Γιούλη Παπαχριστοφίλου: «Οι Έλληνες είναι αναγνώστες και μάλιστα φανατικοί»

Γιούλη Παπαχριστοφίλου: «Οι Έλληνες είναι αναγνώστες και μάλιστα φανατικοί»

Μια συνέντευξη με την εκδότρια των Ελληνικών Γραμμάτων, του Πεδίου και της Χύτρας.

Η Γιούλη Παπαχριστοφίλου µιλάει για την πορεία της στον εκδοτικό χώρο, την ιστορία των τριών εκδοτικών οίκων –Ελληνικά Γράµµατα, Πεδίο, Χύτρα– τους οποίους διευθύνει από κοινού µε τον σύζυγό της Παύλο Παπαχριστοφίλου, το προφίλ του Ελληνα αναγνώστη, το µέλλον του βιβλίου στην ψηφιακή εποχή καθώς και για τις προκλήσεις της εποχής της πανδηµίας.

Πότε ασχοληθήκατε για πρώτη φορά µε τον χώρο των εκδόσεων;

Η σχέση µου µε το βιβλίο έχει ισχυρούς δεσµούς και ξεκινά από την παιδική µου ηλικία, όταν ως φανατική µικρή αναγνώστρια διάβαζα ακόµη και ένα εξωσχολικό βιβλίο την ηµέρα. Η επαγγελµατική ενασχόληση ξεκινά το 1998, αφότου είχα ολοκληρώσει τις σπουδές µου, όταν γνώρισα τον σύζυγό µου Παύλο Παπαχριστοφίλου, στην οικογενειακή επιχείρηση, η οποία συνεχίζει αδιάπτωτα την παράδοσή της από το 1957.

Ποια είναι η αρχική ιδέα για τις εκδόσεις Πεδίο και ποιο το κοινό στο οποίο απευθύνονται;

Οι εκδόσεις Πεδίο ιδρύθηκαν το 2008, όταν ο σύζυγός µου Παύλος Παπαχριστοφίλου αποχώρησε οριστικά από το πρότερο σχήµα των Ελληνικών Γραµµάτων. Η αρχική ιδέα ήταν ένας εκδοτικός οίκος που θα ήταν προσανατολισµένος στο πανεπιστηµιακό σύγγραµµα και έτσι συγκροτήθηκε ένα σχήµα πολύ ισχυρό που αφορούσε το επιστηµονικό βιβλίο. Στην πορεία υπό το σήµα των εκδόσεων Πεδίο κυκλοφορεί πλέον µεγάλο µέρος του εµπορικού εκδοτικού µας προγράµµατος, φυσικά µε την ποιότητα που χαρακτηρίζει τα πανεπιστηµιακά µας συγγράµµατα.

Θέλετε να µας µιλήσετε για την ιστορία των Ελληνικών Γραµµάτων;

Οι εκδόσεις Ελληνικά Γράµµατα είναι ένα από τα παλαιότερα εκδοτικά σήµατα στον ελληνικό εκδοτικό χώρο, κάτι για το οποίο και εγώ και ο σύζυγός µου αισθανόµαστε υπερηφάνεια και µεγάλη ευθύνη. Ιδρύθηκαν το 1957 από τον πατέρα του συζύγου µου ∆ηµήτριο (Μίµη) Παπαχριστοφίλου και δηµιούργησαν άµεσα και διαχρονικά το αποτύπωµά τους στον χώρο του βιβλίου. Από τα Ελληνικά Γράµµατα έχουν κυκλοφορήσει εµβληµατικά έργα, όπως η «Μεγάλη παιδαγωγική εγκυκλοπαίδεια» (που τιµήθηκε µε το Βραβείο της Ακαδηµίας Αθηνών), το «Λεξικό της αρχαίας ελληνικής» των Λίντελ και Σκοτ, η «Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου κ.ά. Στη µακρά πορεία τους το πρόγραµµα του οίκου έχουν τιµήσει σηµαντικοί Ελληνες και ξένοι συγγραφείς και ακαδηµαϊκοί. Ο Ευγένιος Τριβιζάς, ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ο Ουµπέρτο Εκο, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, οι τέως πρυτάνεις Γεώργιος Μπαµπινιώτης, Θεοδόσιος Πελεγρίνης και Στάµος Παπαστάµου και τόσοι άλλοι. Από το 2017 οι εκδόσεις Ελληνικά Γράµµατα έχουν επιστρέψει, διεκδικώντας και πάλι την περίοπτη θέση τους στην ελληνική, ξένη και παιδική λογοτεχνία, µε ένα σύγχρονο εκδοτικό πρόγραµµα το οποίο ανταποκρίνεται απόλυτα στις ανάγκες της εποχής.

Εκδώσατε ξανά ένα µέρος των δοκιµίων του Ουµπέρτο Εκο. Θέλετε να µας µιλήσετε για τη σηµασία του έργου του στον σύγχρονο τρόπο σκέψης;

Ο Ουµπέρτο Εκο παραµένει ένας από τους σηµαντικότερους ανατόµους της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, πάντα ακριβής, προφητικός και επίκαιρος. Το λογοτεχνικό του έργο, οι αναλύσεις του σχετικά µε το διαδίκτυο και τα µέσα ενηµέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, η καθοριστική συµβολή του στο πεδίο της σηµειολογίας και το πόσο πρωτοπόρος υπήρξε µιλώντας για τις πολλαπλές αναγνώσεις ενός κειµένου και το «µαγικό» παιχνίδι της ανάγνωσης…

Ποιες είναι οι πιο δυνατές εκδοτικές σας κινήσεις;

Ενας ποιοτικά ισχυρός τίτλος βρίσκει πάντα τη δέουσα ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό. Πρόσφατα, στην κατηγορία της σύγχρονης φιλοσοφίας, ένα τέτοιο βιβλίο είναι το «Χιούµορ» του σπουδαίου σύγχρονου διανοητή Τέρι Ιγκλετον. Στην ξένη λογοτεχνία το µυθιστόρηµα της πρωτοεµφανιζόµενης Καµίλ Οµπρέ «Μαγειρεύοντας για τον Πικάσο», το οποίο αφορά µια άγνωστη σχεδόν περίοδο της ζωής του µεγάλου καλλιτέχνη, όπως και το πρώτο και πολυαναµενόµενο µυθιστόρηµα του κορυφαίου Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος τολµά ένα υπέροχο µυθιστορηµατικό σίκουελ της τελευταίας του ταινίας «Κάποτε στο Χόλιγουντ». Επίσης λαµπρά τέτοια παραδείγµατα και διαχρονικά µπεστ σέλερ των εκδόσεων αποτελούν η «Συναισθηµατική νοηµοσύνη» του Ντάνιελ Γκόλεµαν και ο «∆ρόµος ο λιγότερο ταξιδεµένος» του σπουδαίου Μ. Σκοτ Πεκ.

Ποια είναι η σηµαντικότερη δυσκολία που αντιµετωπίζει σήµερα ένας/µια εκδότης/ρια;

Η µεγαλύτερη δυσκολία σήµερα είναι σίγουρα η επιλογή. Να κάνει κάθε φορά τη σωστή επιλογή στον ωκεανό της παγκόσµιας εκδοτικής παραγωγής όπου κυκλοφορούν χιλιάδες τίτλοι καθηµερινά. Ειδικά σε µια εποχή τέτοιας εξειδίκευσης όπως η σηµερινή.

Τι σηµαίνει πρακτικά για εσάς η πρόσφατη αύξηση της τιµής του χαρτιού;

Οπως και οι περισσότεροι εκδότες, ήδη έχουµε σχεδιάσει τις επιχειρηµατικές µας κινήσεις, προσπαθώντας να προβλέψουµε τόσο την πορεία της τιµής του αγαθού όσο και τις δικές µας εκδοτικές ανάγκες, ώστε τυχόν αυξήσεις και µεταβολές των τιµών να µην επηρεάσουν ιδιαίτερα το εκδοτικό µας πρόγραµµα.

Θα επηρεάσει τους αναγνώστες;

Επιδίωξή µας είναι αυτή η αύξηση να µη φτάσει, όσο το δυνατό, στον αναγνώστη. Στόχος µας παραµένει να µην επηρεαστούν το αναγνωστικό κοινό και οι αγοραστικές του συνήθειες εξαιτίας αυτής της αύξησης.

Η πανδηµία επηρέασε τους εκδοτικούς οίκους σας;

Η πανδηµία και όλη αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουµε τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια αποτέλεσαν µάθηµα για όλους µας. Οπως η αναγκαστική και άµεση προσαρµογή στο καθεστώς της τηλεργασίας, κατά τη διάρκεια του οποίου και παρά τις εύλογες ανησυχίες µας οι εκδόσεις Πεδίο και Ελληνικά Γράµµατα λειτούργησαν εύρυθµα και αποτελεσµατικά, λόγω των άµεσων επιχειρηµατικών κινήσεων αλλά και της ανεκτίµητης αφοσίωσης των εργαζοµένων τους. Ενα ακόµη πολύ σηµαντικό µάθηµα ήταν η συνειδητοποίηση πως το βιβλιοπωλείο ως φυσικός χώρος παραµένει χώρος ζωτικός και απαραίτητος όχι µόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού στον κόσµο. Και παρότι τα διαδικτυακά καταστήµατα λειτούργησαν, και µάλιστα µε επιτυχία, η αξία του φυσικού καταστήµατος είναι αναντικατάστατη.

Με την πανδηµία παρατηρήσατε αλλαγή στις επιλογές του αναγνωστικού κοινού;

Σε έναν βαθµό ναι. Η δύσκολη και ίσως σκοτεινή για πολλούς συνθήκη που δηµιούργησε η πανδηµία δηµιούργησε στους αναγνώστες την ανάγκη για βιβλία που δείχνουν πιο φωτεινούς δρόµους. Βιβλία πνευµατικής αναζήτησης, προσωπικής ανάπτυξης και βελτίωσης, ακόµη και βιβλία λογοτεχνίας µε πιο θετικά και αισιόδοξα µηνύµατα βρέθηκαν στην πρώτη γραµµή προτίµησης των αναγνωστών. Η εξισορρόπηση είναι άλλωστε κάτι απαραίτητο για την ανάκαµψη.

Τι διαβάζετε αυτή την εποχή;

Ασφαλώς τα βιβλία τα οποία σχεδιάζουµε για το 2022 και το 2023, όπως το συναρπαστικό και πολυαναµενόµενο δεύτερο µυθιστόρηµα της Καµίλ Οµπρέ («Μαγειρεύοντας για τον Πικάσο») που προγραµµατίζουµε να εκδώσουµε στους πρώτους µήνες του 2022, καθώς και ένα από τα διαµάντια της ιταλικής γραµµατείας, το «Quando verrai saro quasi felice. Lettere a Elsa Morante» του Αλµπέρτο Μοράβια.

Τι είναι αυτό που παρατηρείτε πρώτα σε ένα βιβλίο;

Ένα στοιχείο που θεωρώ πολύ σηµαντικό είναι η θέση που διεκδικεί ένα βιβλίο ανάµεσα στα άλλα. Ο τρόπος που η φυσική οντότητα ενός βιβλίου ξεχωρίζει και διακρίνεται είναι πολύ σηµαντικός, ειδικά σε µια εποχή που η εκδοτική παραγωγή είναι τεράστια και χαοτική. Στοιχείο το οποίο είναι συχνά διακριτό ακόµη και σε έναν ηλεκτρονικό κατάλογο. ∆εδοµένο βεβαίως θεωρώ πως η ουσία και η αξία ενός βιβλίου δεν µπορούν να έχουν διαφορετική ταυτότητα από το θέµα του, το µήνυµα που επιχειρεί να περάσει, τον/την ή τους συγγραφείς του, τον τρόπο µε τον οποίο είναι γραµµένο.

Στην Ελλάδα ποιο πιστεύετε ότι είναι το αναγνωστικό κοινό;

Η άποψη που επικρατεί είναι ότι το γυναικείο κοινό πλειοψηφεί. Ωστόσο, το στοιχείο που γνωρίζουµε µε βεβαιότητα και µε βάση τις στατιστικές είναι πως το γυναικείο κοινό είναι αυτό που αγοράζει περισσότερα βιβλία, κάτι όµως που ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα και αγαθά. Εκτιµώ ωστόσο πως δεν µας αποκαλύπτει µε βεβαιότητα τις πραγµατικές ταυτότητες του αναγνωστικού κοινού.

Ακούγεται συχνά ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν πολύ. Ποια είναι η δική σας εικόνα;

∆εν θα συµφωνήσω σε καµία περίπτωση. Η ελληνική εκδοτική αγορά είναι πολύ µικρή αγορά που υποστηρίζει υπερπολλαπλάσιο παραγωγικό βάρος σε σχέση µε άλλες περιοχές του εξωτερικού. Σήµερα επιχειρούν και αναπτύσσονται πολλοί εκδότες, µεγάλοι και µικρότεροι. Και αυτό είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο. Συνεπώς, µάλλον το αντίθετο ισχύει. Οι Έλληνες είναι αναγνώστες και µάλιστα φανατικοί.

Πώς πιστεύετε ότι διαµορφώνονται οι αναγνωστικές συνήθειες στην ψηφιακή εποχή;

Οι δυνατότητες που µας παρέχει η πρόοδος της τεχνολογίας στην ψηφιακή εποχή υποστηρίζουν σηµαντικά το βιβλίο. Στις σύγχρονες λεωφόρους της πληροφορίας η τεχνολογία παρέχει στο αναγνωστικό κοινό την ευκαιρία της έγκαιρης ενηµέρωσης, τη δυνατότητα των στοχευµένων και συνειδητών επιλογών, την ευκαιρία της διαδραστικότητας. Για παράδειγµα, ο αναγνώστης µπορεί να συµµετάσχει ή να παρακολουθήσει µια παρουσίαση βιβλίου µέσω των ψηφιακών µέσων ή µπορεί να δει µέρος του περιεχοµένου ενός βιβλίου προτού αποφασίσει την αγορά του.

Την εποχή που ο περισσότερος κόσµος είναι σχεδόν όλη µέρα µπροστά σε µια οθόνη, το βιβλίο έχει χάσει αναγνώστες;

Η ενασχόληση µε το διαδίκτυο µπορεί, όπως σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, να λειτουργήσει µε τρόπο διττό. Από τη µια θα µπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το κοινό χάνει το αναγνωστικό του ενδιαφέρον, από την άλλη όµως το ίδιο κοινό είναι πολύ πιο ενηµερωµένο και παρακολουθεί τα βιβλία που κυκλοφορούν µε βάση τα ενδιαφέροντά του, άρα, ναι, είναι πιο απαιτητικό. Εµείς ως εκδότες οφείλουµε κάθε βιβλίο που επιλέγουµε να µπορεί να κερδίσει τη θέση του σε αυτό το απέραντο τοπίο νέων κυκλοφοριών. Μια πρόκληση που είµαι σίγουρη ότι θα κερδίσουµε.

Πριν από λίγες μέρες στη Χαλκίδα γονείς αρνητές του κορονοϊού έκαψαν το βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά με θέμα την πανδημία. Πώς είδατε αυτή την κίνηση;

Μόνο θλίψη και αποτροπιασμό μπορεί να νιώσει κανείς βλέποντας τις εικόνες αυτές. Παρά ταύτα, δεν θεωρώ ότι σκοταδιστικές ενέργειες όπως αυτή αντιπροσωπεύουν ούτε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ούτε πολύ περισσότερο την ελληνική κοινωνία. Ο Ευγένιος Τριβιζάς είναι ένας πνευματικός άνθρωπος που έχει κερδίσει επάξια την εμπιστοσύνη των γονιών και τη μεγάλη αγάπη των παιδιών διαχρονικά και αυτό δεν αλλάζει.

Documento Newsletter