Ο Γιώργος Λαµπρινός απέσπασε το Σεζάρ στην κατηγορία του καλύτερου µοντάζ µε την ταινία «Μετά τον χωρισµό», σε σκηνοθεσία του Ξαβιέ Λεγκράν, ο οποίος ήταν ο µεγάλος νικητής των φετινών βραβείων.
Ο Ελληνας µοντέρ, ο οποίος µόλις µε την πρώτη υποψηφιότητά του στα γαλλικά «Οσκαρ» πήρε το βραβείο, µας µιλάει για την κινηµατογραφική πορεία του, αλλά και για το Παρίσι όπου ζει και εργάζεται.
Πότε ένιωσες για πρώτη φορά να κολλάς το µικρόβιο του σινεµά;
Ηµουν 18 χρόνων όταν βρέθηκα σε µια αίθουσα µοντάζ. Επειτα από λίγο έβλεπα στον κινηµατογράφο Παλλάς τη «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκι. Εκείνη τη στιγµή συνειδητοποίησα πως εκτός της πλοκής που παρακολουθούµε σε κάθε πλάνο, σηµαντικό ρόλο παίζει ο ρυθµός µε τον οποίο εναλλάσσονται οι εικόνες. Στη συγκεκριµένη ταινία µπορεί ο ρυθµός να µην ήταν ιδιαίτερα γρήγορος, όµως κατάφερε να µου προκαλέσει ένα πολύ ξεχωριστό συναίσθηµα.
Η προοπτική να δουλέψεις κάποια στιγµή στο Χόλιγουντ πώς σου φαίνεται;
∆εν λέω όχι. Μπορώ κι εγώ να κάνω την πουτάνα αφού σε καθετί υπάρχουν και καλά και κακά.
Να το γράψω έτσι όπως το λες;
Ναι, φυσικά.
Τι ακριβώς εννοείς µε αυτό;
Το σχόλιο πάει στον «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ. Είχα διαβάσει το βιβλίο όταν ήµουν µικρός και µου είχε κάνει πολλή εντύπωση αυτή η φράση που ήταν σχεδόν στην αρχή του βιβλίου. Μάλιστα πιο συγκεκριµένα ο Χόλντεν λέει: «Ο αδερφός µου πήγε στο Χόλιγουντ και κάνει την πουτάνα»!
Πότε και για ποιον λόγο αποφάσισες να µετακοµίσεις µόνιµα στο Παρίσι;
Λίγο προτού αλλάξει ο αιώνας, το 1999, πήρα την απόφαση χωρίς να το πολυσκεφτώ. Ετσι απλά, από τη µια µέρα στην άλλη. Βέβαια είχα πολύ συγκεκριµένους λόγους, που θα τους κρατήσω για τον εαυτό µου. Οµως εκείνη την εποχή ήξερα καλά και ήµουν απόλυτα βέβαιος πως ήθελα να ασχοληθώ µε το µοντάζ.
Νωρίτερα µας εκµυστηρεύτηκες τη στενοχώρια σου επειδή σε µια συνέντευξη που έδωσες πρόσφατα παραποιήθηκαν τα λόγια σου. Θέλεις να µας πεις τι ακριβώς συνέβη;
Εκανα αναφορά στη συνεργασία µου µε τον Πάνο Κούτρα όταν είπα πως η «Στρέλλα» είναι για µένα µια από τις τρεις (στην τύχη) καλύτερες ελληνικές ταινίες. Εσφαλµένα γράφτηκε πως θεωρώ τη «Στρέλλα» και το «Xenia» (την οποία είχα µοντάρει εγώ) µέσα στις τρεις καλύτερες ελληνικές ταινίες. ∆εν υπήρχε καµιά περίπτωση να πω κάτι τέτοιο για µια ταινία στην οποία έχω δουλέψει, είναι κάτι τελείως αντίθετο από τον χαρακτήρα µου. Εκνευρίστηκα πάρα πολύ.
Τι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;
Το Παρίσι είναι πανέµορφη πόλη. Οµως είναι επίπεδη και χωρίς θάλασσα. Μου λείπουν τα πάντα, από το βουνό και τη θάλασσα ως τους ανθρώπους και τα παιδιά που παίζουν στον δρόµο. Επίσης το καλό φαγητό, οι γάτες, οι µυρωδιές.
Σκέφτεσαι να επιστρέψεις στο κοντινό µέλλον;
∆εν ξέρω αν θα επιστρέψω για να κάτσω µόνιµα. Θέλω όµως πολύ να έρθω κάποια στιγµή για να δουλέψω σε µια ταινία στην Αθήνα.
Τι ακριβώς είπες στην οµιλία σου µετά την παραλαβή του βραβείου Σεζάρ για το «Μετά τον χωρισµό»;
Αναφέρθηκα πρώτα στο µοντάζ, που µου έχει δώσει πολλά πράγµατα στον τρόπο που σκέφτοµαι και βλέπω τον κόσµο. Εκτιµώ πολύ αυτή την αναγνώριση αλλά βρίσκοµαι σε δύσκολη θέση, είπα, γιατί είµαι άθεος κι η οικογένειά µου είναι 3.000 χιλιόµετρα µακριά, οπότε δεν ξέρω ποιον να ευχαριστήσω. Μετά ευχαρίστησα τον παραγωγό της ταινίας Αλεξάντερ Γαβράς για την εµπιστοσύνη που µου έδειξε, τον σκηνοθέτη Ξαβιέ Λεγκράν, καθώς και όλο το συνεργείο της ταινίας. Τέλειωσα ευχαριστώντας κάποιους κοντινούς ανθρώπους, τον Πέτρο και τη νοοτροπία του µετανάστη που κουβαλάω µέσα µου.
Με τον Ξαβιέ Λεγκράν είναι η δεύτερη συνεργασία σου, ενώ και µε την πρώτη κοινή ταινία σας, τη µικρού µήκους «Avant que de tout perdre», φτάσατε πάλι σε υψηλές διακρίσεις καθώς το φιλµ αυτό βρέθηκε στις οσκαρικές υποψηφιότητες. Πώς γνωριστήκατε;
Μας γνώρισε ο Αλεξάντερ Γαβράς που είχε αναλάβει την παραγωγή σε εκείνο το µικρού µήκους φιλµ. Στην κουβέντα που είχαµε ο Ξαβιέ µου είπε κάποια στιγµή πως δεν ήθελε να έχει µουσική η ταινία. Τότε ακριβώς του είπα πως ήθελα οπωσδήποτε να συµµετάσχω στο φιλµ.
Η σκηνοθεσία είναι στα µελλοντικά σχέδιά σου;
Προς το παρόν το πάθος µου είναι µόνο το µοντάζ. Αν στο µέλλον αλλάξουν τα πράγµατα και νιώσω την ανάγκη να αφηγηθώ µια ιστορία, δεν το γνωρίζω. Μόνο ο χρόνος θα το δείξει αυτό.
Πρέπει να φύγει από την Ελλάδα κάποιος που ασχολείται µε το σινεµά για να δει άσπρη µέρα;
O λόγος που έφυγα από την Ελλάδα δεν έχει να κάνει µε άσπρες µέρες! Οµως συνειδητοποιώ πόσο δύσκολα είναι τα πράγµατα για τους Eλληνες κινηµατογραφιστές. Και είναι κρίµα γιατί υπάρχουν τόσο πολλά αγόρια και κορίτσια µε ταλέντο και ιστορίες στο µυαλό τους που πρέπει να ειπωθούν…