Την έκθεσή του για το πρώτο τρίμηνο του 2020 δημοσιοποίησε την Τρίτη το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, ήδη από το πρώτο τρίμηνο καταγράφηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της πανδημίας κορονοϊού στην παγκόσμια και στην ελληνική οικονομία, ωστόσο οι μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν πλήρως στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου.
Η έκθεση εστιάζει στο επιπρόσθετο κόστος που προκαλούν οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τονίζοντας πως το αυξημένο δημόσιο χρέος δημιουργεί τον κίνδυνο νέας λιτότητας στην Ελλάδα, με περικοπές μισθών και αυξήσεις φόρων.
Όπως τονίζεται, καταλυτική θα είναι η πολιτική που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο θέμα της χρηματοδοτικής στήριξη των χωρών που έχουν πληγεί από την πανδημία, υπογραμμίζοντας πως θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία με ομαλό τρόπο.
Επίσης, επισημαίνεται πως το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Το Γραφείο τονίζει πως η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια.
Με βάση το απαισιόδοξο σενάριο της έκθεσης, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αναρριχηθεί στο 192,7% του ΑΕΠ φέτος. Παράλληλα, η ύφεση θα αγγίξει το 9,4%, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φτάσει στο 4,6%, ενώ η ανεργία θα απογειωθεί στο 31,2%.
Αναλυτικότερα τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι τα ακόλουθα:
“ Το πρώτο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 στην παγκόσμια και στην ελληνική οικονομία. Τα διαθέσιμα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας μας δεν έχουν αποτυπώσει ακόμα το σύνολο των επιπτώσεων της πανδημίας. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν πλήρως στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν μείωση του πληθωρισμού και διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στην αγορά εργασίας δεν έχουν δημοσιευτεί στοιχεία απασχόλησης και ανεργίας μετά τον Φεβρουάριο, ωστόσο οι ροές μισθωτής απασχόλησης του συστήματος Εργάνη για τον Μάρτιο και Απρίλιο καταγράφουν μια δραματική μείωση των προσλήψεων που αναμένεται να αποτυπωθεί στο ποσοστό ανεργίας των επόμενων μηνών. Σημαντική επιδείνωση καταγράφουν και οι βραχυχρόνιοι δείκτες, ιδιαίτερα εκείνοι των προσδοκιών όπως ο δείκτης οικονομικού κλίματος και ο PMI.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου δείχνουν υστέρηση 1,3 δις ευρώ σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και αναμένεται να διευρυνθεί στους επόμενους μήνες. Στα θετικά στοιχεία περιλαμβάνεται το γεγονός ότι επιτεύχθηκε η άρση του περιορισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, το να μη συμπεριληφθούν όλες οι δημοσιονομικές δαπάνες στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος και η επιτυχημένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, με την έκδοση επταετούς ομολόγου και τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων με σχετικά χαμηλές αποδόσεις. Τα ανωτέρω δείχνουν τη σχετική διατήρηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς επενδυτές και ότι το ελληνικό δημόσιο διατηρεί ακέραια την πρόσβαση στον εξωτερικό δανεισμό, υποβοηθούμενο από τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο νέο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας της ΕΚΤ.
Η πανδημία του COVID-19 φαίνεται να μπαίνει σε φάση ύφεσης και οι περισσότερες χώρες του κόσμου ακολουθούν πολιτικές σταδιακού ανοίγματος των οικονομικών δραστηριοτήτων και άρσης των περιοριστικών μέτρων. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση των οικονομικών παρεμβάσεων “έκτακτης ανάγκης” που κάλυψαν προσωρινά τις εισοδηματικές απώλειες εργαζομένων και επιχειρήσεων και ανέστειλαν την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, η επερχόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα απαιτήσει ένα νέο κύκλο παρεμβάσεων, με στόχο το περιορισμό της έντασης και της διάρκειας της ύφεσης.
Οι οικονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του κορονοϊού δεν θα οδηγήσουν σε μόνιμη υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Δηλαδή, θα πρέπει να αποφευχθεί μια παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, μια συνεχιζόμενη κάμψη των επενδύσεων και μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία μιας πιο ανθεκτικής και εξωστρεφούς οικονομίας με έμφαση σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ειδικευμένης εργασίας. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη επιστροφή στην αγορά εργασίας των εργαζομένων που θα βρεθούν στην ανεργία λόγω της κρίσης του κορονοϊού».