Ο Α.E. το 2010 ήταν µόλις 14 ετών… Ενα ανυπεράσπιστο αθώο παιδί. Στην ανώριµη και ροµαντική εφηβεία του, γοητευµένο από τη λάµψη του κόσµου του θεάµατος. Η κακή του τύχη έφερε στον δρόµο του ένα ανθρωπόµορφο τέρας µε τη µορφή ενός προβεβληµένου «καλλιτέχνη». Που, επιτέλους πια, δεν είναι γενικά και αόριστα ο… πασίγνωστος «ηθοποιός-σκηνοθέτης». Εχει ονοµατεπώνυµο και τον λένε ∆ηµήτρη Λιγνάδη.
Και είναι αυτός που λίγα χρόνια αργότερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, µε την επίκληση του «δηµοσίου συµφέροντος», επαινώντας διά στόµατος της υπουργού Πολιτισµού Λίνας Μενδώνη «τις ικανότητες και το ήθος του», έσπευσε να τον διορίσει καλλιτεχνικό διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, την πρώτη και αρχαιότερη θεατρική σκηνή της χώρας.
Το κολαστήριο του Μεταξουργείου
Ηταν καλοκαίρι του 2010 όταν ο «ιδιαίτερα ανοικτός» και «φιλικός» προς τα ανήλικα παιδιά, κυρίως από την αλλοδαπή, ∆. Λιγνάδης παρέσυρε το 14χρονο παιδί στο σπίτι-κολαστήριο του Μεταξουργείου, το νάρκωσε και το βίασε. Ενα άγουρο παλικαράκι βίωσε µε τον πιο τροµακτικό και εγκληµατικό τρόπο την πρώτη του «σεξουαλική εµπειρία».
∆εν υπάρχουν τα λόγια για να αποτυπώσουν στο χαρτί τα «µαύρα» συναισθήµατα που σε κατακλύζουν αν διαβάσεις τις περιγραφές του 25άχρονου σήµερα άντρα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βιάστηκε από τον ∆. Λιγνάδη. Η υπόθεση είναι πλέον στα χέρια του εισαγγελέα, που από την Παρασκευή το πρωί έχει στην κατοχή του τη µήνυση για µη παραγεγραµµένο κακούργηµα, την οποία έντεκα χρόνια µετά βρήκε το θάρρος να υποβάλει ο 25άχρονος σε βάρος του βιαστή του.
Μια µήνυση που δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε όσα λέει το θύµα, αλλά σε αυτήν υπάρχουν και στοιχεία, όπως συγκεκριµένες µαρτυρίες, που πιστοποιούν τα λεγόµενά του και αναδεικνύουν πέραν πάσης αµφιβολίας, εάν συνδυαστούν και µε τις καταγγελίες καθώς και µια µηνυτήρια αναφορά και άλλων θυµάτων του ∆. Λιγνάδη, το µοτίβο δράσης του «θεατράνθρωπου».
Τον «χειριστικό τρόπο», όπως επισηµαίνει ο Α.E., «µε τον οποίο παρέσυρε στο σπίτι του τα ανήλικα αγόρια», µε τα οποία φρόντιζε να συναναστρέφεται, προκειµένου να τα πείσει να ενδώσουν γιατί, όπως τους έλεγε ο… µέγας διδάσκαλος, «είναι απολύτως υγιές δύο άντρες φίλοι να έχουν σωµατική επαφή, ιδίως εάν ανήκουν στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου οι συµπεριφορές αυτές θεωρούνται απολύτως φυσιολογικές και δεδοµένες, αφού για να ασχοληθεί κανείς µε την τέχνη πρέπει να έχει ανοικτό µυαλό».
Προτού διαβάσετε αναλυτικά τα εγκληµατικά σηµεία και τέρατα που ακολουθούν, όπως περιγράφονται στη µήνυση του 25άχρονου σήµερα άντρα, διαβάστε –όσο κι αν είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο– το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασµα:
«Οταν βρέθηκα στο διαµέρισµά του καθίσαµε σε έναν καναπέ, µου έβαλε ένα ποτό, που µου είπε ότι ήταν τζιν, η προτίµησή του, και µου έδωσε να καπνίσω ένα τσιγαριλίκι. Ξαφνικά, έπειτα από δύο γουλιές ποτού και πριν ακόµη τελειώσω το τσιγάρο, ένιωσα µιαν υπερβολική έξαψη, αφόρητη ναυτία, τροµερή ζάλη. Παρέλυσα σ’ ολόκληρο το σώµα µου κι άρχισα να χάνω την επαφή µε το περιβάλλον, να σβήνω κυριολεκτικά. ∆εν είχα δύναµη να κουνήσω ούτε τα βλέφαρά µου κι ανέπνεα µε δυσκολία. Εγειρα πάνω στον καναπέ, νιώθοντας απερίγραπτο πανικό και φόβο, ότι θα πεθάνω. Οι αισθήσεις µου µ’ εγκατέλειπαν. Το τελευταίο πράγµα που αντιλήφθηκα και µου είχε έκτοτε εντυπωθεί ανεξίτηλα στη µνήµη µου είναι τον µηνυόµενο να έχει γονατίσει µπροστά στο πρόσωπό µου, να µου πιέζει µε το ένα χέρι της σιαγόνες µου για να τις ανοίξει και στη συνέχεια να µου χώνει µε βία το ερεθισµένο πέος του στο στόµα και να µε βιάζει. ∆εν γνωρίζω τι άλλο µου συνέβη εκείνο το βράδυ διότι λιποθύµησα. Οταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις µου ήµουν γυµνός στον καναπέ, ενώ είχε ήδη ξηµερώσει. Σηκώθηκα µετά βίας, η ναυτία που ένιωθα ήταν απερίγραπτη κι όλο µου το σώµα πονούσε. Ντύθηκα όπως όπως και τρεκλίζοντας όρµησα προς την πόρτα της εξόδου».
Ολόκληρη η μήνυση – μαρτυρία του Α.Ε.
Μηνύω ενώπιόν Σας τον Δημήτρη Λιγνάδη, και ζητώ την παραδειγματική κατά νόμον τιμωρία του για το κακούργημα του βιασμού, καθώς και για κάθε άλλη εγκληματική σε βάρος μου πράξη του, που θα προκύψει από την αξιολόγηση της έγκλησής μου.
Περί τον μήνα Μάιο του έτους 2010, όταν ήμουν σε ηλικία δεκατεσσάρων (14) ετών και μαθητής της Δευτέρας Τάξης του Γενικού Γυμνασίου […] ο εξάδελφός μου […] μου μίλησε για έναν πολύ γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη, τον Δημήτρη (Στη συνέχεια πληροφορήθηκα ότι το επίθετό του είναι Λιγνάδης που είχε γνωρίσει στην πλατεία […] στο Μεταξουργείο, όπου σύχναζε. Μου είπε, ότι περνούσε σχεδόν καθημερινά από την πλατεία, ότι αρεσκόταν να συναναστρέφεται με νεαρά αγόρια, κυρίως αλλοδαπά, ότι ήταν ιδιαιτέρως ανοιχτός και φιλικός στην παρέα μαζί τους, ότι διηγούνταν ιστορίες από τη σταδιοδρομία του στο θέατρο και τις μεγάλες του επιτυχίες και ότι, όπως έλεγε, αναζητούσε νεαρά άτομα με ταλέντο, για να τα προωθήσει στον καλλιτεχνικό κόσμο.
Εκείνη την εποχή, στην ανώριμη και ρομαντική εφηβεία μου, ήμουν γοητευμένος από τη λάμψη του κόσμου του θεάματος και σκεφτόμουν ότι ίσως είχα το ταλέντο να σταδιοδρομήσω ως τραγουδιστής ή ηθοποιός. Αναζήτησα με δική μου πρωτοβουλία τη διεύθυνσή του στο Facebook και του έστειλα μήνυμα ρωτώντας τον αν μπορούσε να με συμβουλεύσει, ποια βήματα έπρεπε ν’ ακολουθήσω για να διαπιστώσω αν διέθετα καλλιτεχνικά ταλέντα και πώς να τα καλλιεργήσω. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου απάντησε αμέσως. Μού είπε ότι πρέπει να συναντηθούμε και να γνωριστούμε. Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια που θα συναντούσα έναν τόσο γνωστό ηθοποιό.
Από την πρώτη στιγμή που είδε τις φωτογραφίες μου στο Facebook εκφράστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό για την εξωτερική μου εμφάνιση και μού έκανε φιλοφρονήσεις για την ομορφιά μου και για τη σωματική μου διάπλαση, διαβεβαιώνοντάς με ότι διαθέτω τα προσόντα για ν’ ανέβω στην σκηνή και ότι αυτός θα με στηρίξει με όλες τις δυνάμεις του. Μού έδωσε το τηλέφωνό του λέγοντας ότι μπορούσα να τον καλέσω ανά πάσα στιγμή του εικοσιτετραώρου κι ότι ήταν πρόθυμος να με βοηθήσει σε κάθε δυσκολία που τυχόν αντιμετώπιζα. Εκτοτε επικοινωνούσε μαζί μου καθημερινά. Μετά από πρόσκλησή του επισκεφθήκαμε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις πασίγνωστων καλλιτεχνών και κάθε φορά μου έλεγε ότι αν με στηρίξει, μπορώ να γίνω κι εγώ σαν αυτούς.
Περί τα μέσα Ιουνίου 2010 ταξίδεψα με τους γονείς μου στην […] για τις θερινές διακοπές, επέστρεψα όμως περί τις αρχές Αυγούστου μόνος μου για να προετοιμαστώ για τις σχολικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Στο διάστημα της απουσίας μου επικοινωνούσαμε διαρκώς με τον μηνυόμενο μέσω του διαδικτύου. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, επειδή δεν έβρισκα ταξί λόγω απεργίας, πήρα το θάρρος να τηλεφωνήσω στον μηνυόμενο και να τον ρωτήσω, αν μπορούσε να με πάει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι μου, όπως μου είχε προτείνει. Σε λιγότερο από μισή ώρα έφτασε στο αεροδρόμιο οδηγώντας ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας CITROEN, χρώματος κόκκινου. Ενδιαμέσως είχαν καταφτάσει στο αεροδρόμιο απροειδοποίητα, για να μου κάνουν έκπληξη, οι συνομήλικοι φίλοι μου Αλ… και Ιάκ… Επιβιβαστήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και μας οδήγησε στην κατοικία μου, στο Ολυμπιακό Χωριό. Τους πρόσφερα μάνγκο που είχα φέρει από την Αίγυπτο. Ο μηνυόμενος είχε φέρει μαζί του και μας προσέφερε ένα αλκοολούχο ποτό.
«Αρχισε να αυνανίζεται – ένιωσα ντροπή»
Κάποια στιγμή οι φίλοι μου σηκώθηκαν να φύγουν, ο μηνυόμενος όμως παρέμεινε. Από ευγένεια του είπα να καθίσει κι επέλεξε τη θέση στον καναπέ δίπλα μου. Ξεκίνησε να μου κάνει ερωτήσεις για την ερωτική μου ζωή. Αισθάνθηκα πολύ αμήχανος και του είπα ότι δεν είχα ακόμη οποιαδήποτε ερωτική εμπειρία, ότι μου άρεσε πολύ μια συμμαθήτριά μου, αλλά είχα ανταλλάξει μαζί της μόνο ένα φιλί. Τότε άρχισε να με χαϊδεύει ξεκινώντας χαμηλά από τα πόδια μου κι ανεβαίνοντας προς τα πάνω έχωσε το χέρι του στο παντελόνι μου χαϊδεύοντας τα γεννητικά μου όργανα. Ενιωσα μούδιασμα, ντροπή και δυσαρέσκεια και του είπα να σταματήσει, ότι δεν θέλω διότι μ’ αρέσουν τα κορίτσια. Με χειριστικό και πειστικό τρόπο αντέτεινε ότι δεν υπάρχει λόγος να ντρέπομαι, ούτε να φοβάμαι για την ερωτική μου ταυτότητα, μπορεί να ενδιαφέρομαι για κορίτσια, όμως είναι απολύτως υγιές δύο άντρες φίλοι να έχουν σωματική επαφή, ιδίως αν ανήκουν στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου οι συμπεριφορές αυτές θεωρούνται απολύτως φυσιολογικές και δεδομένες, αφού για ν’ ασχοληθεί κανείς με την τέχνη πρέπει να έχει ανοιχτό μυαλό. Λέγοντας αυτά κι ενώ είχε το χέρι του πάνω στα γεννητικά μου όργανα, ξεκούμπωσε το παντελόνι του κι άρχισε να αυνανίζεται. Τρόμαξα και πετάχτηκα πάνω κι έτρεξα στο μπάνιο. Επιστρέφοντας ο μηνυόμενος προσπάθησε να με καθησυχάσει, ότι δεν συνέβη κάτι ιδιαίτερο και ότι αφού δεν ήθελα δεν πρόκειται να ξανασυμβεί.
«Μας κέρασε ποτά – πρότεινε να ξαπλώσουμε όλοι μαζί»
Μία δύο ημέρες αργότερα μου τηλεφώνησε ξανά και αυτήν την φορά με προσκάλεσε για ένα ποτό στο διαμέρισμά του. Του είπα ότι είχα κανονίσει να βρεθώ με τους φίλους μου και μού είπε να τους φέρω μαζί. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα του μηνυόμενου, ο Αλ… και ο Ιάκ… Το διαμέρισμα βρισκόταν στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας στην πλατεία […]. Με θέα στην Ακρόπολη. Καθίσαμε στο σαλόνι. Στον χώρο τριγυρνούσε μια μεγάλη μαύρη γάτα. Ο μηνυόμενος μας κέρασε αλκοολούχα ποτά, μας πρόσφερε να καπνίσουμε χειροποίητα τσιγάρα και στη συνέχεια μας πρότεινε να πάμε στην κρεβατοκάμαρα να ξαπλώσουμε όλοι μαζί στο κρεβάτι «για να χαλαρώσουμε και να νιώσουμε ωραία». Ο φίλος μας όμως Ιάκ… δεν αισθανόταν καλά, διότι δεν είχε πιει ούτε καπνίσει κι ήθελε να φύγει επειδή όλη η παρέα μεταμορφώθηκε από τα ποτά και τα τσιγάρα που μας κέρασε ο μηνυόμενος, έτσι τον ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι.
«Εχασα την επαφή με το περιβάλλον»
Την επόμενη ημέρα μου τηλεφώνησε πάλι ο μηνυόμενος λέγοντάς μου ότι δεν προλάβαμε να μιλήσουμε και με κάλεσε να τον επισκεφθώ ξανά για να συζητήσουμε για την καλλιτεχνική μου καριέρα. Οταν βρέθηκα στο διαμέρισμά του καθίσαμε σε έναν καναπέ, μού έβαλε ένα ποτό, που μού είπε ότι ήταν τζιν, η προτίμησή του, και μού έδωσε να καπνίσω ένα τσιγαριλίκι. Ξαφνικά, μετά από δύο γουλιές ποτού και πριν ακόμη τελειώσω το τσιγάρο, ένιωσα μιαν υπερβολική έξαψη, αφόρητη ναυτία, τρομερή ζάλη. Παρέλυσα σ’ ολόκληρο το σώμα μου, κι άρχισα να χάνω την επαφή με το περιβάλλον, να σβήνω κυριολεκτικά. Δεν είχα δύναμη να κουνήσω ούτε τα βλέφαρά μου κι ανέπνεα με δυσκολία.
Εγειρα πάνω στον καναπέ, νιώθοντας απερίγραπτο πανικό και φόβο, ότι θα πεθάνω. Οι αισθήσεις μου μ’ εγκατέλειπαν. Το τελευταίο πράγμα που αντιλήφθηκα και μού είχε έκτοτε εντυπωθεί ανεξίτηλα στην μνήμη μου είναι τον μηνυόμενο να έχει γονατίσει μπροστά στο πρόσωπό μου, να μου πιέζει με το ένα χέρι τις σιαγόνες μου για να τις ανοίξει και στη συνέχεια να μού χώνει με βία το ερεθισμένο πέος του στο στόμα και να με βιάζει. Δεν γνωρίζω τι άλλο μού συνέβη εκείνο το βράδυ διότι λιποθύμησα. Οταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ήμουν γυμνός στον καναπέ, ενώ είχε ήδη ξημερώσει. Σηκώθηκα μετά βίας, η ναυτία που ένιωθα ήταν απερίγραπτη κι όλο μου το σώμα πονούσε. Ντύθηκα όπως όπως και τρεκλίζοντας όρμησα προς την πόρτα της εξόδου. Ο μηνυόμενος δεν ήταν στον χώρο, πρέπει να κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα με κλειστή πόρτα.
Πέρασαν πολλές μέρες μέχρι να συνέλθω από τον ψυχικό και σωματικό πόνο που ένιωθα, κυρίως όμως από το αίσθημα ντροπής κι απελπισίας που με είχε κυριεύσει. Εκλαιγα απαρηγόρητος για μένα και για την οικογένειά μου που την είχα ντροπιάσει. Ευτυχώς δεν ήταν οι γονείς μου στο σπίτι για να δουν το χάλι μου. Ημουν ακόμη παιδί, δεν είχα μέχρι τότε οποιανδήποτε σεξουαλική εμπειρία, δεν τολμούσα να μιλήσω σε κανέναν κι οι γονείς μου, άκρως συντηρητικοί, ήταν οι τελευταίοι που ήθελα να πληροφορηθούν τον εξευτελισμό μου, για τον οποίο αισθανόμουν υπεύθυνος.
Την επόμενη ή μεθεπόμενη ημέρα μού τηλεφώνησε ο μηνυόμενος και, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό, μού ζήτησε να ξανασυναντηθούμε. Του είπα ότι δεν θέλω να τον ξαναδώ στη ζωή μου και να μην τολμήσει να μ’ ενοχλήσει ξανά ή ν’ αναφέρει το παραμικρό σε τρίτους για τη μαρτυρική βραδιά που πέρασα στα χέρια του, απειλώντας τον ότι θα τον καταγγείλω στην αστυνομία. Τότε αυτός, αισθανόμενος την οργή μου, άρχισε να με εκλιπαρεί να τον λυπηθώ και να μην τον καταγγείλω επειδή πάσχει από καρκίνο του λάρυγγα.
Δεν συνάντησα ποτέ έκτοτε τον μηνυόμενο. Εχοντας όμως πλέον γνωρίσει από τη δική μου, σκληρή κι απάνθρωπη εμπειρία την εγκληματική φύση του άρχισα να ενδιαφέρομαι και να δίνω σημασία σε διάφορες φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε εφήβους πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες κι έτσι συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ο μόνος που είχε περάσει από το κολαστήριό του. Ενα περίπου έτος μετά την κακοποίησή μου έφυγα από την Ελλάδα κι εγκαταστάθηκα στην […] όπου ζω έκτοτε. Σήμερα είμαι ηλικίας είκοσι πέντε (25) ετών κι εργάζομαι ως σωφρονιστικός υπάλληλος.
Γιάννης Βλάχος: «Επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο»
Ο δικηγόρος του Α.E. Γιάννης Βλάχος, μετά την κατάθεση της μήνυσης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας, δήλωσε: «Κατατέθηκε ενώπιον του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών μήνυση για βιασμό σε βάρος ανηλίκου. Το έγκλημα φέρεται να τελέστηκε το 2010 όταν το θύμα ήταν ηλικίας 14 ετών, μαθητής Β´ τάξης γυμνασίου. Το έγκλημα τιμωρείται ως κακούργημα και δεν έχει παραγραφεί. Ως δράστης πασίγνωστος ηθοποιός το όνομα του οποίου απασχολεί τελευταία εντόνως τη δημοσιότητα. Ζητάω να παρέμβει άμεσα και να κινήσει άμεσα τις διαδικασίες δικαστικής διερεύνησης της μήνυσης διότι από τα πραγματικά περιστατικά και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης προκύπτει ιδιαίτερα υψηλός βαθμός επικινδυνότητας του φερομένου ως δράστη στο κοινωνικό σύνολο».