Γιώργος Κεντρωτής: Ο δημιουργικός πολιτισμός και τα υποκατάστατά του

Γιώργος Κεντρωτής: Ο δημιουργικός πολιτισμός  και τα υποκατάστατά του

Ο λογοτέχνης και καθηγητής της Θεωρίας της Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο γράφει για την πολιτιστική διαδικασία η οποία ποδηγετείται και ελέγχεται από την κρατική εξουσία

Τα πάντα γύρω µας είναι «πολιτισµός». Και αλλιώς διατυπωµένο: τίποτε γύρω µας δεν υπάρχει που να µην είναι «πολιτισµός». Απλώς η συντριπτικώς διαδεδοµένη παρασηµασιακή χρήση της λέξης «πολιτισµός» την έχει κάνει πια να σηµαίνει (αυτοµάτως στον νου των χρηστών της) µόνο τον θεωρούµενο «καλό» πολιτισµό, αφού αταβιστικά διατηρείται επί αιώνες και αιώνες ο διαχωρισµός δύο καταστάσεων: αυτής που ήθελε τους ανθρώπους να περιφέρονται αενάως ως κτηνώδεις αγέλες και αυτής που τους ήθελε µόνιµα εγκατεστηµένους σε «κοινούς βωµούς» και σε «εστίες», όπου ίδρυσαν τις πόλεις τους, έγιναν οι ίδιοι πολίτες και «(εκ)πολιτίστηκαν». Γι’ αυτό και οτιδήποτε ξεφεύγει από τούτο το πλαίσιο θεωρείται (και είναι) εκπεσµός στην κατάσταση του πλάνητος βίου. Αναπόφευκτες είναι και οι συγκρίσεις. Πάντοτε «εµείς» είµαστε πολιτισµένοι σε σύγκριση µε τους «άλλους», τους «απολίτιστους», αρκεί να διαπιστωθούν χτυπητές διαφορές ανάµεσά µας. Εκεί λησµονούµε ότι ο χρόνος του πολιτισµού δεν είναι κοινός για όλους. Ολοι οι πολιτισµοί έχουν την ιδιαίτερη ροπή τους και τους εντελώς δικούς τους χρόνους. Η ανάπτυξή τους είναι ασύµµετρη και δεν θα µπορούσε κανονικά να είναι αλλιώς.

Σε όλες τις κοινωνίες, ιδίως δε σε αυτές που συνέστησαν το λεγόµενο δυτικό πρότυπο, από τη στιγµή που η παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου πολιτισµού που αναφέραµε έπαψε να γίνεται από κάτω προς τα άνω, από τους ίδιους τους ανώνυµους πολίτες δηλαδή ως οµάδα, και πέρασε στη σχεδόν αποκλειστική αρµοδιότητα διακριτών και εξαιρετικών πολιτών, στους πνευµατικούς δηµιουργούς και καλλιτέχνες µε άλλα λόγια, αναπόφευκτες υπήρξαν τόσο η ένταξή της στο πολιτικό/εξουσιαστικό πλαίσιο όσο και η ανάλογη οργάνωση και επιτήρησή της. Οσο κι αν υπήρξαν χρυσές ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες οι δηµιουργοί υποδείκνυαν στους φορείς της εξουσίας την ακολουθησόµενη πολιτική πορεία, το αντίστροφο συνιστά πλέον τον κανόνα: το να ελέγχει και να υποδεικνύει η εξουσία την πολιτιστική πορεία. Οι πασίγνωστες εξαιρέσεις του απλώς τον επιβεβαιώνουν.

Από τη στιγµή µάλιστα που ο δηµιουργός προσέρχεται σχεδόν αυτοβούλως (αν όχι δε και µε ενθουσιασµό) στην εξέλεγξη του έργου του από τους φορείς της εξουσίας, εξαρτώντας κυριολεκτικώς την ίδια του τη βιοτική ύπαρξη από τον προστατευτικό οφθαλµό του αυθέντη, τα επόµενα δύο ιστορικά βήµατα ήσαν αναπόφευκτα. Η εξουσία πρώτα έλεγξε τους δηµιουργούς, είτε φιµώνοντάς τους είτε υποδεικνύοντάς τους τι θα δηµιουργήσουν, και κατόπιν τους αντικατέστησε µε κάποιους παριστάνοντες τους δηµιουργούς.

Ο αυθεντικός δηµιουργός παραγκωνίζεται έτσι µέχρις εξαφανίσεως: δεν έχει λόγο πουθενά, δεν προβάλλεται το έργο του. Αποκόπτεται από την κατασκευασµένη και ποδηγετηµένη πολιτιστική διαδικασία – ναι, «πολιτιστική» είναι, αφού τίποτε δεν υπάρχει στον κόσµο που να µην είναι πολιτισµός. Απαξιώνεται και περιθωριοποιείται ακριβώς επειδή αρνείται να συνεργασθεί, να γίνει «κολαµπό» στο µονότονο πολιτιστικό επιτέλεσµα.

Η θεσµική εξουσία φτάνει σε σηµείο να διώκει τον δηµιουργικό πολιτισµό προβάλλοντας υποκατάστατά του: φερειπείν, θεατρικές παραστάσεις που παίζονται από δήθεν ηθοποιούς, µουσικές που είναι µάλλον θόρυβοι και κακοφωνίες, λογοτεχνήµατα που ξεκινούν από την παραφιλολογία και εξικνούνται στην ηλιθιότητα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των καταστάσεων είναι ότι οι «δηµιουργοί» είναι πρόθυµοι να κάνουν τα πάντα και να υπακούσουν όλες τις εντολές κι έτσι ο πολιτιστικός πολίτης ξεπέφτει στο status του πολιτιστικού υπηκόου, γίνεται άθλιο άθυρµα στα χέρια του αυθέντη του.

Το φαινόµενο απαντάται στις µέρες µας σχεδόν παντού. Εκεί που ο ατοµικός δηµιουργός συνέβαλε µε τα έργα του στην κραταίωση της πολιτείας ως κοινωνίας πολιτών και την κοινωνικοποίηση της τέχνης και των γραµµάτων έρχεται τώρα ο ξαποσταλµένος υποτακτικός της εξουσίας να εκτοξεύσει τα πολιτιστικά σκουπίδια του κατά της κοινωνίας ακριβώς επειδή αυτή πρέπει να συνηθίσει στην ατροφία του πνεύµατός της. ∆ιότι έτσι ελέγχεται και καλύτερα και αποτελεσµατικά. ∆εν χρειάζεται να αναφέρουµε πολλά παραδείγµατα. Για να το καταλάβουµε αρκεί µια µατιά στο τι εκπέµπουν οι τηλεοπτικοί δίαυλοι, οι οποίοι επιστρατεύουν δυστυχείς υπάρξεις να κατεξευτελίζονται και να νοµίζουν ότι «είναι κάτι σηµαντικό» και το άτοµό τους και αυτό που υποδύονται.

Η εξουσία ενεργοποιεί ταυτόχρονα τους «σοβαρούς» και «αναγνωρισµένους» (και µονίµως τους ίδιους και τους ίδιους) κριτές που παπαγαλίζουν επαίνους υπέρ της σκουπιδαρίας και εξαπολύουν µύδρους ψόγων εναντίον όλων όσοι αρνούνται να υπαχθούν στο δεσπόζον πρεταπορτέ υπόδειγµά της. Και έτσι κυριαρχεί η δική της αντίληψη για τα «πολιτιστικά πράγµατα», ενώ οτιδήποτε την αντιστρατεύεται, αν δεν καταδιώκεται και δεν κατασυκοφαντείται, απλώς λοιδορείται. Πολύ εύκολα αποτρέπεται πια στις µέρες µας η κοινωνικοποίηση των πολιτών διά της δηµιουργίας και της συµµετοχής σε –ας τα ονοµάσουµε χάριν της συνεννοήσεως– «πολιτιστικά δρώµενα».

Μέγας µάγιστρος αυτής της πολιτιστικής υφέλιξης είναι η τηλεόραση υποβοηθούµενη από τα τσουνάµια παραπληροφόρησης που κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο. Εκεί ακόµη και οι ενταγµένοι σε οµάδες είναι µόνοι και υποχρεώνονται να απολαµβάνουν µια µονόπαντη διασκέδαση, που δεν έχει σχεδόν ούτε ίχνος ψυχαγωγίας και όπου τα πάντα είναι επιφάσεις της.

Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση και οι δηµιουργικοί αρµοί της κοινωνίας έχουν ατροφήσει. Αλλά αυτό τον «πολιτισµό» θέλουµε;

Documento Newsletter