Γιώργος Μεράντζας: «Ο ήχος είναι το αποτύπωµα της ζωής ενός τόπου»

Γιώργος Μεράντζας: «Ο ήχος είναι το αποτύπωµα της ζωής ενός τόπου»
Γιώργος Μεράντζας (EUROKINISSI)

Οι αναµνήσεις του τραγουδιστή, η Ηπειρος των βουνών, η Αριστερά και η ευαισθησία µιας σκληρής περιοχής

Φωτογραφία Βασίλης Ρεµπάπης/Eurokinissi

Η γενιά µου είχε πωρωθεί µε την ερµηνεία του στη «∆ίκοπη ζωή» του Θάνου Μικρούτσικου και του Μάνου Ελευθερίου και αργότερα εκτίµησε το προσωπικό του ήθος, καθώς ο Γιώργος Μεράντζας δεν επιδίωξε ποτέ να εξαργυρώσει ούτε την αντιδικτατορική δράση του ούτε την καλλιτεχνική διαδροµή του µε Μικρούτσικο, Λοΐζο, Λεοντή, Ξυλούρη κ.ά. στις εξεγερσιακές µέρες του ’70, τότε που τα στάδια γέµιζαν. Συνεχίζει στη ρότα που του επιτάσσουν οι ιδέες του, βαθιά ριζωµένες στην ανθρωπιστική Αριστερά, αποφεύγοντας τις κραυγές και τους ψιθύρους. Οταν βρεθήκαµε στα γραφεία της εφηµερίδας, αυτό που µου έκανε εντύπωση ήταν ο γνήσιος ηπειρώτικος τρόπος που µιλάει: δωρικός, ελλειπτικός, πυκνός, ευαίσθητος. «Οταν κάποιος βρίσκεται στην Αθήνα αλλά κατάγεται από την Κρήτη, από την Ηπειρο, από τον Πόντο και δεν αναγνωρίζεις κάτι στη λαλιά του, να ξέρεις ότι έχει ευνουχιστεί». Και κάπως έτσι ξεκινά η αφήγησή του για τη σχέση του µε την ιδιαίτερη πατρίδα του.

Το λίκνο του πατέρα στα Τζουµέρκα

Κατάγοµαι από ένα ορεινό χωριό των Ιωαννίνων, τα Πράµαντα. Εκεί γεννήθηκα, εκεί µεγάλωσα. Περπατούσα 34 χιλιόµετρα κάθε µέρα για να πηγαίνω στο γυµνάσιο και το λύκειο που ήταν σε ένα διπλανό χωριό, στα Αγναντα. Γεννήθηκα το 1950 και ο Εµφύλιος στα βουνά δεν είχε ακόµη τελειώσει. Είχε φύγει από τον τόπο µου πολύς κόσµος γιατί φοβόταν και κατέβηκε στην Αρτα. Φοβόταν ο κόσµος στα βουνά και δεν είχε οριστικοποιηθεί ο γυρισµός αυτών που ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οπότε µέχρι το 1954-55 επιστρέφανε σιγά σιγά. Στην πραγµατικότητα στα µέρη µου ο εµφύλιος κράτησε µέχρι το 1955. Τον πατέρα µου, που ασχολιόταν µε τα κοινά, κάποια στιγµή τον πήρανε παράµερα µε κάποιο πρόσχηµα και τον ρίξανε σε έναν γκρεµό για να τον ξεκάνουνε. Σκάλωσε όµως σε ένα δέντρο το σακάκι του και έτσι σώθηκε. Αυτή ήταν η κατάσταση στην περιοχή.

Μερικές οικογένειες (φατρίες) για πολλά χρόνια µετά τον εµφύλιο έκαναν κουµάντο στον τόπο. Θυµάµαι που όταν µεγάλωσα και πολιτικοποιήθηκα η µητέρα µου µου είπε: «Παιδί µου, πρόσεχε. Εγώ είµαι στιγµατισµένη». Κι αυτό το είπε γιατί ένας µπάρµπας µου, περιφερειακός διοικητής του ΕΛΑΣ, ο Τζαχρήστας, σκοτώθηκε από αυτές τις φατρίες. Ενας πολύ αξιόλογος άνθρωπος, πάρα πολύ ευγενικός και διαβασµένος. Του στήσανε καρτέρι στα 1.950 µέτρα υψόµετρο και τον κάνανε δώδεκα κοµµάτια. Η µητέρα µου, που ήταν τότε κοριτσάκι, µαζί µε τη γιαγιά µου πήγανε και τον φέρανε στο χωριό, φορτωµένο σε ένα τσουβάλι. Φοβερά πράγµατα.

Ο τόπος µου µε έχει ορίσει όπως κάθε τόπος ορίζει τους ανθρώπους του. Θέλω να σου πω ένα παράδειγµα: η Ηπειρος χωρίζεται από τη Μακεδονία µε µια οροσειρά. Από την εδώ µεριά σε ένα τετραγωνικό µέτρο πάνω σε έναν βράχο κάποιος χορεύει τρία λεπτά έναν αργό ηπειρώτικο χορό, µε το κλαρίνο του µπαρµπα-Τάσου Χαλκιά, σαν να είναι ο τελευταίος του. Και δεν θέλει τίποτε άλλο. Και δίπλα, που αρχίζει η Μακεδονία, ο ήχος είναι τελείως διαφορετικός, µε τα χάλκινα, τους ζουρνάδες και τα ταµπούρλα. Ο ήχος στην πραγµατικότητα είναι το αποτύπωµα της ζωής ενός τόπου. Τελείως άλλο άκουσµα, άλλη συµπεριφορά και άλλος ήχος. ∆εν µπορεί λοιπόν να µη σε χαρακτηρίζει ένας τόπος µε βάση τα ποτάµια, τα βουνά και τις λίµνες του. ∆ιαµορφώνει έναν άλλο τρόπο ζωής.

Ενας ξωµερίτης βασιλιάς σε άγονο τόπο

Οπως λέει η παράδοση, ο βασιλιάς των Βοιωτών Αθάµας εξορίστηκε από τον τόπο του υπακούοντας στον χρησµό που τον πρόσταζε να πορευτεί πολύ µακριά και να σταµατήσει στο πιο άγονο µέρος που θα βρει. Ετσι ο Αθάµας έφτασε στα άγονα και πέτρινα µέρη µου και αυτά τα βουνά ονοµάστηκαν στην πορεία Αθαµανικά Ορη ή Τζουµέρκα, από το όνοµά του, και µάζεψε τους ντόπιους και έκανε την κοινωνία των Αθαµανών. Είναι ένας κόσµος εσωστρεφής, σκληρός µε τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και ευαίσθητος, που εκφράζει την ευαισθησία του µε λιτά µέσα.

Ο πατέρας µου ήταν χτίστης της πέτρας. Είχε µια κοµπανία και κάθε καλοκαίρι µε έπαιρνε µαζί του για να βγάζω τα έξοδα του σχολείου. Κάποια στιγµή, όπως ξεφορτώναµε τα ζώα, πέφτει µια πέτρα πάνω στο πόδι µου και µου διέλυσε το δάχτυλο. Με βλέπει ο πατέρας µου, βγάζει τον σουγιά και κόβει το µπροστινό µέρος της γαλότσας. Εριξε λίγο καπνό πάνω από τσιγάρο και µου είπε το φοβερό: «Παιδί µου, µη φοβάσαι, κάνε κουράγιο, µπαίνει η τέχνη µέσα». Τη γαλότσα την έβγαλα ύστερα από µία εβδοµάδα. ∆εν ήταν σκληρός µόνο µ’ εµένα. Το ίδιο και περισσότερο σκληρός ήταν µε τον εαυτό του.

Αυτή την ευαισθησία πώς να την καταγράψει ο ξένος που περνάει, φωτογραφίζει και φεύγει; Με την ταχύτητα που περνά το ελικόπτερο τι συναισθήµατα να καταγράψει; Ευαισθησίες συγκλονιστικές. Ακόµη κι αυτό που κάποιοι νιώθουν άβολα για το ότι οι γυναίκες πηγαίνανε πεζές µπροστά φορτωµένες και οι πατεράδες ακολουθούσανε πάνω στα µουλάρια δεν δείχνει πάντα την πραγµατικότητα. Η οπτική που βλέπουµε τα πράγµατα µαθηµένοι από τον δικό µας τρόπο που ερµηνεύουµε τα φαινόµενα δεν είναι απαραίτητα η σωστή.

Θυµάµαι κάποια φορά ήρθε ο πατέρας µου από τη Θεσσαλία για δύο µέρες να δει τη µητέρα µου. Ηµασταν στο διπλανό χωριό και όταν τελειώσαµε τις δουλειές είπε ο πατέρας µου στη µάνα µου, που ήταν πολύ ταλαιπωρηµένη: «Ανέβα, Χαρίκλεια, στο µουλάρι να γυρίσουµε στο σπίτι». Και του λέει η µάνα µου: «Τι είπες, Χρήστο; Ερχεται για πέντε, δέκα µέρες ο άντρας µου τον χρόνο και να µπω εγώ καβάλα; Ετσι θα τον τιµήσω; Τέτοια ντροπή;». Η κοινωνία µας στα βουνά ήταν µητριαρχική. Ο άντρας έκανε κουµάντο, αλλά το βράδυ θα τ’ αποφάσιζε όλα η γυναίκα. Ο άντρας είναι το κεφάλι, η γυναίκα είναι ο λαιµός.

Μεγάλωσα µε τους ήχους του τόπου µου. Στο χωριό µπορεί να µην είναι όλοι καλλίφωνοι, αλλά τραγουδούν όλοι σωστά, γιατί το τραγούδι είναι συντροφιά, διώχνει τον φόβο, απλώνει τα όνειρα. Οταν ήρθα στην Αθήνα και αργότερα µπήκα στο τραγούδι, είχα δώσει µια συνέντευξη το 1976 και έλεγα ότι στην Αθήνα γνώρισα τους φάλτσους, γιατί ο κόσµος εδώ έχει µάθει να έχει τα εργαλεία του για να λύνει τα προβλήµατα. Ετσι όπως καλεί τους διάφορους µαστόρους να του λύσουν τα προβλήµατα, καλεί και τον τραγουδιστή.

«Πλέον ο δηµοσιογράφος είναι εργολάβος και εκτελεί συγκεκριµένες εντολές»

Εσείς κατεβήκατε στην Αθήνα το 1968 για να δώσετε εξετάσεις στην Ιατρική.

Ναι, και κόπηκα για δυο µονάδες. Ακριβώς οκτώ µήνες από τον ερχοµό µου στην Αθήνα οργανώθηκα στον παράνοµο Ρήγα Φεραίο. ∆εν ήταν εύκολο τότε. Σήµερα τα βλέπουµε εύκολα, αλλά δεν ήταν.

Συµµετείχατε και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Ηµουν στην περιφρούρηση. Εως σήµερα κάποιοι λένε ότι δεν υπήρχαν νεκροί· εµείς ξέρουµε πόσους µεταφέραµε στα νοσοκοµεία. Και ποιοι τα υποστηρίζουν αυτά σήµερα; Είναι οι ίδιοι που διεκδικούν να ορίσουν τη ζωή µας, αυτοί που µας χρεώνουν τις προσωπικές τους ανεπάρκειες, για να µην πω τα εγκλήµατά τους. Χρωστούν τα δύο κόµµατα, Ν∆ και ΠΑΣΟΚ, περί τα 500 εκατοµµύρια που θα πληρώσουµε εµείς και διεκδικούν ακόµη την ψήφο µας; Ο πολίτης χρωστάει 10.000 και του παίρνουν το σπίτι. Μη µου εξηγείς πώς και τι. ∆εν µε νοιάζει. Αυτός που πάει φυλακή, του παίρνεις το σπίτι και χάνει τη ζωή του έχει κι αυτός απαντήσεις. Αλλά δεν τον άκουσε κανείς. Πώς τολµάς λοιπόν να µου ζητάς την ψήφο; Εχουµε συνηθίσει τον βιασµό.

Μάλλον τα ΜΜΕ µας έχουν κάνει να συνηθίσουµε τον βιασµό.

Εζησα την εποχή που οι δηµοσιογράφοι διακινδύνευαν τη δουλειά τους, όχι ότι ντε και καλά ήταν επαναστάτες, όµως δεν πουλάγανε την ψυχή τους, δεν ήταν εργολάβοι του επιχειρηµατία. Πλέον ο δηµοσιογράφος είναι εργολάβος και εκτελεί συγκεκριµένες εντολές. Πώς αντέχουν να κάνουν σαν να µη συµβαίνει τίποτε; Κουβεντιάζουµε µε µια ατζέντα που οι λέξεις, η ορολογία, τα επιχειρήµατα έχουν συγκεκριµένο στόχο και δεδοµένο πλαίσιο. Ενώ η αλήθεια βρίσκεται έξω από αυτό. Μετρηµένοι στα δάχτυλα είναι αυτοί που αντέχουν ακόµη.

Και η Αριστερά πώς απαντά σε αυτό;

Η Αριστερά, κοµµουνιστική και µη, έχει τα δικά της προβλήµατα. Οταν δεν µιλάς καµία γλώσσα που να είναι κατανοητή στον πολύ κόσµο, ποιον ενδιαφέρει αυτό; Μικρά και µεγάλα κοµµάτια της Αριστεράς –µέσα σ’ αυτήν κι εγώ– µοιάζουν να µιλάνε από άµβωνος. Σαν να δίνουµε εξετάσεις ιδεολογικές. Θα πρέπει να πείθεις κόσµο γι’ αυτό που λες. Και µη µου πεις ότι είναι όλοι χαζοί. Βεβαίως ξέρουµε ότι ένα µεγάλο κοµµάτι του συνόλου το σύστηµα το έχει στην τσέπη του. Υπάρχει ένα µικρό ποσοστό που είναι πρωτοπορία και συχνά λοιδορείται. Κάποιες στιγµές της Ιστορίας, επειδή το σύστηµα έχει αποτύχει πλήρως και δεν πείθει κανέναν, ένα µεγάλο κοµµάτι από αυτούς συµπορεύεται µε την πρωτοπορία και έτσι έχουµε σηµαντικές εξελίξεις όπως η Γαλλική Επανάσταση, η Οκτωβριανή Επανάσταση κ.ά. Αυτό είναι όλο. Και µετά ξαναγυρνάνε στα καβούκια τους. Ολοι έχουµε ευθύνη για την κατάντια µας. Αλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. ∆ες, ας πούµε, τι γίνεται µε την ΑΕΠΙ. Σήµερα φωνάζουν περισσότερο αυτοί που κάποτε έπαιρναν µισθό από την ΑΕΠΙ.

∆εν µπορούµε να µένουµε σε στερεότυπα, γιατί η λύση, κατά τη γνώµη µου, είναι στη σύνθεση, όπως και στη µουσική, για να έχουµε µια ωραία µελωδία. ∆εν µπορείς να αλλάξεις την κοινωνία αν δεν αγαπάς τον κόσµο, αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου. Και αυτό είναι µια εσωτερική διαδικασία δύσκολη, γιατί ο καθένας τραβάει τον δρόµο του και νοµίζει ότι έχει αυτός το δίκιο. Μου είχε πει πριν από δύο χρόνια ένας φίλος µου: «∆εν αντέχω, Μεράντζα, τις αµφισβητήσεις σου και τις συνεχείς αναζητήσεις σου. Εγώ ψηφίζω ΚΚΕ και κοιµάµαι ήσυχος».

INFO

Ο Γιώργος Μεράντζας μαζί με τους Dasho Kourti, Δημήτρη Σίντο και Μανώλη Πάππου θα συνεχίσουν τη μουσική παράσταση “Ολα είναι εδώ” στην μπουάτ Απανεμιά (Μνησικλέους & Θόλου 4, Πλάκα) κάθε Κυριακή από τις 6 Ιανουαρίου.

Documento Newsletter