Για τον Νίκο Πουλαντζά (1936-79) το κράτος αποτελεί ένα σύνολο σχέσεων. Το συγκεκριμένο μοντέλο σύλληψης του κράτους ουσιαστικά προσπαθεί ταυτόχρονα να καταδείξει ότι το κράτος δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό αποκλειστικά ως ο πανίσχυρος και θεόρατος γραφειοκρατικός μηχανισμός που ξεπρόβαλε ιστορικά κατά τους δύο τελευταίους αιώνες βαθμηδόν, αλλά και ότι η λειτουργία του μηχανισμού αυτού δεν παύει να επαφίεται στον ανθρώπινο παράγοντα, στην ανθρώπινη δράση και συμπεριφορά. Επομένως σε αυτό το κείμενο ως κράτος εννοούμε κάτι γενικότερο, ένα υβρίδιο όπου συμπυκνώνονται τρία στοιχεία: η αρχαιοελληνική έννοια του κράτους, δηλαδή της εξουσίας, μια γραφειοκρατική αρχή που δεσπόζει στις νεωτερικές κοινωνίες, αλλά και το άθροισμα που προκύπτει από την πρόσθεση της κοινωνίας πολιτών και της πολιτικής κοινωνίας κατά τα γκραμσιανά πρότυπα.
Οι τάσεις της πολιτικής κοινωνίας να υποσκελίζει την κοινωνία πολιτών έχει καταγραφεί εδώ κι αρκετές δεκαετίες. Παράλληλα, τα κοινωνικά κινήματα –κομβικοί εκφραστές της κοινωνίας πολιτών– παρουσιάζονται αποδεσμευμένα από την πολιτική κοινωνία, παρότι προσπαθούν να αναδείξουν, συζητήσουν και επιλύσουν προβλήματά της.
Ως προς το κράτος, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να ορίζουν τις σχέσεις τους πιο εύκολα ή ευνοϊκά σε σύγκριση με άλλους. Ετσι, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια πρόσβαση στο κράτος και στις δομές του. Αν και στο πλαίσιο μιας ταξικής κοινωνίας φαντάζει λογική αυτή η απόκλιση ως προς τη βαρύτητα των κοινωνικών επαφών, ευθύνη ως προς αυτό έχουν και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (οικογένεια, θρησκεία, σχολείο, ΜΜΕ, πολιτιστική βιομηχανία, πολιτικό σύστημα, συνδικαλισμός κ.λπ.), οι οποίοι ασκούν ιδεολογικές επιρροές εν τοις πράγμασι. Στο ίδιο παιχνίδι εμπλέκονται και οι καταπιεστικοί μηχανισμοί του κράτους (αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές κ.λπ.), καθώς πέραν της καταπίεσης ασκούν και ιδεολογικές λειτουργίες. Οι πρακτικές των καταπιεστικών μηχανισμών εκφράζονται ως λόγος και πίσω από αυτόν διακρίνονται οι βασικές ιδεολογικές τους προκείμενες.
Στην περίπτωση της δολοφονίας του 29χρονου Μιχάλη βλέπουμε το ως άνω σχήμα να αποτυπώνεται εύγλωττα. Πρώτον, οπαδικοί στρατοί τελούν υπό τη διαχρονική εύνοια βαθύπλουτων ανθρώπων που έχουν ευνοϊκές επαφές με το κράτος καθότι βρίσκονται στον πυρήνα του. Αυτό εν πολλοίς μεταφράζεται σε ατιμωρησία. Δεύτερον, εντοπίζεται ιδεολογική μεροληψία από πλευράς καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους εκφρασθείσα ως «διακριτική παρακολούθηση». Αυτό μεταφράζεται σε δύο μέτρα και σταθμά, δεδομένης της ιδεολογίας των εγκληματιών. Τρίτον, ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά εγκαίρως. Αυτό μεταφράζεται σε ανικανότητα που δεν αφορά μόνο την ΕΛΑΣ, αλλά όλους τους θεσμούς που θα έπρεπε να είχαν ελέγξει τους εγκληματίες αυτούς σε ένα ταξίδι 1.500 χιλιομέτρων. Τέλος, το οπαδικό κίνημα παρουσιάζεται ως πλήρως ανεξάρτητο από την πολιτική κοινωνία και καταδικάζεται συλλήβδην, σαν να γεννήθηκε στο κενό, αγνοώντας πως πρόκειται για άλλον έναν ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους. Οι θύτες είναι ναζί, ο αθλητικός σύλλογος που εκπροσωπούν χρησιμοποιείται ως όχημα.
Εν κατακλείδι, η οπαδική βία είναι ζήτημα που έχει ρίζες στον πυρήνα του κράτους. Η οπαδική βία δεν αφορά όλο το οπαδικό κίνημα, αλλά μια στρατευμένη μειονότητά του. Η πολιτική οικονομία του ποδοσφαίρου μπορεί να μας δώσει διαφωτιστικές απαντήσεις αν την ερευνήσουμε εις βάθος.
*Ο Μιχάλης Ταστσόγλου (δρ) διδάσκει στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ