Γιώργος Μαργαρίτης: «Θεωρώ τον εαυτό μου από τους πολύ τυχερούς»

Λίγες ηµέρες προτού ανέβει στη σκηνή του Θεάτρου Βράχων για να γιορτάσει µαζί µε µεγάλους δηµιουργούς και τραγουδιστές τα σαράντα χρόνια της δισκογραφίας του, ο Γιώργος Μαργαρίτης µίλησε στο Documento για τα τραγούδια µε τα οποία τον αγάπησε το κοινό του. Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.

Οι µεγάλοι δηµιουργοί και οι Τσιγγάνοι γυρολόγοι

Θεωρώ τον εαυτό µου από τους πολύ τυχερούς. Και τις τέσσερις δεκαετίες. Πρώτα πρώτα πρόλαβα να τραγουδήσω τη µεγάλη φουρνιά δηµιουργών της εποχής, ξεκινώντας από τον Τάκη Σούκα, µε τον οποίο κάναµε τον πρώτο µου δίσκο. Τον δεύτερο («Πώς να σε ξεχάσω») τον κάναµε µε τον Βασίλη Βασιλειάδη και έγινε επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάστηκα µε τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Αντώνη Ρεπάνη, τον Αντώνη Κατινάρη, τον Τάκη Μουσαφίρη και τον πολύ µεγάλο Ακη Πάνου, που δεν ήταν εύκολο να πεις τραγούδια του. Έδινε τραγούδια µόνο σε αυτούς που γούσταρε. Νοµίζω ότι είµαι ο τελευταίος που πρόλαβε να πει τραγούδια του εν ζωή και µε την άδειά του.

Ο ρυθµός που ταίριαζε στη φωνή µου ήταν το απτάλικο, το καµηλιέρικο. Το «∆εν πρέπει» είναι καµηλιέρικο, εννιάρι που λέµε, σε µουσική Τάκη Σούκα και στίχους Χαρούλας ∆ρίγκου. Τέτοιο ρυθµό τραγουδούσαν όλα τα µεγάλα θηρία. Από πού να αρχίσω; Από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση µε το «Ρολόι κοµπολόι», τον Στέλιο Καζαντζίδη µε το «Στο τραπέζι που τα πίνω», τον Αντώνη Ρεπάνη µε το «Ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές», τον Μανώλη Αγγελόπουλο µε το «Ρίξε στο γυαλί φαρµάκι», τον Στράτο ∆ιονυσίου µε το «Εγώ καλά σου τα ’λεγα»…

Όταν έκανα πρόβα το «∆εν πρέπει» έλεγα από µέσα µου: «Άραγε θα καταφέρω να περάσω ανάµεσα από αυτά τα βουνά;». Όχι µόνο πέρασα αλλά αργότερα µε κάνανε δικό τους άνθρωπο και τρώγαµε και πίναµε παρέα. Από κει και πέρα ήρθαν κι άλλα τραγούδια: το «Μα τι λέω, τι λέω» του Αντώνη Ρεπάνη, το «Ακου τι θα πω» του Κατινάρη και «Το ποτάµι δεν γυρίζει πίσω» του Χρήστου Νικολόπουλου, «Στο κελί 33», «Στου παράδεισου την πόρτα»…

Αυτά τα τραγούδια ήταν ζουµερά, µερακλίδικα. Επειτα από µένα αµέσως τα τραγουδούσαν και άλλοι µεγάλοι συνάδελφοι. Το «Μα τι λέω» το είπε η µεγάλη Ρίτα Σακελλαρίου, το «∆εν πρέπει» το είπε πολύ ωραία η ∆ούκισσα, ο Φίλιππος Νικολάου είχε πει το «Εσύ µιλάς στην καρδιά µου» και άλλοι. Αυτό δείχνει ότι τα τραγούδια έχουν κάτι ιδιαίτερο. Πώς ένιωθα εγώ µέσα σε όλο αυτό; Πολύ ωραία.

Εκείνη την εποχή έµενα στην Κυψέλη. Έξω από το σπίτι µου περνούσαν αµάξια που βάζαν τα τραγούδια µου στο τέρµα. Ως συνήθως ο Έλληνας θέλει και λίγη ένταση, ειδικά αν πιει κι ένα ποτήρι. Στις διαχρονικές επιτυχίες, αυτές που αντέχουν στον χρόνο, έχουν παίξει ρόλο και οι Τσιγγάνοι, οι γυρολόγοι γενικότερα. Τα τραγούδια γίνονταν πολύ γνωστά και από ντουντούκες. Έτσι ακούγονταν και τα δικά µου. Μου άρεσε που άκουγα τα τραγούδια µου βέβαια αλλά έλεγα µέσα µου «τίποτε δεν είσαι, Γιώργο», γιατί ήµουν σε µια ηλικία κατασταλαγµένη.

Από το «Στο κελί 33» στην «Αννα της Κοκκινιάς»

Πώς έτυχε να τραγουδήσω το «Στο κελί 33»; Βρισκόµουν εκείνη την εποχή, το 1986, στο Νέο Ηράκλειο σε ένα στούντιο κι έκανα έναν δίσκο που περιλάµβανε «Το ποτάµι δεν γυρίζει πίσω» του Νικολόπουλου, το «Στου παράδεισου την πόρτα», το «Οσοι αδίκησαν», το «Η Ελλάδα είναι µόνο µία» και κάποια άλλα. Υπήρχε κι ένα που λεγόταν «Ασυντρόφιαστος». Μου άρεσε πάρα πολύ και αυτό. Λίγο πριν τελειώσει στο στούντιο µου έφεραν σε κασέτα το «Στο κελί 33» ο Γιώργος Μάµος και ο Σαράντης Τσιλιβερδής. Αµέσως είπα να το βάλουµε στον δίσκο κι έτσι έγινε. Μπήκε στη θέση του «Ασυντρόφιαστου». Το «Στο κελί 33» έχει επισκιάσει όλη τη δισκογραφία µου. Αγαπήθηκε πάρα πολύ.

Και το «Στου παράδεισου την πόρτα» είναι ένα τραγούδι που αγαπάει πολύ ο κόσµος. Και θα σου πω και πώς έγινε και το είπα. Την εποχή που βγήκε είχαν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν στην Ελλάδα τραγούδια που δεν γούσταρα πολύ. Προτιµούσα λοιπόν να τραγουδήσω ένα µαχαλοµαγκίτικο τραγούδι.

Στη δεκαετία του 1990 όλα τα τραγούδια που είχα πει δυνάµωναν, φαίνεται είχαν αντοχές στον χρόνο. Ο τραγουδιστής πάντα πρέπει να είναι στην τσίτα και να ψάχνεται γιατί έρχονται καινούργιες γενιές και πρέπει να δίνει κάτι, έναν καλό δίσκο, ένα καλό τραγούδι. Αυτό έκανα κι εγώ. Ετσι ήρθε η ώρα του δίσκου «Ολα θα τα διαγράψω», όπου υπήρχαν το «∆ρόµοι του πουθενά» και κάποια άλλα.

Ο δίσκος αυτός χρειάστηκε σχεδόν τέσσερα χρόνια για να φτάσει στην κυκλοφορία. Αγαπήθηκε από τη νεολαία πάρα πολύ και σήµερα αρέσει πολύ στους νέους και όχι µόνο. Θέλω να ξέρει ο κόσµος ότι αυτό τον δίσκο δεν ήθελα να τον τραγουδήσω. Αιτία για να γίνει ήταν ο Χάρρυ Κλυνν. Οταν ήµασταν στο στούντιο η ενορχήστρωση άρχισε να µε ψιλοενοχλεί. Σε µια συζήτηση που είχα µε τον Χάρρυ Κλυνν µου είπε: «Πάρε ένα ντέµο κι έλα σπίτι µου». Κι όντως, πήγα στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και του έβαλα να ακούσει. Αµέσως µου είπε: «Πες τα, θα έχουµε και πάλι επιτυχία». Και ακριβώς έτσι συνέβη.

Κάποια χρόνια αργότερα κάναµε επιτυχία µε το «Πεθαίνω για σένα», το τραγούδι που είχε γράψει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας για την οµώνυµη ταινία. Ο Λαυρέντης όποια ώρα θέλει µπορεί να κάνει επιτυχία. Γιατί όταν παίζει σε µια σκηνή σέβεται και παρακολουθεί µε πολλή προσοχή τους ανθρώπους που τον ακούνε. Τους παίρνει µέτρα και τους ετοιµάζει την επόµενη επιτυχία. Και αυτό πιστεύω πρέπει να κάνει κάθε δηµιουργός.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν κουµπώσει και άλλα δύο µεγάλα τραγούδια. Το ένα είναι «Το καλύτερο µπεγλέρι» σε στίχους του ΛοΓό, Γιάννη Λογοθέτη, του οποίου υπήρξα και µεγάλος θαυµαστής. Η µουσική είναι του Πέτρου Βαγιόπουλου. Το άλλο είναι «Η Αννα της Κοκκινιάς» του ∆ηµήτρη Παπαδηµητρίου και της Ανθής Μητροπέτρου, ένα κοινωνικό τραγούδι. Οταν το λέω ο κόσµος από κάτω παρακολουθεί µε προσήλωση και όσοι δεν το ξέρουν εντυπωσιάζονται. ∆εν ξέρω αν περιγράφει πραγµατικό περιστατικό. Αναφέρεται σε µια µητέρα που έχασε τα δυο παιδιά της από ναρκωτικά και στη συνέχεια τρελάθηκε ο άντρας της. Εκείνη για να τα φέρει πέρα καθάριζε σκάλες.

Αυτά τα τραγούδια και ό,τι πιο ωραίο µου έδωσαν οι σπουδαίοι δηµιουργοί θα παρουσιάσω στο Θέατρο Βράχων. Η βραδιά αυτή ήταν µια ιδέα του Χρήστου Νικολόπουλου. Την περιµένω µε ανυποµονησία και χαρά, για να συναντήσω επί σκηνής τον Πλέσσα, µε τον οποίο συνεργαστήκαµε πρόσφατα στα «Απροσδόκητα», τον Νικολόπουλο, τον Σούκα, τον Παπαδηµητρίου, τον Μαχαιρίτσα που θα µε τιµήσουν µε την παρουσία τους. Μαζί θα είναι και η πολύ καλή µας δασκάλα, η Γλυκερία µας, ο υπέροχος Γιάννης Κότσιρας, η επίσης υπέροχη Γιώτα Νέγκα, η πολύ αγαπητή Μελίνα Ασλανίδου και ο Χρήστος Μάστορας, ένας νέος λαµπρός καλλιτέχνης που ανοίγει τα φτερά του. Επίσης µαζί µας θα είναι δυο καινούργιες φωνές, η Χριστιάνα Γαλιάτσου και ο Πέτρος Σκάρος, που µε συντροφεύουν στην καλοκαιρινή µου περιοδεία. Την ορχήστρα µου, στην οποία όλοι είναι ένας κι ένας, θα διευθύνει ο Αντώνης Γούναρης. Θα προλογίσει ο πολύ άξιος δηµοσιογράφος, συγγραφέας και ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού Κώστας Μπαλαχούτης.

Info

«Άκου τι θα πω», στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου, στις 20.30

Ετικέτες