Γλυπτά Παρθενώνα: Επιστροφή, επανένωση και το ολίσθημα της ανταλλαγής

Γλυπτά Παρθενώνα: Επιστροφή, επανένωση και το ολίσθημα της ανταλλαγής

Το 2013 η UNESCO κάλεσε τη βρετανική πλευρά να δεχτεί διαμεσολάβηση για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Ομως η νομική διεκδίκηση του 2014 από την τότε ελληνική κυβέρνηση τίναξε την πρωτοβουλία στον αέρα. Ως απάντηση το Βρετανικό Μουσείο δάνεισε προσωρινά ένα από τα γλυπτά στο Ερμιτάζ. Η επίδειξη πυγμής για προεκλογικές σκοπιμότητες έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.

Η αφετηρία για την επόμενη κυβέρνηση ήταν πλέον αρνητική. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να υπάρξει διόρθωση πορείας. Με νέα σύσταση της UNECO, το 2018 αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά οι ιστορικές, πολιτιστικές, νομικές και ηθικές διαστάσεις της υπόθεσης.

Η επίσημη διπλωματία υπήρξε αποτελεσματική. Η UNESCO ενεργοποιήθηκε ξανά. Η πρωτοκαθεδρία της πολιτιστικής και ηθικής βάσης του ζητήματος αποκαταστάθηκαν. Ετσι έγινε εφικτό να φτάσουμε στη σημαντική απόφαση της UNESCO το 2021. Το ζήτημα χαρακτηρίστηκε νόμιμο και δίκαιο. Αναγνωρίστηκε ο διακυβερνητικός χαρακτήρας του (σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η βρετανική πλευρά ότι αφορά το Βρετανικό Μουσείο και όχι την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου). Η βρετανική κυβέρνηση κλήθηκε να αναθεωρήσει τη στάση της και να προχωρήσει σε διάλογο με καλή πίστη.

Αμέσως μετά τις εκλογές του 2019 είχαν αρχίσει ξανά οι παλινωδίες. Ο νεοεκλεγμένος τότε πρωθυπουργός έκανε δηλώσεις για προσωρινό δανεισμό με αντάλλαγμα σημαντικές αρχαιότητες. Η υποδοχή από το σύνολο του Τύπου και την κοινή γνώμη ήταν αρνητική. Η ομόθυμη κατακραυγή οδήγησε σε υπαναχώρηση.

Ακολούθησε η βαριά πολιτική εργαλειοποίηση των γλυπτών. Σε πολλές περιπτώσεις στόχος ήταν να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη από τα μεγάλα ζητήματα. Κυρίως, όμως, η επιδίωξη ήταν και παραμένει ο πρωθυπουργός να εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ως ο μοναδικός συνεχιστής της Μελίνας Μερκούρη. Να καρπωθεί αποκλειστικά την προστιθέμενη αξία που έχει το ζήτημα πολιτικά. Οσα έγιναν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και ειδικά την περίοδο 2015-19 έχουν διαγραφεί από τη δημόσια σφαίρα.

Μεγάλη επιθυμία του πρωθυπουργού ήταν να πάει στις εκλογές του 2023 ως αυτός που φέρνει πίσω τα γλυπτά. Ομως στη Βρετανία επικρατούσε πολιτική τρικυμία. Τρεις διαδοχικοί Βρετανοί πρωθυπουργοί απαντούν αρνητικά μέσα σε λίγους μήνες. Η λογική θα υπαγόρευε υπομονή και προσήλωση στη γραμμή της UNESCO. Οχι για τον Ελληνα πρωθυπουργό. Το μπαράζ πολιτικής εργαλειοποίησης συνεχίστηκε.

Υποτάσσοντας το τεράστιο αυτό ζήτημα στον βραχύ εκλογικό χρόνο παρέκαμψε την UNESCO. Διεξήγαγαν συζητήσεις ο ίδιος και υψηλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι απευθείας με το Βρετανικό Μουσείο. Ετσι ακυρώθηκε ο διαμεσολαβητικός ρόλος της UNESCO και η απόφασή της για διακυβερνητικό ζήτημα. Ταυτόχρονα προσφέρθηκε νομιμοποίηση στο περιοριστικό πλαίσιο εντός του οποίου το Βρετανικό Μουσείο επικαλείται ότι κινείται.

Το Βρετανικό Μουσείο βρέθηκε να έχει το πάνω χέρι. Αρπάζοντας την ευκαιρία προώθησε τις θέσεις του για προσωρινό δανεισμό και σημαντικά ανταλλάγματα ως βάση μιας δημιουργικής συμφωνίας. Παρουσιάστηκε δήθεν με οικουμενική οπτική απέναντι σε μια μίζερη ελληνική στάση. Αντί να γυρίσουν τα γλυπτά, γυρίσαμε στο 2014.

Εδώ και χρόνια έρευνες της βρετανικής κοινής γνώμης καταγράφουν πλειοψηφική την αποδοχή του αιτήματος για τα γλυπτά. Στις δημοκοπήσεις της YouGov το ποσοστό ήταν 56% το 2018 και 59% το 2021. Σε καμία από αυτές δεν έμπαιναν προϋποθέσεις.

Πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα μιας νέας δημοσκόπησης της ίδιας εταιρείας. Το 64% των Βρετανών συμφωνεί με το αίτημα. Ομως για πρώτη φορά μπαίνει ο όρος να δοθούν ως ανταλλάγματα σημαντικές ελληνικές αρχαιότητες. Η δημοσκόπηση έγινε για λογαριασμό του «Parthenon Project», μιας καμπάνιας που χρηματοδοτείται από ιδιωτικά κεφάλαια. Προωθεί την ιδέα μιας πολιτιστικής συνεργασίας. Στον πυρήνα της είναι η ανταλλαγή των γλυπτών με μοναδικά ελληνικά αριστουργήματα που δεν έχουν εκτεθεί εκτός της χώρας και σπάνε τα ταμεία, όπως χαρακτηρίζονται. Ως παραδείγματα αναφέρονται η λεγόμενη «Προσωπίδα του Αγαμέμνονα» και ο «Παις» του Κριτίου.

Τα περί ανταλλαγής αυτού του είδους επαναφέρουν τη βρετανική κοινή γνώμη σε μια νεοαποικιακή λογική. Αντί να βοηθούν, λειτουργούν υπονομευτικά προς τον μεγάλο στόχο. Στις μέρες μας μια γενιά μετά τη δεκαετία-σταθμό του 1980, τα διεθνή φόρουμ προτιμούν να αναφέρονται όχι τόσο στην επιστροφή αλλά στην επανένωση των γλυπτών στον φυσικό τους χώρο, σε άμεση οπτική επαφή με τον Παρθενώνα. Πρόκειται για την αποκατάσταση της ακεραιότητας ενός εμβληματικού μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και διακηρύξεις της UNESCO.

Το αίτημα, λοιπόν, διατυπώνεται από τη χώρα μας σε πολιτιστική και ηθική βάση, ως διαχειρίστρια του μνημείου για λογαριασμό της ανθρωπότητας. Το εθνικό μετασχηματίζεται σε οικουμενικό.

Ο Παρθενώνας είναι παγκόσμιο σύμβολο του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας. Πριν από μερικούς μήνες ο πάπας Φραγκίσκος έδειξε ποια είναι η ξεκάθαρη λύση δωρίζοντας χωρίς όρους τα τρία θραύσματα των Μουσείων του Βατικανού στο όνομα του «οικουμενικού μονοπατιού της αλήθειας».

Το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί από μόνο του να αποδεχτεί τέτοια λύση. Απαιτείται μια τολμηρή πολιτική συμφωνία. Χρειάζεται διακυβερνητικός διάλογος μέσα από την επίσημη διπλωματία και την υποστήριξη της UNESCO.

Οσον αφορά το εσωτερικό, το ζήτημα πρέπει να ανατεθεί σε επιτροπή ειδικών και προσωπικοτήτων, με διακομματική στήριξη μέσα από αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, όπως έχει προταθεί επανειλημμένα.

Μέρος της λύσης μπορεί να είναι στις σημερινές αίθουσες των γλυπτών του Βρετανικού Μουσείου να συνδιοργανώνονται θεματικές περιοδικές εκθέσεις ελληνικού πολιτισμού. Οχι, βέβαια, η μόνιμη παρουσία συγκεκριμένων ανταλλαγμάτων.

Στο Μουσείο της Ακρόπολης και στα υπόλοιπα μουσεία μας η επανένωση των γλυπτών πρέπει να αποτελέσει όχι το τέρμα της διαδρομής αλλά την αρχή μιας νέας πορείας. Ζητούμενο είναι η ανανεωμένη παρουσίαση και αφήγηση της πολιτισμικής μας μνήμης.

Η εποχή της αποικιοκρατίας επέφερε τον τεμαχισμό, τον διαμελισμό και τον κατακερματισμό ενός εμβληματικού παγκόσμιου μνημείου. Η επανένωση επιδιώκει να σηματοδοτήσει το πέρασμα σε μια νέα εποχή οικουμενικής συνεννόησης, που είναι προϋπόθεση για την υπέρβαση των μεγάλων προκλήσεων που έχει μπροστά της η ανθρωπότητα.

*Ο Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος, MSc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού

Documento Newsletter