Godzilla: Big (monster) in Japan

Μια σαύρα, αποτέλεσμα ραδιενεργού ατυχήματος, απειλεί (ενίοτε και προστατεύει) την ανθρωπότητα τα τελευταία 65 χρόνια.

Του χρόνου βγαίνει στις αίθουσες το αμερικανικό «Godzilla vs Kong» σε σκηνοθεσία Ανταμ Γουίνγκαρντ («Τετράδιο θανάτου») που φιλοδοξεί να κατακτήσει ακόμη ένα κάστρο, αυτό της ιαπωνικής κινηματογραφικής παράδοσης που αντιστέκεται πεισματικά στην παντοκρατορία ή τη λαίλαπα του Χόλιγουντ. O Ρόλαντ Εμεριχ έκανε την αρχή (ή ίσως θα ήταν προτιμότερο να πούμε ότι άνοιξε τον mainstream δρόμο) με τον «Γκοτζίλα» του το 1998. Μεσολάβησε το reboot του Εντουαρντς το 2014 και φέτος ο «Γκοτζίλα ΙΙ: Ο βασιλιάς των τεράτων» μας μεταφέρει το επόμενο, σαρωτικό κεφάλαιο αναβίωσης τιτάνιων τεράτων made in USA. Πώς φτάσαμε όμως μέχρι εδώ;

Βοήθεια! Ενας φαλαινοειδής γορίλας στο Τόκιο

Πάνω από σαράντα (για κάποιους είναι 67) πυρηνικές δοκιμές πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ από τον Ιούνιο του 1946 έως τον Αύγουστο του 1958 στην περιοχή των Νήσων Μάρσαλ με επίκεντρο την ειδυλλιακή ατόλη Μπικίνι. Η πιο ισχυρή –η βόμβα υδρογόνου που εξερράγη στο πλαίσιο του δοκιμαστικού προγράμματος Castle Bravo την 1η Μαρτίου 1954– εκτιμάται ότι παρήγαγε δεκαπέντε μεγατόνους ενέργειας περισσότερους από εκείνους που εκλύθηκαν από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Η μόλυνση επεκτάθηκε λόγω των ανέμων για περισσότερα από 7.000 τετραγωνικά μίλια στον Ειρηνικό ωκεανό φτάνοντας έως την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία. Την ίδια χρονιά, στις 3 Νοεμβρίου, από τα Toho Studios κυκλοφόρησε ο πρώτος «Γκοτζίλα» στις ιαπωνικές αίθουσες με πρωτότυπο τίτλο «Gojira». Το όνομά του προήλθε από το πάντρεμα των λέξεων gorira (στα γιαπωνέζικα ο γορίλας) και kuijira (η φάλαινα για τους Ιάπωνες). Τον ξέβρασε η θάλασσα και έφερε την καταστροφή ισοπεδώνοντας το Τόκιο.

Το αλληγορικό υπόβαθρο απ’ όπου ξεπήδησε μια καταφανέστατη σπαρακτική κινηματογραφική μεταφορά είναι προφανές: οι ανοιχτές πληγές της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και η οδυνηρή μνήμη από το «αποκαλυπτικό» χτύπημα που επιφύλαξαν οι ιέρακες του στρατιωτικο-οικονομικού μπλοκ εξουσίας των ΗΠΑ στον άμαχο πληθυσμό των δύο πόλεων. Ο Γκοτζίλα, που δημιουργήθηκε από ένα πυρηνικό πείραμα το οποίο πήγε στραβά, σάρωσε τα πάντα στο πέρασμα του χωρίς να κάνει διακρίσεις. Υπήρξε τόσο έντονη η απήχηση της ταινίας στο ιαπωνικό κοινό ώστε σε μια σκηνή που το τέρας ισοπεδώνει το Toho Theatre κάποιοι θεατές που έβλεπαν το φιλμ στη συγκεκριμένη αίθουσα πανικόβλητοι προσπάθησαν να βρουν την έξοδο κινδύνου.

Εμπνευσμένοι από ταινίες όπως οι «Κινγκ-Κονγκ» (King Kong, 1933) και «Το τέρας από το υπερπέραν» (The beast from 20,000 fathoms, 1953), ο κινηματογραφικός παραγωγός Tomoyuki Tanaka, ο σκηνοθέτης Ishirō Honda και ο σχεδιαστής ειδικών εφέ Eiji Tsuburaya δανείστηκαν στοιχεία από την κινηματογραφική και λογοτεχνική μυθολογία των τεράτων προσθέτοντας το στοιχείο της φρίκης της ατομικής εποχής. Ενας ηθοποιός κλεισμένος σε αποπνικτικό ελαστικό κοστούμι χρησιμοποιήθηκε για να ενσαρκώσει τον Γκοτζίλα. Αργότερα ο ρόλος δόθηκε μόνιμα στον Haruo Nakajima ο οποίος συνολικά υποδύθηκε τον Γκοτζίλα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (τη στολή λάτεξ και τα αντίστοιχα τρικ) δώδεκα φορές έως και το 1972 στο φιλμ «Γκοτζίλα: Ο βασιλιάς του τρόμου». Ο ηθοποιός, που έφυγε από τη ζωή πριν από δύο χρόνια σε ηλικία 88 ετών, είδε την τεχνική του να ακολουθείται ευλαβικά μέχρι και πρόσφατα, αφού τα ψηφιακά εφέ ανέλαβαν δράση στις ταινίες της σειράς μόλις πριν από πέντε χρόνια.

Το φιλμ κόστισε μόλις 125 χιλιάδες δολάρια και έγινε σχεδόν παντού επιτυχία (στην Ελλάδα προβλήθηκε ως «Γκοτζίλα, το τέρας του αιώνος») συγκεντρώνοντας κέρδη αξίας 4,6 εκατομμυρίων δολαρίων. Η επιτυχία του στις ΗΠΑ οδήγησε σε μια αμερικανοποιημένη εκδοχή του με τους ίδιους ακριβώς συντελεστές και συνσκηνοθέτη τον Αμερικανό Τέρι Μορς. Το «Godzilla, king of the monsters!» βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες το 1956 με μόνη αλλαγή στο αρχικό σενάριο την προσθήκη ενός Aμερικανού ρεπόρτερ (ο δημοφιλής από την τηλεόραση Ρέιμοντ Μπαρ) στο καστ. Ομως δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία και περιορίστηκε στα drive-in cinemas της χώρας.

H μεγαλοσαύρα και ο αμερικανικός παράγοντας

O πατέρας του Γκοτζίλα, ο σκηνοθέτης Ishirō Honda, συνήθιζε να λέει ότι το αγαπημένο τέρας του είναι «πολύ ψηλό, πολύ δυνατό και πολύ βαρύ… αυτή είναι η τραγωδία του». Αν πρόσθετε και πολύ προσοδοφόρο, κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για τη διαπίστωσή του. Το πυρηνικό τέρας επιστρέφει έναν χρόνο αργότερα με το «Ο Γκοτζίλα ξαναχτυπά» (Gojira no gyakushû) – φανατικοί και μη καταλαβαίνουν τότε πως η καταστροφική μεγαλοσαύρα είναι απέθαντη. Τότε μάλιστα συστήνονται στο κοινό οι καινούργιες αφίξεις (όπως ο Anguirus) οι οποίες ανήκουν στην οικογένεια των kaiju, των παράξενων πλασμάτων της ανατολίτικης μυθολογίας και της μυστικιστικής παράδοσης των Ιαπώνων – kaiju φιλμ είναι το είδος με γιγαντιαία τέρατα που συνήθως καταστρέφουν μεγαλουπόλεις.

Λάτρεις της φαντασίας αλλά και της παράδοσης, οι Ιάπωνες έφτιαξαν και τα επόμενα (29 συνολικά τον αριθμό) φιλμ του Γκοτζίλα ακολουθώντας την ίδια σχεδόν τεχνική με την πρώτη ταινία. Στην πρώτη περίοδο του «βασιλιά των τεράτων» –η επονομαζόμενη Toho Showa era, 1954-75, 15 ταινίες– ο Γκοτζίλα μεταλλάσσεται σταδιακά από καταστροφέα σε υπέρμαχο της ανθρωπότητας, που κινδυνεύει από την εμφάνιση πιο αδυσώπητων πλασμάτων. Από αυτή την περίοδο κρατάμε την πρώτη έγχρωμη ταινία του είδους «King Kong tai Gojiro» (1962), την πρώτη εμφάνιση του γιγαντιαίου σατανικού σκόρου Mothra στο «Επιχείρησις Φούτζι Γιάμα» (Mosura tai Gojira, 1964) και του δαιμονικού τρικέφαλου διαστημόδρακου (!) King Ghidorah στο «Γκιντόραχ, το τρικέφαλο τέρας» (San daikaijû: Chikyû saidai no kessen, 1964) και τον Γκοτζίλα να αντιστέκεται στα σχέδια εξωγήινων να κατακτήσουν τη Γη στο «Εισβολείς από το διάστημα» (Kaijû sôshingek, 1968).

Στη δεύτερη περίοδο –Toho Heisei Era, 7 ταινίες, 1984-95– για την 30ή επέτειο της κινηματογραφικής εμφάνισης του τέρατος οι δημιουργοί επιστρέφουν στη βάση, στο πρώτο φιλμ του 1954. Ο Ψυχρός Πόλεμος με τον Ρίγκαν στην προεδρία των ΗΠΑ κορυφώνεται και η ανησυχία για το ξέσπασμα του τρίτου μεγάλου πολέμου εντείνεται. Η πρώτη ταινία της νέας εποχής («Gojira», 1984) θα γίνει re-edited για την αμερικανική αγορά («Godzilla», 1985) – σε αυτή θα επανεμφανιστεί ο Ρέιμοντ Μπαρ.

Η τρίτη (ιαπωνική, καθώς μεσολαβεί ο αμερικανικός «Γκοτζίλα», 1998, της TriStar) περίοδος –Toho Millennium Era, 7 ταινίες, 1999-2016– σηματοδοτεί το πέρασμα της μεγαλοσαύρας στο new age της ασάφειας και της σύγχυσης και την εγκατάλειψη των παλιών τεχνικών απεικόνισης προς όφελος των ειδικών εφέ. Η τέταρτη (δίχως να υπολογίζουμε το εμβόλιμο φιλμ του Εμεριχ) είναι η περίοδος της Legendary με τις αμερικανικές εκδοχές: «Godzilla» (2014) και τη φετινή. Καλοί είναι οι Αμερικανοί για να παράγουν χάμπουργκερ και υποκατάστατα βασικών τροφίμων αλλά τους είναι δύσκολο να κατανοήσουν τη θέση που κατέχει στο φαντασιακό των Ιαπώνων αυτό το γέννημα της ραδιενεργού εποχής. Οπως έλεγε ο ήρωας του «Γκοτζίλα: Τόκιο S.O.S.» (Gojira tai Mosura tai Mekagojira: Tôkyô S.O.S., 2003) αναφερόμενος στη σαύρα του Εμεριχ: «Κάποιες φήμες θέλουν τον Γκοτζίλα να βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Σιγά μην είναι αλήθεια». Η περιφρόνηση με την περηφάνια καμιά φορά έχουν κοινή αφετηρία.

Meganumbers

20 χιλιάδες τόνοι το βάρος του Gojira του 1954

89 τα πτερύγια του Γκοτζίλα από το κεφάλι του έως την άκρη της ουράς του (τουλάχιστον στην αμερικανική εκδοχή του 2014)

$529.076.069 οι εισπράξεις που έκανε παγκοσμίως ο «Γκοτζίλα» του 2014

+300 m

Από το ανώτατο ύψος των 100 μ. που έφτασε ο Gojira των Ιαπώνων οι Αμερικανοί εκτόξευσαν τον δικό τους Godzilla πάνω από τα 300 μ. Οπως ανέφερε το tagline της ταινίας του Ρόλαντ Εμεριχ (1998): «Size does matter» 

Ετικέτες