Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ: «Η λογοτεχνία είναι στον αντίποδα των social media»

Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ: «Η λογοτεχνία είναι στον αντίποδα των social media»
«Στη Βουλγαρία η κουλτούρα της σιωπής, σε συνδυασμό με την πατριαρχία, επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες του κομμουνισμού. Κι έτσι πολλά πράγματα δεν συνέβησαν όχι μόνο ιστορικά αλλά και σε προσωπικό επίπεδο», μας λέει ο Βούλγαρος συγγραφέας (φωτογραφία: Έμυ Ντούρου)

Ο σπουδαίος Βούλγαρος συγγραφέας και ποιητής Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ μιλάει για τις ιστορίες που του έλεγε η γιαγιά του, το πρώτο του γραπτό σε ηλικία έξι ετών, τη ζωή του μετά το Booker και τη σημερινή πολιτική κατάσταση στη Βουλγαρία και την Ευρώπη.

Οταν στη Βουλγαρία μπαίνει σε ταξί οι οδηγοί του λένε με ενθουσιασμό: «Εμείς σε διαβάζαμε προτού βραβευτείς». Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ πέρυσι τον Μάιο τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker για το τρίτο μυθιστόρημά του, το «Χρονοκαταφύγιο», μια αλληγορία για το παρελθόν και το παρόν της Βουλγαρίας και της Ευρώπης. Στο βιβλίο ο αφηγητής συναντά τον Γκαουστίν, ένα χρονοταξιδιώτη ο οποίος έχει δημιουργήσει μια κλινική για το παρελθόν. Κάθε όροφος του κτιρίου είναι αφιερωμένος σε μια δεκαετία του περασμένου αιώνα. Στο κτίριο αυτό βρίσκουν καταφύγιο οι πάσχοντες από Αλτσχάιμερ, οι οποίοι μπορούν να μεταφερθούν πίσω στον χρόνο και να μείνουν για πάντα στη δεκαετία που επιθυμούν.

Ο Γκοσποντίνοφ αυτήν τη στιγμή μαζί με την Ολγκα Τοκάρτσουκ και τον Μίρτσεα Καρταρέσκου θεωρούνται οι σπουδαιότερες λογοτεχνικές φωνές της ανατολικής Ευρώπης. Το πρώτο του βιβλίο, το «Φυσικό μυθιστόρημα» (1999), έγινε διεθνές μπεστ σέλερ και μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες, ενώ το δεύτερο, με τίτλο «Περί φυσικής της μελαγχολίας», τιμήθηκε με σημαντικές διακρίσεις, μεταξύ αυτών το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2013). Συναντηθήκαμε στο κέντρο της λιθόστρωτης πλατείας Γεωργίου Κατεχάκη στα Χανιά, όπου βρέθηκε στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων.

Να ξεκινήσουμε από τα παιδικά σας χρόνια; Μεγαλώσατε με τη γιαγιά σας η οποία σας έλεγε ιστορίες.

Οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι και εργάζονταν στην πόλη. Ετσι, όπως τα περισσότερα παιδιά της γενιάς μου, ζούσα στο χωριό με τους παππούδες μου, οι οποίοι ήταν άνθρωποι άλλης εποχής. Η γιαγιά μου έλεγε ιστορίες σαν αυτές που βρίσκουμε στα βιβλία του Μάρκες, χωρίς να έχει καμία γνώση περί μαγικού ρεαλισμού. Στις ιστορίες αυτές ανακάτευε με πολύ φυσικό τρόπο την καθημερινότητα με στοιχεία μαγικά. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Με έπαιρνε μαζί της στο νεκροταφείο του χωριού όπου ήταν θαμμένο ένα παιδί της που έχασε πρόωρα. Θυμάμαι πως περπατούσα ανάμεσα στα μνήματα και προσπαθούσα να διαβάσω τα ονόματα στις ταφόπλακες. Αυτό ήταν το πρώτο μου αλφαβητάρι.

Μεταξύ των ιστοριών που σας έλεγε η γιαγιά σας ήταν κι εκείνη για ένα γείτονα που είχε φτερά.

Πίστεψα πως όντως ίσχυε. Η γιαγιά μου είχε πει σε μένα και τον αδερφό μου την ιστορία για ένα γείτονα που γεννήθηκε με φτερά. Κι εμείς πηγαίναμε κρυφά έξω από το παράθυρό του και τον κοιτούσαμε να βάζει το πουκάμισό του προσπαθώντας να εντοπίσουμε τα φτερά στην πλάτη του.

Την πρώτη φορά που γράψατε ήταν για έναν εφιάλτη σας;

Ηταν ένας εφιάλτης –τον θυμάμαι πολύ καθαρά μέχρι σήμερα– που αφορούσε την οικογένειά μου. Η μητέρα, ο πατέρας και ο αδερφός μου βρίσκονταν στον πάτο ενός πηγαδιού κι εγώ στεκόμουν μόνος έξω από αυτό. Είχα σωθεί μεν αλλά ήμουν πολύ θυμωμένος που με άφησαν μόνο μου. Προσπάθησα να πω την ιστορία στη γιαγιά μου αλλά με σταμάτησε, διότι στην παράδοσή μας υπάρχει η πεποίθηση ότι δεν πρέπει να μιλάς για τους εφιάλτες σου. Ετσι αποφάσισα να τον καταγράψω. Ημουν έξι χρόνων και μόλις είχα μάθει το αλφάβητο, οπότε ήταν το πρώτο μου κείμενο. Και κατά κάποιον τρόπο με έσωσε από αυτό τον φριχτό εφιάλτη.

Αυτός είναι ο λόγος που γράφετε; Για να απαλλαγείτε από τους εφιάλτες σας;

Ναι, αλλά όχι μόνο. Με ενδιαφέρει πολύ να γράφω και για όλα όσα χάνονται. Ολα όσα παίρνει μαζί του ο χρόνος. Πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό να επιβραδύνουμε τον χρόνο. Η μύχια σκέψη μας είναι να επιβραδύνουμε για να περισώσουμε, να φτιάξουμε ένα κουτί που θα περιλαμβάνει όσα πρέπει να σωθούν όταν έρθει η Αποκάλυψη.

Συνδέεται αυτή η σκέψη με την αγάπη σας για μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, τις 3 μ.μ., όπου όπως λέτε δεν συμβαίνει τίποτε;

Οπως εδώ στην Κρήτη, έτσι και στη Βουλγαρία έχουμε μεγάλα σε διάρκεια απογεύματα – θα τα έλεγα βαριά απογεύματα. Κατά τη διάρκειά τους οι άνθρωποι μένουν μόνοι στο δωμάτιό τους. Το να είμαστε μόνοι αυτή την ώρα, στις 3 μ.μ., είναι πολύ σημαντικό για τη σχέση μας με τον εαυτό μας. Κάποια στιγμή θέλω να γράψω ένα μυθιστόρημα για το τι νιώθει ο κόσμος σε διαφορετικά μέρη του κόσμου ακριβώς στις 3 μ.μ.

Πέρυσι την άνοιξη τιμηθήκατε με το Διεθνές Βραβείο Booker για το «Χρονοκαταφύγιο». Τι άλλαξε στη ζωή σας;

Οταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά μου για το βραβείο ήμουν στην Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Και θυμάμαι πόσο χάρηκαν οι Ελληνες αναγνώστες και οι Ελληνες και Βαλκάνιοι συγγραφείς. Υπάρχει ένα είδος υποτίμησης σχετικά με τους Βαλκάνιους συγγραφείς. Νομίζω πως περιμένουν από εμάς κάποιου είδους εξωτικές ιστορίες για πολέμους, βασιλιάδες και εθνικά κινήματα. Ετσι, όταν προτάθηκα θεώρησα πως ήταν σαν ανοιχτή πόρτα για την περιοχή μας. Και φυσικά χάρηκα όταν κέρδισα το βραβείο, κυρίως γιατί το «Χρονοκαταφύγιο» δεν είναι εύκολο βιβλίο. Ηταν πολύ καλή ευκαιρία να φτάσει σε περισσότερο κόσμο. Η χρονιά που ακολούθησε το Booker είχε πολλές συναντήσεις, ήταν γεμάτη και καλή χρονιά.

Ταξιδέψατε πολύ τον τελευταίο χρόνο. Οσα είδατε άλλαξαν την ιδέα σας για τον κόσμο;

Και πριν ταξίδευα αρκετά και πάντα μου άρεσε να μιλάω με ανθρώπους. Αυτό που εντόπισα όμως στα ταξίδια αυτά είναι πως αρκετοί άνθρωποι επιστρέφουν στη λογοτεχνία αναζητώντας απαντήσεις στα ζητήματα που τους απασχολούν. Στο Τζαϊπούρ της Ινδίας οι νέοι ενδιαφέρθηκαν πολύ για το βιβλίο και είχαν ειλικρινή απορία για την εποχή μας που αρχίζουμε να μην την καταλαβαίνουμε. Σκέφτομαι συχνά μια ιστορία που λένε οι Βεδουίνοι. Οταν διασχίζουν την έρημο σταματούν συχνά, ίσως συχνότερα από όσο χρειάζονται. Οταν τους ρωτούν γιατί, απαντούν πως θέλουν να δώσουν χρόνο στην ψυχή τους για να τους φτάσει. Ξεχνάμε συχνά πως η ταχύτητα της ψυχής είναι διαφορετική από αυτήν του σώματος. Η ψυχή χρειάζεται τον χρόνο της, επομένως πρέπει να κάνουμε συχνές στάσεις για να μην απομακρυνθούμε από αυτήν. Νομίζω ότι αυτό το κάνουν κατά βάση η λογοτεχνία και η τέχνη. Βρίσκονται στον αντίποδα της ταχύτητας, όπως είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η λογοτεχνία διαβάζεται με άλλο τρόπο απ’ ό,τι τα social media. Ενα μυθιστόρημα το διαβάζεις οριζόντια, ενώ στο Facebook διαβάζεις κάθετα. Και αυτό έχει μεγάλη διαφορά.

Εχετε πει κατά καιρούς ότι η Βουλγαρία είναι η πιο δυστυχισμένη χώρα. Το πιστεύετε;

Προσπαθώ να κάνω πλάκα με αυτό γιατί όταν ζεις στην πιο δυστυχισμένη χώρα πρέπει κάπως να επιβιώσεις. Ηταν το 2011 όταν ο «Economist» δημοσίευσε ένα άρθρο με αυτό τον τίτλο και αφορούσε την κατάταξη της χώρας στη λίστα των πιο ευτυχισμένων χωρών. Πλέον πάντως δεν είμαστε οι πιο δυστυχισμένοι, δεν ξέρω ποιοι είναι.

Μήπως εμείς;

Λέτε; Πάντως ο λόγος που δεν είμαστε εμείς δεν είναι ότι στη Βουλγαρία είμαστε πιο χαρούμενοι αλλά ότι ο κόσμος είναι συνολικά πιο δυστυχισμένος από παλιά. Αυτό που μετριέται σε αυτή την κατάταξη δεν είναι η πραγματική κατάσταση μιας χώρας αλλά τα συναισθήματα που νιώθουν όσοι ζουν σε αυτή. Οταν νιώθεις δυστυχισμένος δεν έχει σημασία αν υπάρχει ανάπτυξη στην εγχώρια οικονομία. Η δυστυχία είναι ένα συναίσθημα που προσπάθησα να διερευνήσω στο προηγούμενο βιβλίο μου, το «Περί φυσικής της μελαγχολίας», και να εντοπίσω από πού προέρχεται. Το συναίσθημα αυτό συνδέεται με την κουλτούρα της σιωπής, την αδυναμία να μιλήσεις για όσα νιώθεις. Στη Βουλγαρία η κουλτούρα της σιωπής, σε συνδυασμό με την πατριαρχία, επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες του κομμουνισμού. Κι έτσι πολλά πράγματα δεν συνέβησαν ποτέ. Πολλά ήταν εκείνα που δεν συνέβησαν όχι μόνο ιστορικά αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Και αυτά τα δύο συνδέονται. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των κομμουνιστικών χρόνων δεν επιτρεπόταν να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό. Δεν είχαμε διαβατήριο. Σκεφτείτε να μαθαίνετε τι συμβαίνει στο Λονδίνο, το Παρίσι και αλλού αλλά εσείς να είστε υποχρεωμένοι να βρίσκεστε σε ένα μέρος από το οποίο δεν μπορείτε να φύγετε. Το να στερείται κανείς τον κόσμο είναι τραυματικό.

Πώς νιώσατε όταν μπορούσατε πλέον να ταξιδέψετε εκτός Βουλγαρίας;

Θυμάμαι πώς ένιωσα όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο στο εξωτερικό. Δέχτηκα κάθε πρόσκληση για ταξίδι, γιατί για μένα αυτό αποτελούσε τη μεγαλύτερη αξία. Οι γονείς μου και οι παππούδες μου δεν ταξίδεψαν ποτέ. Οταν πλέον μπορούσα να ταξιδέψω το έκανα πολύ περισσότερο από όσο χρειαζόμουν. Κάπως σαν να ισοφάριζα τις απαγορεύσεις τόσων δεκαετιών για όλες τις γενιές που προηγήθηκαν. Οταν ταξιδεύεις σαν να αποζημιώνεσαι για όσα χρόνια δεν μπορούσες να το κάνεις, βιώνεις τον έξω κόσμο με άλλον τρόπο.

Οι όροφοι που υπάρχουν στο «Χρονοκαταφύγιο» λειτουργούν σαν πύλες για μια συγκεκριμένη δεκαετία. Σε ποια πιστεύετε πως θα ήθελε να μείνει η Βουλγαρία;

Η Βουλγαρία είναι ειδική περίπτωση, δεν ξέρει ποια να διαλέξει. Η μια δεκαετία που αναπολεί είναι η όψιμη σοσιαλιστική περίοδος, όπου πιστεύεται πως η ζωή ήταν εύκολη. Η άλλη περίοδος στην οποία θα ήθελε να μείνει είναι η Βουλγαρική Αναγέννηση του 19ου αιώνα, μόνο που αυτή είναι μακρά. Η αναπαράσταση αυτής της περιόδου γίνεται με όρους κιτς εθνικισμού. Αυτό που συμβαίνει πλέον είναι πως οι νοσταλγοί του σοσιαλισμού και οι νοσταλγοί της Αναγέννησης έχουν συσπειρωθεί γύρω από μια ιδέα επιστροφής στο παρελθόν. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Βουλγαρία αλλά σε πολλές χώρες πλέον. Τα φαντάσματα του παρελθόντος επιστρέφουν και οι λαϊκιστές πολιτικοί υπόσχονται επιστροφή σε ένδοξες στιγμές. Ωστόσο ο ιστορικός χρόνος μπορεί να είναι αναστρέψιμος, αλλά ο προσωπικός δεν είναι. Μπορεί δηλαδή κάποια χώρα που έχει δημοκρατία να επιστρέψει σε αυταρχικό καθεστώς, όμως κανείς μας δεν μπορεί να ξαναγίνει είκοσι ετών.

Δηλαδή αυτό που επιδιώκουν όσοι επιζητούν επιστροφή στο παρελθόν είναι η αναβίωση της νιότης τους και όχι επιστροφή σε πρότερη πολιτική κατάσταση;

Ακριβώς. Αδυνατούν να διαχωρίσουν την καλύτερη περίοδο της ζωής τους από την κοινωνική και πολιτική περίοδο στην οποία υπήρξαν νέοι. Είναι απολύτως φυσιολογικό να επιστρέφεις στο προσωπικό σου παρελθόν. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάς πως ήσουν χαρούμενος επειδή ήσουν δώδεκα ετών, όχι επειδή είχες κομμουνιστή ηγέτη. Το να στέλνεις στο παρελθόν ένα ολόκληρο έθνος είναι προπαγάνδα.

Εχετε πει πως αν αλλάζατε τη ζωή σας ίσως να μη γινόσασταν συγγραφέας.

Αν δεν ήμουν συγγραφέας, θα μπορούσα να είμαι κηπουρός και μελισσοκόμος. Εχω γράψει ένα βιβλίο που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στη Βουλγαρία. Ο τίτλος είναι «Ο κηπουρός και ο νεκρός». Ο πατέρας μου πέθανε πριν από μισό χρόνο. Δεν ήταν επαγγελματίας κηπουρός, όμως έφτιαξε έναν κήπο. Παρότι έπασχε από δύσκολη μορφή καρκίνου, κατάφερε να επιβιώσει 17 χρόνια δουλεύοντας τον όμορφο κήπο του. Πέθανε τον Δεκέμβριο. Και τα δέντρα και τα λουλούδια άνθισαν την άνοιξη. Ο,τι φύτεψε προτού πεθάνει συνέχισε να ζει. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία.


INFO
Το μυθιστόρημα «Χρονοκαταφύγιο» του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου

Documento Newsletter