Γιώργος Τρομάρας: «Νιώθω σαν λιοντάρι λαβωμένο στο κλουβί»

Γιώργος Τρομάρας: «Νιώθω σαν λιοντάρι λαβωμένο στο κλουβί»

Το ραντεβού µας είναι στο Tromaras Sports Club στην Παιανία. Μας υποδέχεται µε χαµόγελο. Λίγο αργότερα βγαίνουµε στον δρόµο για τη φωτογράφιση. Μας διακόπτουν δύο περαστικές για να ποζάρουν δίπλα του.

Φωτογραφίες Μιχάλης
Καραγιάννης/Eurokinissi, προσωπικό αρχείο Γ. Τρομάρα

Ο Γιώργος Τροµάρας είναι θρύλος. Όποιος περνά κοντοστέκεται και τον χαιρετά εγκάρδια. «Από τους εκατό που θα περάσουν µε χαιρετάνε οι ενενήντα» λέει. «Κάθε µέρα µου ζητάνε να βγάλουµε µαζί πάνω από είκοσι φωτογραφίες. Χαίροµαι που µε αγαπά τόσο ο κόσµος». Σχολιάζουµε το κρύο εκείνης της µέρας. «Α, δεν καταλαβαίνω τίποτε» λέει και συνεχίζει: «Να φανταστείτε κάνω ντους στην αυλή». Μας λέει ότι σχεδιάζει το καλοκαίρι να περιοδεύσει στην Ελλάδα.

Το επίθετο Τροµάρας είναι το πραγµατικό σας και η µητέρα σας ήταν το γένος Μητροµάρα. ∆ηλαδή, σαν να λέµε ότι γεννηθήκατε για να γίνετε αυτό που γίνατε.

Ακριβώς.

Πώς προέκυψε η αγάπη σας για την πάλη;

Στο χωριό όπου µεγάλωσα, την Αγία Σοφία Τριχωνίδας, ήρθε το 1957 ένας αθλητής, ο ∆ηµήτρης Κωνσταντίνου. Οταν τον είδα είπα: «Παναγιά µου, δώσ’ µου άλλα δύο µάτια για να τον βλέπω». Τόσο εντυπωσιακή ήταν η παράσταση που έδωσε. Αυτός ήταν το κίνητρο για να γίνω αυτό που έγινα.

Υπήρχε στην οικογένειά σας κάποιος ιδιαιτέρως δυνατός;

Ο πατέρας µου ήταν έτσι, γερός άνθρωπος, αλλά δεν είχε ασχοληθεί ποτέ µε τον αθλητισµό. Ο µόνος αθλητής της οικογένειας ήµουν εγώ και τώρα ο γιος µου.

Πότε καταλάβατε τη δύναµή σας;

Στα εννιά µου, όταν σήκωσα ένα γαϊδούρι.

Πότε µπήκατε στα γυµναστήρια;

Το 1959, όταν ήρθαµε στην Αθήνα για καλύτερες µέρες. Μέναµε στο Αιγάλεω. Εγώ τότε δούλευα στη Λιοσίων σε κάποιον Μανωλακάκη και µάθαινα να φτιάχνω µπετούγιες για πόρτες. Ηµουν µαστοράκι καλό παρά το νεαρό της ηλικίας µου. Τότε λοιπόν έφευγα το πρωί από το σπίτι για δουλειά και µαζί µου έπαιρνα το µαγιό και µια πετσέτα και πήγαινα στο γυµναστήριο. Εκεί έκανα ιαπωνική πάλη µε τον αείµνηστο Σταµάτη Χαρισιάδη ο οποίος έβγαλε µια λεγεώνα παλαιστές.

Πού παλεύατε συνήθως;

Στους σινεµάδες, σε γήπεδα και σε κλειστά γήπεδα τον χειµώνα. Συχνά παλεύαµε στο Παναθηναϊκό και στο Γήπεδο Νίκαιας. Ήταν ωραίες εποχές, αναπολώ τις µεγάλες δόξες, όταν µπόρεσα και συναγωνίστηκα µε αρκετούς συναδέλφους που είχαν όνοµα: τον Κώστα Παπαλαζάρου, τον ∆ηµήτρη Καρυστινό, τον Σούλη Τσικρικά, τον Γιώργο Μπουράνη, τον Γιώργο Γκουλιόβα, µεγαθήρια της πάλης όλοι τους. Βγήκα δύο φορές πρωταθλητής Ελλάδος, πρωταθλητής Ευρώπης το 1979 στην επαγγελµατική πάλη και γύρισα πάνω από 35 χώρες παλεύοντας σε διάφορα φεστιβάλ. Σήκωσα αµέτρητες φορές την ελληνική σηµαία. Τελευταίοι µου αγώνες ήταν το 1995-96 στην Τουρκία. Στον ελλαδικό χώρο η επαγγελµατική πάλη πέρασε µεγάλη κρίση. Αυτήν τη στιγµή δεν γίνονται καν αγώνες στην επαγγελµατική πάλη.

Μεταξύ των αντιπάλων σας ήταν και ο γνωστός Σιαγόνας, ο Ρίτσαρντ Κίελ που εµφανίστηκε σε δύο ταινίες του Τζέιµς Μποντ.

Ναι. Αθλητής µεγάλος, θηρίο. Μετά γύρισε ταινίες και έγινε πασίγνωστος. Είχα παλέψει µε πολλούς διάσηµους.

Τον είχατε κερδίσει;

Ήμουν ο µόνος που τον είχε κερδίσει. Είχαµε παλέψει στο Κουβέιτ.

Πώς γνωρίσατε τον Αµίν Νταντά;

Είχα πάει για αγώνες στην Ουγκάντα, όπου έµεινα περίπου 40 µέρες. Τις 30 από αυτές τρώγαµε µαζί. Ο Αµίν Νταντά ήταν λοχίας και πυγµάχος και κάποια στιγµή… καβάλησε την εξουσία και έγινε δικτάτορας. Ξέρω ότι στη χώρα του έκανε φριχτά πράγµατα. Σε µας, τους φιλοξενούµενους αθλητές, φέρθηκε άψογα.

Πού συναντήσατε το πιο δύσκολο κοινό;

Στον Λίβανο. ∆ιψούσανε για αίµα. Είχα πάει πολλές φορές στον Λίβανο, γέµιζαν τα γήπεδα. Μια φορά είπα: «Φοβάµαι να παίξω». Ηταν και η τελευταία φορά που πήγα. Ζήτησα να µαζέψουν τα όπλα στην είσοδο αλλιώς δεν θα πάλευα. Μαζέψανε τρεις χιλιάδες εξακόσια όπλα. Είχε έρθει ο αρχηγός κάθε συνοικίας. Μας πήρανε µε δύο REO µε πολυβόλα και συνοδεία ενός αµερικανικού αυτοκινήτου. Ετσι γλίτωσα, θα µε σκότωναν εκεί.

Ασχοληθήκατε πολύ και µε το κατς.

Ναι, να πω ότι το κατς που παίζαµε εµείς δεν έχει σχέση µε το αµερικανικό wrestling. Εκεί το παίζουν πιο πολύ σαν θέατρο. Εκείνοι βάδιζαν σε ένα σενάριο και να ’χουµε να λέµε. Εδώ έπεφτε κεφαλιά και ακουγόταν απάνω στην κερκίδα.

Πώς προέκυψε τότε το σύνθηµα «Κατς, απάτη, όλα σικέ»;

Ασ’ τα αυτά. Αυτά τα έβγαλαν άλλοι παράγοντες που είχαν συµφέροντα µε το ποδόσφαιρο για να αφήσουν στην άκρη την πάλη. Γιατί σε µας τους παλαιστές δεν ήρθε ποτέ ένας εφοπλιστής; Πήγαιναν εκεί που βάζανε κάτι εκατοµµύρια και έπαιρναν τσουβάλια. Και σ’ εµάς έρχονταν άνθρωποι που είχαν σχέσεις µε τη νύχτα, πιο πολύ για προστασία. Ανεξαρτήτως αν τα παιδιά δεν πήγαιναν.

Πώς αντιµετωπίσατε την κρίση στην πάλη;

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήµουν µε µια τσάντα στο χέρι και ταξίδευα στο εξωτερικό. Είχα προτάσεις να µείνω σε άλλες χώρες, να παλεύω και να βγάζω παλαιστές ως προπονητής. Η αγάπη µου για τον τόπο εδώ πέρα όµως δεν µε άφηνε να κάτσω πουθενά. Ήθελα τη νοοτροπία τη δική µας. Φυσικά δεν το έχω µετανιώσει παρότι πέρασαν τα χρόνια. Μετά έκανα άλλη καριέρα, σαν µασίστας. ∆έχτηκα πολλές προτάσεις να δουλέψω σε µαγαζιά δίπλα σε λεφτάδες, εφοπλιστές κ.ά. ∆εν ήθελα όµως. Ήθελα ό,τι έκανα να είναι γύρω από τον αθλητισµό, αυτό που αγάπησα ήταν το καναβάτσο.

Πόσες φορές έχετε γυρίσει την Ελλάδα;

Πάνω από δέκα. Έφτιαξα µια αρένα και έκανα περιοδεία στο πανελλήνιο, από το πιο νότιο σηµείο της Ελλάδος µέχρι απάνω, το Ορµένιο, έχω περάσει, πέρα από τα γήπεδα όπου πάλευα. Έχω κάνει φίλους σε όλο τον κόσµο και είµαι περήφανος. Στο τελευταίο χωριό να βρεθώ, µπορούν να µε φιλοξενήσουν τουλάχιστον για δέκα µέρες. Είναι µεγάλη υπόθεση και µεγάλη τιµή.

Τι παρουσιάζατε στις περιοδείες;

Σήκωνα βαρέλια και τραβούσα αυτοκίνητα µε τα δόντια, σήκωνα άτοµα απάνω µου και στο τέλος έσκιζα έναν τηλεφωνικό κατάλογο, µε χτυπούσαν µε σίδερα, έσπαγα πέτρες µε το κεφάλι. Και µέσα από το πρόγραµµα πέρναγα το µήνυµα «µακριά από ναρκωτικά».

∆εν ήταν πολύ επικίνδυνα όλα αυτά;

Ήταν επικίνδυνα, όµως αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα. Ήθελα απ’ όπου περνάω να αφήνω την ταυτότητά µου, να λένε: «Από δω πέρασε ο Τροµάρας». Πέρασα πάρα πολύ καλά, έκανα φίλους αµέτρητους. Αυτό µου έµεινε γιατί ενώ λεφτά πέρασαν πολλά, δεν τα κράτησα. Όπου έβλεπα αδυναµία έβαζα το χέρι στην τσέπη δίχως να σκέφτοµαι τον εαυτό µου. Ήξερα από φτώχεια και καταλάβαινα και καταλαβαίνω.

Πόσα κιλά µπορείτε να σηκώσετε;

Εξαρτάται από τα κιλά. Έχω σηκώσει και τρεις τόνους πάνω µου, δηλαδή δύο βαρέλια νερό και τριάντα άτοµα. Πριν από οκτώ χρόνια πέρασε ολόκληρο φορτηγό από πάνω µου. Παραλίγο τότε να µείνω παράλυτος.

Γιατί;

Σε αυτό το σόου έπρεπε να ανέβει πάνω µου το αυτοκίνητο και να κατέβει σιγά σιγά. Ο οδηγός όµως φοβήθηκε, µε αποτέλεσµα να σβήσει η µηχανή όσο το όχηµα βρισκόταν πάνω µου. Μέχρι να βάλει µπρος έπαθα µεγάλη ζηµιά. Γλίτωσα από του χάρου τα δόντια. Θέλω να πιστεύω ότι µε προστάτευσε µια ανώτερη δύναµη. ∆εν ξέρω αν όντως υπάρχει, έχω την ανάγκη να πιστεύω ότι υπάρχει.

Ισχύει ότι κάποτε µεγάλη ασφαλιστική εταιρεία αρνήθηκε να σας ασφαλίσει;

Ναι. Ο διευθυντής της µου είχε πει: «Θα ήταν τιµή και χαρά να σας έχουµε πελάτη, αλλά δεν γίνεται γιατί κάνετε επικίνδυνα πράγµατα». Και του απάντησα: «∆ηλαδή τι; Μόνο ψιλικατζήδες ασφαλίζετε;».

Πώς είναι η ζωή σας τώρα;

Παραµένω ενεργός, γυµνάζοµαι κάθε µέρα. Όμως από τότε που µου έκοψαν την άδεια να µπαίνω στα σχολεία δεν νιώθω πολύ καλά.

Τι κάνατε στα σχολεία;

Από το 1990-91 και µέχρι πριν από δύο χρόνια παρουσίαζα στην πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια εκπαίδευση ένα πρόγραµµα. Και ήταν αξιόλογο, δεν το λέω εγώ αλλά οι µαθητές που έγραψαν τις εντυπώσεις τους σε τετράδια που έχω κρατήσει. Ακόµη και σήµερα µε σταµατάνε άνθρωποι που είναι 35-40 χρόνων και µου λένε: «Είχες έρθει στον τόπο µας». Με βρίσκουν στον δρόµο και µε αγκαλιάζουν και µε φιλάνε. Συνάντησα ανθρώπους από τα ∆ωδεκάνησα που µου είπαν: «Αθλητές δεν γίναµε αλλά γίναµε γυµναστές, δάσκαλοι». Αυτό για µένα είναι µια αµοιβή. Εδώ και δύο χρόνια µου έκοψαν την άδεια, µε έχουν παροπλίσει. Νιώθω σαν λιοντάρι λαβωµένο στο κλουβί. ∆εν ξέρω γιατί µου έκοψαν την άδεια.

Τι πιστεύετε ότι µπορεί να έχει συµβεί;

Καµιά φορά όταν µιλάς για κάποια πράγµατα παρεξηγείσαι. Εγώ είµαι Έλληνας, δεν πιστεύω ούτε στον ένα ούτε στον άλλο και πουθενά, αγαπάω και πιστεύω στην Ελλάδα. Όταν σηκώνεις την ελληνική σηµαία σε ένα στάδιο και ακούς ότι είσαι ακροδεξιός στεναχωριέσαι.

Φαντάζοµαι ότι δεν έχετε πρόβληµα µε τους πρόσφυγες.

Τι πρόβληµα να έχω; Ενας λαός που µετακινείται πάει για κάτι καλύτερο. Ας πρόσεχαν αυτοί που αναγκάζουν τον κόσµο να υποφέρει και να φεύγει από τα σπίτια του. Γιατί άµα πέρναγαν καλά, θα διακινδύνευαν να περάσουν το Αιγαίο µε τα παιδιά τους µέσα σε πλαστικές βάρκες και να πνιγούν; Σκέψου να γίνει κάτι εδώ στην Ελλάδα, δεν θα σηκωθούµε να φύγουµε για να σωθούµε; Εγώ δεν τα έχω µε κανέναν, τα έχω µε τον εαυτό µου. Θα µπορούσα να είχα προσέξει τον εαυτό µου περισσότερο. ∆εν κλαίγοµαι, είµαι περήφανος άνθρωπος. Έχω υγεία, έχω να φάω και να κοιµηθώ. Άλλοι κοιµούνται στον δρόµο. Ωστόσο, επειδή έχω προσφέρει επί 59 χρόνια στην πάλη και επειδή είµαι φορολογούµενος πολίτης, θα ήθελα να µε έχει αγκαλιάσει η πολιτεία και να µπορούσα να παίρνω µία σύνταξη.

Ο γιος σας είναι επίσης αθλητής.

Ο Κώστας είναι αθλητής του δυναµικού τριάθλου µε βάρη. Ελαβε µέρος το 2016 στη Ρωσία και βγήκε παγκόσµιος πρωταθλητής. Είµαι περήφανος γιατί είναι από τα πολύ δυνατά και από τα καλύτερα παιδιά. Είναι η ζωή µου, η συνέχειά µου. Καµιά φορά µε ρωτάνε: «Ποιο είναι το πιο δυνατό επίτευγµά σου;». Και λέω: «Ο γιος µου, όλα τα άλλα είναι παροδικά». 

Ακολουθούν φωτογραφίες από την καριέρα του Γιώργου Τρομάρα:















Ετικέτες

Documento Newsletter