Οταν πριν από 40 χρόνια η Μελίνα Μερκούρη εγκαινίασε την εκστρατεία για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στη Χαϊδελβέργη. Ομολογώ ότι δεν αντιμετώπισα αυτό το αίτημα με ενθουσιασμό. Ελλείψει κατάλληλου μουσείου για την έκθεσή τους –το Μουσείο της Ακρόπολης άνοιξε τις πύλες του 26 χρόνια αργότερα–, το αίτημα αυτό έμοιαζε βιαστικό και άτοπο. Και με μια Αρχαιολογική Υπηρεσία υποστελεχωμένη, με σοβαρά οργανωτικά προβλήματα στην προστασία και διαχείριση αρχαιοτήτων, με τρομακτικές ελλείψεις στην καταλογράφηση, συντήρηση, μελέτη και δημοσίευση αντικειμένων στις αποθήκες των μουσείων και, κυρίως, με την ανυπαρξία οποιασδήποτε σοβαρής πολιτικής για τη δημοσίευση των ευρημάτων των σωστικών ανασκαφών, η δημοσιοποίηση αυτού του αιτήματος επισκίαζε επιτακτικές ανάγκες της αρχαιολογικής έρευνας, της μουσειακής προβολής των αρχαιοτήτων και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στο σύνολό της και όχι επιλεκτικά. Εγινε σε μια εποχή που η αρχαιολογία στην Ελλάδα χρειαζόταν έργα και όχι πυροτεχνήματα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε ως 23χρονος υποψήφιος διδάκτωρ, ότι 23 χρόνια αργότερα, στο τέλος της θητείας μου ως αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, θα έβαζα μαζί με τον τότε διευθυντή του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του πανεπιστημίου Τόνιο Χέλσερ το πρώτο λιθαράκι για την επανένωση των γλυπτών παραχωρώντας εκ μέρους του πανεπιστημίου ως «δωρεά» ένα θραύσμα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα που βρισκόταν στη συλλογή του πανεπιστημίου από το 1871. Στα 23 χρόνια που είχαν προηγηθεί είχε γίνει πολύ καλή δουλειά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για την τεκμηρίωση όλων των θραυσμάτων που βρίσκονται εκτός Ελλάδας· η πρωτοβουλία της Μελίνας Μερκούρη είχε δώσει έναυσμα σε γόνιμο προβληματισμό για την επανένωση των γλυπτών και για τα συναφή νομικά και ηθικά ζητήματα· είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα ευνοϊκό κλίμα· είχαν στηθεί διεθνείς επιτροπές με σημαντικό έργο και επιρροή.
Η παραχώρηση του θραύσματος από τη Χαϊδελβέργη έγινε χωρίς κανέναν όρο. Γνωστοί αρχαιολόγοι λοιδόρησαν αυτή την ενέργεια: «Μας δίνουν μια πατούσα και θα τους δώσουμε ένα ολόκληρο κεφάλι; Να τους δώσουμε ένα δάχτυλο» ήταν το σαχλό σχόλιο μέλους του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, παρά το γεγονός ότι δεν τέθηκε ποτέ θέμα ανταλλαγής. Το Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε τελικά τον δανεισμό γλυπτού για εκπαιδευτικούς σκοπούς, όχι στο πλαίσιο ανταλλαγής, αλλά σε αναγνώριση αυτής της προσφοράς. Αυτό που δεν έγινε κατανοητό τότε ήταν όχι μόνο η συμβολική σημασία της πρώτης επανένωσης θραύσματος των γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά και το ότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε θα μπορούσε να θεωρηθεί πρότυπο για ανάλογες ενέργειες.
Τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι ο γλυπτός διάκοσμος ενός κτιρίου. Μετά τη δημιουργία του Μουσείου της Ακρόπολης αποτελούν ένα έργο τέχνης που μπορεί να ιδωθεί σε συνάρτηση με το κτίριο που κοσμούσε και με τα έργα που ενέπνευσε. Η παραμονή τους στο Βρετανικό Μουσείο είναι απαράδεκτη γιατί διαιωνίζει τον κατακερματισμό ενός έργου τέχνης τεράστιας οικουμενικής σημασίας. Δεν υπάρχουν ούτε επιστημονικά ούτε ηθικά επιχειρήματα για την παραμονή των γλυπτών στο Λονδίνο. Από την άλλη πλευρά, το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι εγκληματική οργάνωση, επιτελεί σημαντικό πολιτιστικό έργο. Η επανένωση των γλυπτών πρέπει να γίνει με τρόπο που δεν θα δημιουργεί αρνητικό προηγούμενο που θα θέτει σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα των συλλογών που το Βρετανικό Μουσείο απέκτησε πριν από τη διαμόρφωση διεθνών κανόνων για το δίκαιο των αρχαιοτήτων.
Η μόνη ξεκάθαρη, μόνιμη, ηθικά αποδεκτή και επιστημονικά δόκιμη λύση, που οδηγεί στην επανένωση των γλυπτών προστατεύοντας ταυτόχρονα το Βρετανικό Μουσείο, είναι η δωρεά, όχι η ανταλλαγή, όχι ο δανεισμός, όχι η σταδιακή επανένωση, όχι η υπό όρους κατοχή. Αφού το Βρετανικό Μουσείο παραχωρήσει με δωρεά στο Μουσείο Ακρόπολης τα γλυπτά, άνευ όρων, τότε η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε συμφωνία συνεργασίας μαζί του για την προβολή του ελληνικού πολιτισμού με περιοδικές εκθέσεις των περιφερειακών μουσείων της χώρας. Μια τέτοια συνεργασία δεν θα είναι συναλλαγή, αλλά θα στηρίζεται σε μια μακροχρόνια στρατηγική για τον πολιτισμό.
Βλέπω με ανησυχία και τις άστοχες και αναποτελεσματικές ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο ζήτημα αυτό και την επί έτη επιχειρούμενη πολιτική εκμετάλλευσή του. Κάθε φορά που επιστημονικά, αρχαιολογικά ζητήματα συνδέθηκαν με βραχυπρόθεσμα κομματικά συμφέροντα, ζημιωμένα βγήκαν τα μνημεία. Αυτό έδειξε η αντιπαράθεση για τις αρχαιότητες που βρέθηκαν κατά την κατασκευή του μετρό στη Θεσσαλονίκη – με τον πόλεμο ανάμεσα στα «κόκκινα» αρχαία και το «γαλάζιο» μετρό, αυτό έδειξε η διαχείριση της ανασκαφής του ταφικού μνημείου στην Αμφίπολη. Ακριβώς για να σταματήσει αυτή η πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης των γλυπτών του Παρθενώνα επιβάλλεται σήμερα περισσότερο από ποτέ, σε πείσμα της κυβερνητικής παντοδυναμίας και λόγω της αρνητικής στάσης της βρετανικής κυβέρνησης, να οριστεί από την Επιτροπή εκπαιδευτικών Υποθέσεων της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία επιτροπή από Ελληνες και ξένους εμπειρογνώμονες που θα εξετάσουν τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να γίνει δυνατή η επανένωση των γλυπτών.
*Ο Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας, Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών, Πρίνστον