Ο τραγουδιστής Γιώργος Μεράντζας επανέρχεται δισκογραφικά με το άλμπουμ «Κόσμε που να σε γυρίσω…» και μιλάει στο Docville και την Αφροδίτη Ερμίδη για όσα τον –και μας– απασχολούν.
Σαράντα έξι χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη δισκογραφική εµφάνιση του Γιώργου Μεράντζα και δέκα από την τελευταία του. Μπορεί η πορεία του να είχε διακυµάνσεις αλλά όπως αποδεικνύεται πάντα στις κατά καιρούς ζωντανές εµφανίσεις του εµείς, το κοινό, δεν παύουµε ποτέ να τον αναζητάµε. Ο Γιώργος Μεράντζας επανέρχεται λοιπόν δισκογραφικά για έναν άκρως σηµαντικό λόγο: έχει κάτι να πει. Παραµένοντας πάντα ενεργός πολίτης, δεν µένει αδιάφορος µπροστά στη δυστοπική κοινωνικοπολιτική κατάσταση που διαµορφώνεται γύρω µας.
Με τη µουσική του παρέα (Τάσος Γκρους, Παντελής Θαλασσινός, Ντάσο Κούρτι, ∆ηµήτρης Σίντος, Γιώργος Καζαντζής, ∆ηµήτρης Μπάκουλης και Μανώλης Πάππος) επένδυσαν µουσικά τα λόγια του Βαγγέλη Βελώνια και την ποίηση των Κώστα Βάρναλη, Φώτη Αγγουλέ και ∆ηµήτρη Λέντζου και το αποτέλεσµα είναι ο δίσκος «Κόσµε που να σε γυρίσω…».
Θα ήθελα να µάθω πώς αποφασίσατε δέκα χρόνια µετά το τελευταίο σας άλµπουµ να επιστρέψετε στη δισκογραφία. Ποια είναι η ιστορία πίσω από τον δίσκο «Κόσµε που να σε γυρίσω…»;
Πριν από δύο χρόνια, µια µέρα που ήµασταν σπίτι του, o φίλος και εξαιρετικός µουσικός ∆ηµήτρης Σίντος µου είπε: «Υστερα από τόσα χρόνια που γνωριζόµαστε µε έβαλες σε µια ρότα να αντιλαµβάνοµαι διαφορετικά την ποίηση. Τις δύο τελευταίες εβδοµάδες έκατσα και µελοποίησα ένα ποίηµα του Κώστα Βάρναλη που µου άρεσε πολύ και θα ήθελα να το πεις εσύ». Ηταν ο «Οχτώβρης 1935». Τότε σκέφτηκα ότι αυτό θα είναι το πρώτο τραγούδι του δίσκου µου. Μέσα στα επόµενα δύο χρόνια δουλέψαµε για να επιλέξουµε τα τραγούδια και –το κυριότερο– την ηχητική νοοτροπία του δίσκου. Και λέω «εµείς» γιατί είµαστε µια παρέα, επτά άνθρωποι που γνωριζόµαστε πάνω από δέκα χρόνια και παίζω µόνο µε αυτούς. ∆εν θα πω επαγγελµατικά, καθώς είµαι ερασιτέχνης από τότε που ξαναγύρισα στο τραγούδι. Παίζω µόνο για ψυχοθεραπεία. Και παίζω ό,τι έχει νόηµα για µένα.
Ακούγοντας κάποιος τον δίσκο, από τα πρώτα στοιχεία που προσλαµβάνει είναι η αίσθηση του χειροποίητου και του αφτιασίδωτου.
Αυτό ισχύει. Αποφασίσαµε η ηχογράφηση να γίνει στο ξενοδοχείο που έχω στα Πράµαντα, στα Τζουµέρκα. Κάναµε µετρήσεις στον χώρο του σαλονιού˙ ήταν πολύ καλός για να γράψουµε. Πλέον οι περισσότερες ηχογραφήσεις δεν γίνονται ζωντανά. ∆ηλαδή δεν καθόµαστε έξι επτά άτοµα για να παίξουµε όπως σε µια παράσταση. Παίζουν ένας δύο ξεχωριστά µε έναν µετρονόµο και βγαίνει τελικά ένα πολύ ψυχρό πράγµα, χάνονται του κόσµου οι µαγείες. ∆εν µπορείς να φανταστείς τι συµβαίνει όταν παίζουν τόσοι µουσικοί µαζί και ένας τραγουδάει. Όταν ξεκίνησε η δισκογραφία έτσι έγραφαν και µε πενιχρά µέσα. Αυτό είναι σαφώς πιο δύσκολο. ∆εν µπορούσες να κανείς playback.
Διαβάστε επίσης: Θανάσης Γκαϊφύλλιας: «Είμαστε το γαλατικό χωριό της Θράκης»
Στην πορεία που µας δόθηκε η τεχνολογία την ξετεντώσαµε. ∆ιορθώνουµε τα λά-θη, κάνουµε ό,τι γουστάρουµε στη φωνή, στα όργανα. Αλλά γιατί να είναι καλό αυτό; Πιο ψυχρό είναι. Εµείς αποφασίσαµε σε αυτό τον δίσκο η φωνή µου να ακούγεται σαν να σ’ τα λέω πρόσωπο µε πρόσωπο. Μια παρέα που θα µπει να γράψει πρέπει να είναι προετοιµασµένη. ∆εν είναι ξέµπαρκοι που θα τους πεις «πάρε την παρτιτούρα και παίξε». Τελικά γράψαµε µέσα σε οκτώ ηµέρες. Ξυπνάγαµε στις δέκα, παίρναµε πρωινό, κάναµε µια βόλτα στη φύση, ηχογραφούσαµε µέχρι το µεσηµέρι, κάναµε ένα µικρό διάλειµµα και συνεχίζαµε µέχρι τις τέσσερις το πρωί µε το τζάκι αναµµένο.
Είναι λοιπόν µια παρεΐστικη δουλειά φτιαγµένη µε αγάπη.
Εγώ παίζω και µου έρχεται να κάνω κάτι που δεν το είχαµε συµφωνήσει. Την ώρα εκείνη σκέφτοµαι µήπως ενοχλήσω κάποιον συνάδερφο που τον αγαπώ, να µην καλύψω κάποιον. Για να σου δώσω ένα παράδειγµα: στο τραγούδι «Μπάντες παιανίζουνε» δεν ήταν στο σχέδιο να υπάρχει κλασική κιθάρα στην αρχή. Εκείνη τη µέρα έβρεχε και έτσι όπως έπεφτε η βροχή στα τζάµια, η Εύα Ατµατζίδου µας λέει: «Αφήστε µου δυο τρία µέτρα». Αυτά συµβαίνουν στις ζωντανές ηχογραφήσεις. Εκείνη τη στιγµή υπάρχει δηµιουργία, δεν είναι εκτέλεση στην παρτιτούρα. Ο ένας νοιάζεται για τον άλλο, όχι για τον εαυτό του.
Τον δίσκο σας τον αφιερώνετε σε µια µητέρα που έγινε, όπως λέτε, η «µητέρα όλων µας», τη Μάγδα Φύσσα.
Πριν από δύο χρόνια στην Πετρούπολη η Κατιούσα έκανε µια εκδήλωση για τον φασισµό και µου είχαν πει ότι µπορεί να έρθει η κ. Φύσσα. Είµαι στη σκηνή και λέω: «Σήµερα εάν έχει έρθει, έχω ορκιστεί στη γυναίκα µου και στα παιδιά µου ότι θα τη φιλήσω». Και ακούω: «Εδώ είµαι, Γιώργο». Κατέβηκα, αγκαλιαστήκαµε. Της είπα: «Είσαι η µητέρα µου». Μου απάντησε πως η ίδια δεν έκανε τίποτε, απλώς δεν άφησε τη φωτιά να σβήσει. Είναι µια γυναίκα τόσο σεµνή, σοβαρή, συνειδητοποιηµένη. Πού αλλού να αφιέρωνα τον δίσκο;
Νιώθω ότι κάθε τραγούδι είναι µπολιασµένο µε πολλή δουλειά και ακόµη περισσότερες προσωπικές αγωνίες.
Ισχύει. Ας πούµε για το «Μπάντες παιανίζουνε» κάναµε µε τον Βαγγέλη Βελώνια έξι ολόκληρους µήνες αυτοκριτική µέχρι να καταλήξουµε στους στίχους. Έγραψε τον «Απολογισµό» αντλώντας έµπνευση από το πώς κρατήθηκα στη ζωή και δεν κάηκα εκείνα τα φοβερά χρόνια της µεταπολίτευσης. Οπως γράφει, από τρία πράγµατα σώθηκα: από την αγάπη, από τους φίλους και από το ότι «έπαιρνα το µέρος των τυφλών», υποστήριζα πάντα το δίκιο. Ο «Πρόσφυγας» είναι γραµµένος για τον φίλο µας µουσικό Ντάσο Κούρτι. Στο τέλος το τραγούδι λέει: «Πιάσε, µικρέ, τ’ ακορντεόν/ γι’ ακόµα ένα τραγούδι/ ας τραγουδήσουµε λοιπόν/ κι όταν εγώ θα είµ’ απών/ να το ’χεις γι’ αγγελούδι». ∆εν µπορείς να γράψεις χωρίς συναισθηµατισµό για την προσφυγιά.
Το τραγούδι «Απ’ το Στρόµπολι» είναι αφιερωµένο στον Θάνο Μικρούτσικο, την απώλεια του οποίου όλοι βιώνουµε έντονα έναν χρόνο µετά.
Το βράδυ που έφυγε ο Θάνος ήµουν στα Τζουµέρκα. Όταν µε ειδοποίησαν ξεκίνησα µέσα σε χιονοθύελλα και µέσα σε µια µέρα πήγα στην κηδεία του και γύρισα. Μέχρι να φτάσουµε µε τον Βαγγέλη είχαµε γράψει τα λόγια και σκεφτόµασταν σε ποιον να το δώσουµε. Ο Θάνος εκτιµούσε πολύ τον Γιώργο Καζαντζή. Το καλοκαίρι ήρθε στο ξενοδοχείο και ενώ πίναµε τσίπουρα του διάβασα τους στίχους και του είπα εάν θα ήθελε να το µελοποιήσει. Μέσα σε τρεις µέρες το έγραψε. Καθώς η ανάπτυξη του τραγουδιού είναι κλασική κι εγώ δεν είµαι αυτής της σχολής, µε ταλαιπώρησε. Το άκουγα επί 26 µέρες χωρίς να το τραγουδάω. Οταν πήγαµε στο στούντιο στην Αθήνα να το ηχογραφήσουµε (είναι το µόνο που γράφτηκε σε στούντιο) το είπα για πρώτη φορά και στη µέση µε πιάνει τρέλα και κάνω έναν αυτοσχεδιασµό. Όταν τελειώσαµε µου βγήκε ένα ξεφύσηµα και το αφήσαµε στην ηχογράφηση.
∆εν µπορώ να µη σας ρωτήσω πώς αντιλαµβάνεστε ως καλλιτέχνης και ως πολίτης την αντιµετώπιση της πανδηµίας από την κυβέρνηση.
Νοµίζω ότι είµαι άτοµο που µπορεί να εκφραστεί καλά µε τη γλώσσα, άλλα εδώ µένω άναυδος. ∆εν µου αρκούν οι λέξεις για το τι νιώθω. Εχω ζήσει 50 χρόνια κυβερνήσεις αλλά δεν έχω νιώσει ποτέ τέτοια οργή. Είµαι 70 χρόνων και νιώθω τέτοια οργή σαν να είµαι 16. Μεγαλύτερη κατάπτωση δεν έχει συµβεί σε αυτήν τη χώρα. Αυτό βέβαια κάποια στιγµή θα τελειώσει – δεν ξέρω πότε αλλά θα κάνει και θόρυβο και θα γίνει και από τα µέσα, να το θυµηθείς.
Η κυβέρνηση ωστόσο µεταθέτει και αποποιείται τις ευθύνες της επινοώντας και αναπαράγοντας τον όρο «ατοµική ευθύνη».
Μας έκλεισε µέσα την πρώτη φορά, γλιτώσαµε, αλλά µετά είχαν επτά µήνες και δεν έκαναν τίποτε. Και αφού µε κλείνεις, να µε πληρώσεις. Εγώ δούλεψα 25 µέρες τους δέκα µήνες. Αλλά βέβαια σε όλο αυτό έχουν τη στήριξη των µέσων ενηµέρωσης. Τα συστηµικά Μέσα δεν γράφουν καµία αληθινή είδηση, παρά µόνο ψεύτικα κατασκευάσµατα. Εάν µιλήσεις µε ανθρώπους που ενηµερώνονται µόνο από αυτά, σου λένε ότι είσαι παράξενος και υβριστής.
Θεωρείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί την αντιπολίτευση που απαιτείται;
Ξέρεις τι µε στενοχωρεί; Οτι πολλοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν µην έχουν κουράγιο, να φοβούνται να µιλήσουν. Αλλοι κρύβονται και άλλοι είναι µετριόφρονες και φοβούνται µην τους κατηγορήσουν το ύφασµα και το χρώµα. Γιατί δεν έχουν κοινή πορεία µε τον κόσµο; Ο κόσµος τούς τραβάει και δεν πάνε. Ο κόσµος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιο µπροστά από την πολιτική εκπροσώπησή του. Αντί να βρουν µια κοινή γραµµή σε πέντε πράγµατα σε σχέση µε την εργασία, τη δικαιοσύνη, τα κόµµατα της Αριστεράς… Ο καθένας θέλει να έχει το χωραφάκι του για να διοικεί.
INF0
Ο δίσκος «Κόσμε που να σε γυρίσω…» κυκλοφορεί από το Ogdoo Music Group
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento