Ο Γιώργος Κοτανίδης που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 χρόνων, ήταν ένας επιβλητικός ηθοποιός με ευγενική φυσιογνωμία, ένας αυθεντικός άνθρωπος του πνεύματος με πολύ μεγάλη αγάπη για τα βιβλία, την ιστορία και την ποίηση. Ο Γιώργος Κοτανίδης βρισκόταν μέχρι την τελευταία στιγμή επί σκηνής.
Ζούσε και ανέπνεε για το θέατρο. Μόλις λίγες μέρες πριν, έπεσε η αυλαία για το «Δείπνο» τη μεγάλη θεατρική επιτυχία στην οποία πρωταγωνιστούσε στο Σύγχρονο Θέατρο.
Ο Γιώργος Κοτανίδης, σπουδαίος ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1945 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έπαιξε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Δράμα, σε μία πόλη γεμάτη πρόσφυγες. Αυτές οι εμπειρίες και οι αφηγήσεις των γονιών του δημιούργησαν μέσα του μεγάλη ευαισθησία γύρω από το προσφυγικό ζήτημα και τον ξεριζωμό. Η μητέρα του είχε έρθει, μαζί με τους γονείς της, από την Ανατολική Θράκη με τα πόδια.
H αριστερά και το ελεύθερο θέατρο
Ο Γιώργος Κοτανίδης μπήκε στην Κτηνιατρική σχολή και εκεί δημιούργησε τον ΦΟΘΚ, Φοιτητικό Όμιλο Θεάτρου-Κινηματογράφου. Πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια την περίοδο της Χούντας, ζώντας μία ταραγμένη εποχή γεμάτη διώξεις και τραμπουκισμούς μέσα στις σχολές. Στη διάρκεια της «επταετίας» συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα, ενταγμένος στην επαναστατική αριστερά. Βασανίστηκε και φυλακίστηκε επανειλημμένα.
«Έγινα αριστερός μετά το 1963, γιατί, κατά σύμπτωση, είχα βρεθεί στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκείνη την ημέρα είχαμε κάνει κοπάνα από το φροντιστήριο και βολτάραμε στο κέντρο και ξαφνικά βρεθήκαμε στη διασταύρωση Ερμού & Βενιζέλου, στη συγκέντρωση των Φίλων της Ειρήνης, όπου τα φασιστόμουτρα φώναζαν «Η ΕΔΑ στη Βουλγαρία» και πετούσαν κοτρόνες. Αγρια πράγματα. Τρομάξαμε και φύγαμε. Φύγαμε μεν, πέσαμε πάνω στο τρίκυκλο δε. Κι αυτό γιατί σε λίγο ακούσαμε στην παρακάτω γωνία μεγάλη φασαρία: ερχόταν το τρίκυκλο των δολοφόνων, που στην καρότσα του γινόταν ο καβγάς. Είμαι από αυτούς που έπιασαν τους φονιάδες. Ηταν παραμονή των 18ων γενεθλίων μου. Από τότε πήγα με τη μεριά της Αριστεράς και από τότε άκουγα και την Αριστερά να βρίζει τον Ζαχαριάδη», είχε αναφέρει σε συνέντευξη του στο Docville και τον Παναγιώτη Φρούντζο.
Στην πορεία, βρέθηκε να συνεργάζεται αμισθί με το ΚΘΒΕ ως μέλος του χορού σε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, για να βάλει έπειτα πλώρη προς την Αθήνα. Ο Γιώργος Κοτανίδης έγινε γνωστός στο χώρο του θεάτρου από το 1970 με τη συμμετοχή του στη δημιουργία του “Ελεύθερου Θεάτρου” (ως το 1975) και τις ερμηνείες του σε σημαντικούς ρόλους σε όλα τα θεατρικά είδη. Για τον Γιώργο Κοτανίδη, το «Ελεύθερο Θέατρο», που ολοκλήρωσε τον κύκλο του το 1975, ήταν ένας «ομαδικός βηματισμός προς την ουτοπία». Το Ελεύθερο Θέατρο και η Ελεύθερη Σκηνή απενοχοποίησαν το είδος της επιθεώρησης στους κύκλους της διανόησης. Η νέα αυτή προσέγγιση της θεατρικής πράξης έτσι όπως ορίστηκε από την «Ελεύθερη Σκηνή», επηρέασε το θεατρικό σκηνικό για τα επόμενα χρόνια.
Ένας αληθινός άνθρωπος του θεάτρου
Στον κινηματογράφο έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε ελληνικές και διεθνείς παραγωγές. Έγραψε το σενάριο της ταινίας «Πάμπτωχοι Α.Ε.». Εμφανίστηκε σε κωμικούς και δραματικούς ρόλους τηλεοπτικών σειρών της κρατικής και της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε θεατρικά έργα για την τηλεόραση, καθώς και σε διεθνείς τηλεοπτικές παραγωγές.
Το 2004 ίδρυσε το θίασο «Σαλτιμπάγκοι» και ανέβασε τα έργα «QED ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάινμαν» του Πίτερ Παρνέλ, «Δέκατη έβδομη νύχτα» του Απόστολου Δοξιάδη, «Bal-Trap» του Ξαβιέ Ντιριγκέρ, «Low Level Panic» της Κλερ Μακ Ιντάιρ, «Μια τρελή μέρα» του Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ, «Οι αγνοούμενοι» του Βασίλη Κατσικονούρη και σε συνεργασία με την Adam Productions το «Rock ‘n’ Roll» του Τομ Στόπαρντ, το οποίο σκηνοθέτησε. Επίσης συνεργάστηκε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου στο «Cock» του Μάικ Μπάρτλετ, καθώς και με το «Εθνικό Θέατρο».
Η «ΟΜΠΙΝΤΑ» το έργο του Γιώργου Κοτανίδη που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια και έκανε αίσθηση στον χώρο του θεάτρου, αναφερόταν στις τελευταίες ώρες του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη.
«Επειδή, από τον χαρακτήρα μου, πηγαίνω εκεί που δεν πηγαίνουν οι πολλοί, άρχισα να ψάχνω την περίπτωσή του. Το 1973, όταν ήμουν φυλακή στον Κορυδαλλό, μαθαίνουμε από τις εφημερίδες ότι πέθανε ο Νίκος. Κόσμος στη φυλακή: ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ., τροτσκιστές, μαοϊκοί –εγώ ήμουν μαοϊκός–, και άρχισαν οι πρώτες μουδιασμένες κουβέντες. Οι μόνοι που έλεγαν καλά λόγια ήταν αυτοί που είχαν μείνει στη φυλακή από τον Εμφύλιο. Επιασα τον Μήτσο Παρτσαλίδη, με τον οποίο είχαμε καλή σχέση, καθώς ερχόταν και με ρωτούσε για το θέατρο, και του είπα: «Πες μου τη γνώμη σου. Ξέρω ότι σε διέγραψε και τον διέγραψες. Ησασταν κόντρα». «Θα σας πω μόνο αυτό (μου μιλούσε στον πληθυντικό): ήταν σπουδαία προσωπικότητα». Το 1989-90, που ο μεγάλος αδελφός του Σήφη, ο Κύρος, πήρε άδεια από τον Γκορμπατσόφ και αναζήτησε τα σχετικά αρχεία της KGB, μάθαμε ότι δεν πέθανε από την καρδιά του, αλλά αυτοκτόνησε…», είχε πει στο Documento και τον Παναγιώτη Φρούντζο.
«Για μένα η τέχνη έχει σημασία να μου μιλάει, να έχει έναν κόκκο αλήθειας. Είτε μπρεχτικό θέατρο, είτε αστικό δράμα, είτε φαρσοκωμωδία, είτε μπουλβάρ, να έχει ένα κουκούτσι αληθείας. Η τέχνη είναι ψέμα, παραβολή. Όσο πιο αληθινή είναι η παραβολή τόσο πιο πολύ με αιχμαλωτίζει», είχε αναφέρει το 2017 σε παλαιότερη συνέντευξη του στον Χρήστο Παρίδη.
Το 1995 εκδόθηκε η νουβέλα του «Περί Μαιάνδρου» και το 1999 το μυθιστόρημα «Απρόσμενα αισθήματα» από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Το 2004 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Οι σαλτιμπάγκοι» από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Με τη συλλογή του «ηθοποιός σημαίνει φως;» (Γαβριηλίδης, 2015), ο Γιώργος Κοτανίδης εκθέτει τον θεατρικό κόσμο για την κυριαρχία της υποκουλτούρας.