια μεγάλη παράγκα. Μέναμε ανά δύο σε κάθε δωμάτιο και μας έδωσαν να καταλάβουμε ότι δεν θα έπρεπε για κανέναν λόγο να περάσουμε τις γραμμές. Μας φερθήκανε πάρα πολύ καλά. Μας διένειμαν σε πόστα. Πήρα ένα μπλοκάκι και σημείωνα με ελληνικούς φθόγγους πώς λέγονται οι λέξεις».
«Λίγο πριν κλείσουμε μήνα εκεί, μου χτύπησε μια μέρα ένας Γερμανός την πόρτα να μου πει για έναν Ελληνα που ήμασταν μαζί από την αρχή ότι σκοτώθηκε. Δεν ήξερα τη γλώσσα και δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Πήγα και είδα τα κομμάτια του, είχε σκορπίσει παντού. Δεν είδε ένα τρένο και τον πήρε από κάτω. Ηταν πολύ εύκολο να σκοτωθείς εκεί. Δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς. Ενας άλλος από τους έξι που ήμασταν έπαθε τέτοιο σοκ, που την άλλη μέρα τα μάζεψε και έφυγε. Μείναμε τέσσερις. Σύντομα έμαθα τη γλώσσα και ζήτησα να πάω σε κινητά συνεργεία. Δεν ήθελα να είμαι στάσιμος, ήθελα να ταξιδεύω. Κάθε τρεις τέσσερις μέρες αλλάζαμε σταθμό. Δουλεύαμε στις γραμμές, με χιόνια, με βροχές και κοιμόμασταν στα βαγόνια. Μόνο κάτω από τους -20 σταματούσαμε να δουλεύουμε. Εκανα αυτήν τη ζωή 4 χρόνια και γύρισα όλη τη Γερμανία. Δουλεύαμε με Ιταλούς, με Κροάτες, με Ρώσους, με Γιουγκοσλάβους, έξι εφτά ράτσες, 122 άτομα όταν βρισκόμασταν όλοι μαζί. Οι Ιταλοί δεν τα ’παιρναν τα γερμανικά και όταν έμαθα τη γλώσσα, οι Γερμανοί με έβαζαν να κάνω τον διερμηνέα. Οι Ελληνες σιγά σιγά έφευγαν, ήταν πολύ δύσκολη η δουλειά. Εκανα παρέα με Γερμανούς. Δεν ήθελα πολύ τους Ελληνες, γιατί όλο τσακώνονταν με τους Γερμανούς».
«Παίρναμε πάρα πολύ λίγα λεφτά. Και κάποια στιγμή άρχισαν και οι απεργίες. Οταν πλέον τα λεφτά έγιναν περισσότερα, εγώ δεν τα πρόλαβα γιατί έφυγα για Ελλάδα. Για τις απεργίες αποφάσιζε το σωματείο. Μας ρωτάγανε αν θα απεργήσουμε. Και τους έλεγα πως θα κάνω ό,τι και οι Γερμανοί. Ηταν όμως κάποιοι Ελληνες που δεν ήθελαν να χάσουν το μεροκάματο και οι Γερμανοί δεν το έβλεπαν αυτό με καλό μάτι. Πώς απεργούσαμε; Πηγαίναμε στη δουλειά, αλλά δεν δουλεύαμε. Καθόμασταν κάτω. Ερχονταν επιτροπές και συζητάγανε».
«Στην περιοχή που ζούσα υπήρχαν αρκετοί Ελληνες που στον πόλεμο είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς και φεύγοντας τους πήραν οι Γερμανοί μαζί τους. Εκανα πολλές συζητήσεις με τους Γερμανούς για τον πόλεμο. Ο προϊστάμενός μου ήταν στα SS. Είχε κάνει στο Χαλάνδρι, γιατρός, μίλαγε τα αρχαία ελληνικά. Οταν μιλάγαμε για τον πόλεμο, μου έλεγε: “Οταν ήρθαμε στην Ελλάδα, προτιμήσατε να πάτε στο πλευρό των Αγγλο-γάλλων που σας ρίξανε στο στόμα του λύκου, στη μικρασιατική καταστροφή. Τι έπαθαν η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ολλανδία που συνεργάστηκαν μαζί μας; Εμείς θέλαμε να περάσουμε από τη χώρα σας να πάμε για τα πετρέλαια. Αν μας αφήνατε δεν θα γινόταν τίποτα”. Ο πολύς ο κόσμος πάντως στη Γερμανία εκείνη την εποχή δεν γνώριζε καν ότι οι Γερμανοί στον πόλεμο είχαν φτάσει μέχρι την Ελλάδα. Γύρισα στην Ελλάδα στο τέλος του 1964, γιατί ήθελα να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια. Δεν ήθελα να πάρω Γερμανίδα και να μείνω εκεί, θα ήμουν για πάντα ξένος».
Δυο φορές μετανάστης: από τη Φούλντα στο Βίτεν
Ο Ανδρέας Παπαδάκης έζησε την ξενιτιά δυο φορές. Ο ίδιος αφηγείται: «Εφυγα λίγους μήνες αφότου απολύθηκα από τον στρατό τον Μάιο – Ιούνιο του 1963. Ακουγα ότι ο κόσμος δούλευε και έβγαζε λεφτά. Και λέω θα πάω και εγώ μήπως κάνω κάτι. Εμενα στην Αθήνα μέχρι τότε. Εκανα τα χαρτιά μου και πήγα με το τρένο Θεσσαλονίκη και από εκεί καταλήξαμε στο Μόναχο. Φύγαμε ομαδικά, μας οργάνωσε το γραφείο τότε. Κατέληξα στη Φούλντα, όπου δούλεψα σε ένα εργοστάσιο-ασβεστοκάμινο που έφτιαχνε λιπάσματα. Τα σιδερένια καμίνια έφταναν τα εκατό μέτρα ύψος. Ηρθα πίσω στα τέλη του 1964, ήμουν 24 χρόνων. Το 1965 παντρεύτηκα και ξανάφυγα το 1970, μέσω Πρίντεζι. Εκεί μας περίμενε κάποιος και μας έβαλε στο τρένο για το Μόναχο».
«Κατέληξα στο Βίτεν, όπου δούλεψα σε ένα εργοστάσιο-χυτήριο που έφτιαχνε εξαρτήματα για τρένα, αεροπλάνα κ.λπ. Εμείς μεταφέραμε τα βαγόνια. Κουβαλάγαμε τα παλιοσίδερα και τα πηγαίναμε στους φούρνους. Τα σίδερα τα έφερναν από αρκετές χώρες του εξωτερικού, μέχρι και από την Αυστραλία έφερναν. Εγώ ήμουν ο κλειδούχος. Επρεπε να τρέχω να προλαβαίνω τα βαγόνια και να τα συνδέω με το τρένο για να πάνε στους φούρνους. Εκεί έκατσα δυο χρόνια. Και κάπως έτσι τελείωσε για μένα η μετανάστευση. Οι Γερμανοί ήταν πολύ καλοί μαζί μας. Γύρισα πίσω γιατί μου έλειπε η χώρα μου, όχι γιατί είχα κάποιο πρόβλημα με τη ζωή μου εκεί».
«Το 1963 μέναμε μέσα στο εργοστάσιο, σε κάτι σαν κοιτώνες με κουκέτες. Είχαμε όλα τα απαιτούμενα για να μαγειρέψουμε, να κάνουμε μπάνιο κ.λπ. Το εργοστάσιο κρατούσε από τον μισθό μας το ενοίκιο. Και το 1970 που πήγα πάλι το ίδιο, μέναμε σε έναν ξενώνα δίπλα στο εργοστάσιο. Πολλοί Ελληνες έμεναν εκεί. Κάναμε παρέα με Τούρκους, Ιταλούς κυρίως, αλλά και Γιουγκοσλάβους. Δεν μέναμε μαζί όμως. Τους βρίσκαμε έξω στις μπιραρίες. Από διασκέδαση φουλ. Λεφτά είχαμε πάντα, γιατί υπήρχε δουλειά. Εγώ δεν ήθελα να βγαίνω με τους Ελληνες, ήθελα να βγαίνω με ξένους, ειδικά με τους Γερμανούς, για να μάθω τη γλώσσα».
«Το 1963 μου προξένεψαν μια Γερμανίδα, όμως δεν ήθελα να μείνω εκεί, παρότι μας φέρθηκαν καλά οι Γερμανοί. Μας φέρθηκαν τόσο καλά που δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο ίδιος λαός λίγα χρόνια πριν μας έκανε πόλεμο. Οταν τους γνώρισα εγώ, δεν ήθελαν τον Χίτλερ, λέγανε “Scheiße Hitler”, δηλαδή “Σκατά Χίτλερ”. Ομως δεν μιλάγαμε πολύ για τον πόλεμο. Δεν είχαμε τρέλα να ιστορούμε τα παλιά, είχαμε πάει εκεί για να δουλέψουμε. Εδώ και αρκετά χρόνια είναι και ο γιος μου στη Γερμανία. Εχει δουλειά. Αν έχει δουλειά, είναι καλά για εκείνον».
*«Είμαι εδώ μαζί σας μα σκέφτομαι και το τρένο» (στίχος από το τραγούδι «Αndra mou paei» των ελληνόφωνων της Κάτω Ιταλίας).