Ο Ελληνας ηθοποιός που ταυτίστηκε με τον τηλεοπτικό Ιωσήφ αφηγείται μοναδικές στιγμές αλλά και ευτράπελα από τις συναναστροφές του με διάσημους όπως ο Φελίνι, ο Πολάνσκι, ο Κλάους και η Ναστάζια Κίνσκι, η Μαντόνα και ο Μικ Τζάγκερ
«Τι περιμένετε έπειτα απ’ αυτήν τη συνέντευξη;» ρώτησα τον διεθνή Ελληνα ηθοποιό Γιώργο Βογιατζή αμέσως μετά τη λήξη της τρίωρης συζήτησής μας. Χαμήλωσε το βλέμμα και απάντησε: «Να καταλάβουν κάποιοι νέοι, ίσως, ότι τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν». Τα δικά του όνειρα σίγουρα πραγματοποιήθηκαν εάν αναλογιστούμε ότι έφυγε από την Ελλάδα στα 18 του και μέσα σε μία δεκαετία είχε γίνει πρωταγωνιστής σε αμερικανική ταινία. Και άλλοι Ελληνες ηθοποιοί έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, κανένας όμως δεν δούλεψε τόσο πολύ όσο ο Βογιατζής, έχοντας την ευλογία να συνυπάρξει στη μεγάλη οθόνη και την προσωπική του ζωή με διεθνή ιερά τέρατα της έβδομης τέχνης. Από την κουβέντα μας παρέλασαν τα ονόματα του Φράνκο Τζεφιρέλι και του Φεντερίκο Φελίνι, του Ρομάν Πολάνσκι και του Κλάους Κίνσκι, της Ντάιαν Κίτον και της Μαντόνα.
Πού έχετε γεννηθεί, κ. Βογιατζή;
Στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο. Μπαμπάς από την Καρδίτσα και μαμά από την Κυπαρισσία. Είχα μια αδερφή που δυστυχώς την έχασα πολύ νέα. Δεν ήμασταν ακριβώς φτωχοί, αλλά μάλλον σε μια μέση κατάσταση. Βέβαια εγώ στα 18 έφυγα απ’ την Ελλάδα. Μόλις είχα παίξει στον «Ζορμπά» του Κακογιάννη και έπρεπε να πάω στρατιώτης, που δεν ήθελα. Στο Παρίσι πήγα με ειδική άδεια για να δω την πρεμιέρα του «Ζορμπά» και δεν γύρισα ποτέ. Στο μεταξύ η θεία μου, η Φίτσα Δάνου, αδερφή της μητέρας μου, ήταν η καλύτερη φίλη της Ρένας Βλαχοπούλου. Οντας στο Παρίσι νηστικός για οχτώ μέρες, συνάντησα τον Φίνο σ’ ένα ξενοδοχείο. «Αυτά είναι για σένα» είπε και μου έδωσε χρήματα που προφανώς η μάνα μου τα έδωσε στη Βλαχοπούλου κι εκείνη στον Φίνο. Στο Παρίσι πήγα στη σχολή υποκριτικής του Υβ Φιρέ, που ήταν η πιο in σχολή, αλλά έκλεισε γιατί ο Μιτεράν πήρε τον Φιρέ για προσωπικό του coach. Ετσι θέλησα να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα για να ξεμπερδέψω με το στρατιωτικό μου, τέλη του 1966. Περνώντας από τη Ρώμη ερωτεύτηκα την πόλη, αν και ήμουν με πέντε δολάρια στην τσέπη. Η Ιταλία έγινε η δεύτερη πατρίδα μου. Ρίζωσα γιατί στάθηκα πολύ τυχερός. Δεν μπορούσα να μείνω πολύ αρχικά, αλλά μια μέρα μαθαίνω για μια πανσιόν με κρεβάτι κι ένα γεύμα που κόστιζαν 1.200 λιρέτες, περίπου ενάμισι δολάριο. Μπορούσα να μείνω δύο μέρες συνολικά. Αργότερα έμαθα ότι ο ιδιοκτήτης της πανσιόν είχε σχέση με καλλιτέχνες, αφού είχε φιλοξενήσει τον Τζεφιρέλι, τον Μπολονίνι και τον Πιέρο Τόζι. Η δε κόρη του ήθελε να γίνει ηθοποιός, οπότε τον έπιασα και του είπα: «Εχω τελειώσει μια πολύ καλή σχολή στο Παρίσι και θα της κάνω εγώ μάθημα». Ηθοποιός δεν μπορούσε με τίποτα να γίνει αυτή, τέτοιο αγγούρι δεν είχα ματαδεί, αλλά τι να έκανα; «Πώς πάει;» με ρωτούσε αυτός, «πολύ καλά» απαντούσα και συνέχιζε: «Βάλε ένα μπιφτέκι στον κύριο Γιώργο, παρακαλώ» (γέλια). Eτσι την έβγαλα μέχρι που ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν ήξερε τα στοιχεία της Ειρήνης Παππά, με την οποία είχαμε γνωριστεί στον «Ζορμπά». Εψαξε και τη βρήκε να κάνει μια ταινία στη Σικελία. Της τηλεφώνησα κι εκείνη μου έδωσε τα στοιχεία μιας Αμερικάνας casting director. Αυτή με ρώτησε πώς μοιάζω εμφανισιακά και αν μπορώ να «περάσω» ως γκόμενος που τον χαζεύουν κάτι κορίτσια στη Βενετία. Ηταν ένα διαφημιστικό για την Kodak. Πήρα ένα κάρο λεφτά κι έτσι μπόρεσα να μείνω στη Ρώμη. Αν σας πω πώς έγινα πρωταγωνιστής στην πρώτη μου ταινία δεν θα το πιστέψετε. Βάδιζα στην Piazza del Popolo και βλέπω μια κυρία κοκκινομάλλα να με κοιτάει. «Θέλετε τίποτα;» τη ρωτάω, «όχι, συγγνώμη» μου απαντάει και αμέσως μετά: «Τι δουλειά κάνετε;». Oταν της είπα ότι είμαι ηθοποιός, μου συστήθηκε. Hταν η συγγραφέας Ντάτσια Μαραΐνι, σύζυγος του Αλμπέρτο Μοράβια. Γινόταν μια ταινία από δικό της βιβλίο και ήμουν φτυστός, όπως μου είπε, με τον πρωταγωνιστή.
Τι είχατε και άρεσε τόσο στους ξένους; Το ταλέντο, την εμφάνιση, το λεγόμενο «know how»;
Πραγματικά δεν ξέρω. Σίγουρα όχι την ομορφιά, γιατί υπήρχαν κι άλλοι πολύ ωραίοι. Ηταν η συμπάθεια και η γοητεία μάλλον. Είχα πάντα επιτυχία με το που γνώριζα κάποιον. Και βέβαια, μεγάλη τύχη. Είχα κλείσει ένα ρόλο στη «Μικρή τυμπανίστρια» του Τζορτζ Ρόι Χιλ με την Ντάιαν Κίτον το 1984. Στο πρώτο meeting είδα ένα πάγωμα. Εφυγα με μεγάλη αγωνία, γύρισα Ελλάδα και μου τηλεφωνούν από τη Warner: «Σκεφτόμαστε να παίξετε τον πρωταγωνιστή». Τα έχασα, τρελάθηκα! Ξανάκανα δοκιμαστικά, γιατί οι παραγωγοί δεν δέχονταν να ποντάρουν τα εκατομμύριά τους στο κεφάλι ενός Ελληνα ηθοποιού. Εκεί με βοήθησε πάρα πολύ ο Γουόρεν Μπίτι. Ημασταν στο Μόναχο και συζητούσαμε για τον πρωταγωνιστή. Οι παραγωγοί θέλανε τον Χάρισον Φορντ. Λέει ο Μπίτι: «Πείτε ότι θα τον παίξω εγώ. Κανένα πρόβλημα. Εξηγήστε μου, όμως, τι θα πει το αμερικανικό κοινό όταν η Ντάιαν Κίτον συναντήσει αυτόν στη Μύκονο και τον ρωτήσει: “Where are you from?” κι εγώ απαντήσω: “From Middle East”; Θα γελάσει όλη η Αμερική». Επιτόπου πάρθηκε η απόφαση να παίξω εγώ τον ρόλο.
Παίξατε και στο «Swept away» του Γκάι Ρίτσι με συμπρωταγωνίστρια τη Μαντόνα.
Αυτή την ταινία δεν ήθελα να την κάνω. Μου τηλεφωνούν και μου προτείνουν τα λεφτά για μια ταινία με τη Μαντόνα. «Ελα τώρα που θα παίξω εγώ με τη Μαντόνα, βλακείες» σκέφτηκα, αλλά τελικά την έκανα την ταινία εξαιτίας της γυναίκας μου. Ηθελε πολύ να γνωρίσει από κοντά τη Μαντόνα, αλλιώς –να είστε σίγουρος– δεν θα έπαιζα. Η πλάκα ήταν που καθίσαμε ένα μήνα στη Μάλτα και η Μαντόνα απέφευγε συνέχεια τη γυναίκα μου. Ερχόταν, αγκαλιές, φιλιά με μένα, στη γυναίκα μου ούτε καλημέρα. Βέβαια, εγώ την ήξερα από πριν. Οταν ήταν με τον Σον Πεν είχε κάνει ένα πάρτι για να συστηθεί ως ηθοποιός κι εκεί γνωριστήκαμε. Ηταν συμπαθέστατη, αλλά ήξερα και τον Σον Πεν. Δεν την ξανάδα για χρόνια ώσπου έγινε η Μαντόνα που όλοι ξέρουμε. Ενώ ήταν με τον Γκάι Ρίτσι λοιπόν και μιλούσαμε για τον Σον Πεν, γύρισε και μου σχολίασε: «Good old times, Yorgo». Εμεινα άναυδος. Κάναμε πρόβα κι αυτή έκανε γυμναστική όλη τη μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Ο Φράνκο Τζεφιρέλι ήταν εκκεντρικός άνθρωπος;
Τον πρωτογνώρισα σ’ ένα πάρτι στη Ρώμη στο σπίτι του, που είχα πάει μαζί με την Ειρήνη Παππά και τον Κακογιάννη. Με κοίταγε και σε μια φάση ζητάει το τηλέφωνό μου. Σαν έξυπνος κι εγώ, του κάνω: «Ξέρεις, εμένα δεν μ’ αρέσουν και πολύ οι άντρες» και μου απαντάει: «Ποιος σε θέλει γι’ αυτό, ρε μαλάκα; Για δουλειά σε ήθελα»… Και σηκώνεται και φεύγει. Τον πρόσβαλα και δεν τον ξανάδα. Περνάνε τα χρόνια και γίνεται το κάστινγκ για τον «Ιησού». Είμαι στο Λος Αντζελες και ο casting director με μισούσε. Αυτός με απέρριψε και γυρνάω στη Ρώμη, θέλοντας να δω τον Τζεφιρέλι, παρόλο που είχε συμβεί μεταξύ μας αυτό που σας είπα. Του έγραψα γράμμα και μου τηλεφώνησε αμέσως. Πέρασα από το γραφείο του, ήμουν κοντοκουρεμένος και μου λέει: «Για δες, ο Γιώργος Βογιατζής με λιγότερα μαλλιά». Είπα μέσα μου: «Με αναγνώρισε και τώρα θα με χέσει άγρια». Το αντίθετο, όμως. Οταν ο casting director ζήτησε να κάνω δοκιμαστικό, του είπε ο Τζεφιρέλι: «Δεν χρειάζεται κανένα δοκιμαστικό. Μου κάνει»!
Κλάους Κίνσκι. Μεγάλη μορφή. Τέρας τον λέγανε επίσης.
Μα τι τέρας! Τρεις ταινίες κάναμε μαζί και στην τελευταία πλακωθήκαμε, ενώ εγώ δεν έχω πλακωθεί ποτέ με ηθοποιό. Ηθελε την τότε γκόμενά μου. Της την έπεσε στα ίσα. Ξεκινήσαμε το «Νοσφεράτου στη Βενετία» το ’88 με μια άλλη ηθοποιό. Εγώ ερχόμουν στα γυρίσματα με μια κοπέλα, μοντελάκι, αλλά με πιάνει ο παραγωγός: «Ο Κλάους θα ήθελε να παίξει αυτή». Μου εξήγησε πως αν δεν έπαιζε, θα μας δημιουργούσε πρόβλημα. Τους έβγαλε την πίστη τελικά το κορίτσι, γιατί δεν είχε ιδέα. Είχε μια σκηνή με τον Κρίστοφερ Πλάμερ και καθόταν ο άνθρωπος και της τα έλεγε τα λόγια φράση φράση. Σ’ ένα γύρισμά τους, ο Κίνσκι την έπιασε απ’ τον λαιμό και την έσφιγγε. «Πότε θα τελειώσεις με τον Γιώργο;» τη ρώταγε. Το βλέπω εγώ αυτό, ορμάω κατευθείαν. Μου χύμηξε και μας χώρισαν, θυμάμαι. Τον είχα βάλει κάτω, επειδή ήταν και μικροκαμωμένος, αλλά δεν μπορούσα να τον σταματήσω. Με δάγκωνε, μου τράβαγε τα αυτιά, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα.
Πείτε μου και για τη Ναστάζια Κίνσκι, την κόρη του Κλάους.
Είχαμε έρωτα, αλλά και μεγάλα προβλήματα. Μείναμε για μήνες μαζί, γιατί είχα γυρίσει Ελλάδα κι αυτός που μετά έγινε άντρας της, και που ήταν φίλος μου, την έπιασε με άλλους δυο και της είπαν: «Με τον Γιώργο πήγες κι έμπλεξες; Να ξέρεις, απλώς έλειπες απ’ τη λίστα με τις γκόμενές του. Στοίχημα έχει βάλει να κάνει και μαζί σου φάση». Μου τηλεφώνησε η Ναστάζια στην Αθήνα με κλάματα, με έβριζε κ.λπ. «Είσαι τρελή;» της έλεγα, αλλά έπειτα απ’ αυτό τσαντίστηκα και δεν ήθελα να την ξαναδώ. Χρόνια μετά τη βρήκα στο Λος Αντζελες και πήγα και την πήρα απ’ το σπίτι του Κουίνσι Τζόουνς, του άντρα της. Τα συζητήσαμε, αλλά εγώ τότε ήμουν με τη μάνα του γιου μου, του Γουίλιαμ. Εννοείται πως με μίσησε και ο Κουίνσι Τζόουνς, αλλά μέσω της Βαλέρια Γκολίνο, που ήταν φίλη μου, του έστειλα μήνυμα πως είμαστε φίλοι με τη Ναστάζια και δεν θέλω να του την πάρω. Επειδή όμως η Ναστάζια πήγαινε πάλι να κολλήσει μαζί μου το αφήσαμε.
Ροκ συναυλίες παρακολουθούσατε έξω;
Οχι πολύ. Είχα γνωρίσει πολλούς, όμως. Ο Ρίνγκο Σταρ των Beatles ερχόταν στο σπίτι του Παπαθανασίου στο Λονδίνο για να του δείχνει πώς έπαιζε κιθάρα μέσω electronics. Πλάκα έχει και το πώς γνώρισα τον Μικ Τζάγκερ. Ημαστε σ’ ένα κλαμπ στο Λονδίνο με membership. Είχα μια Ferrari 365 και την είχα παρκάρει έξω απ’ το κλαμπ. Μέσα ο Τζάγκερ έμοιαζε σαν να είχε πάρει 10.000 ναρκωτικά. Χόρευε, ούρλιαζε, έδειχνε διαλυμένος. Φεύγω απ’ το κλαμπ και τυχαίνει να φεύγει κι αυτός. Πρoτού μπει στη λιμουζίνα του με τον οδηγό, είδε τη Ferrari μου. Γυρίζει νηφαλιότατος και με ρωτάει: «Είναι η καινούργια η 365;». Μπαίνει στη λιμουζίνα, τηλεφωνεί του δικηγόρου του και αρχίζει να μιλάει κανονικότατα. Δεν ήταν τελικά καθόλου λιώμα, απλώς έπαιζε ένα ρόλο. Επαθα πλάκα, απορούσα πώς θα έβρισκε το αυτοκίνητό του, όχι να πρόσεχε το δικό μου και να ρωτούσε ποια μάρκα ήταν.
Με το ροκ δεν είχατε σχέση. Με το λαϊκό τραγούδι;
Ημασταν πολύ φίλοι με τη Μαρινέλλα. Είχα βάλει ένα μεγάλο στερεοφωνικό μέσα στο αυτοκίνητο, η Μαρινέλλα μου έφερνε τον καινούργιο της δίσκο και κάναμε μεγάλες βόλτες στη Ρώμη ακούγοντάς τον. Θυμάμαι και που είχαμε πάει σ’ ένα μεγάλο πάρτι της ιρανικής πρεσβείας, όπου την ήξεραν όλοι τη Μαρινέλλα. Τον Καζαντζίδη δεν τον είχα γνωρίσει, αλλά τον αγαπούσα πολύ. Με τον Μπιθικώτση έχω άλλη αστεία ιστορία: Κάπνιζαν κάνα μαύρο με τον Διονυσίου. Μου έδωσαν μια μέρα ένα παφ, έπεσα πίσω, οπότε κάνει ο Μπιθικώτσης: «Φέρε λίγο μελάκι στο παιδί» (γέλια). Εγώ, πάντως, τσιγάρο στα 38 μου πρωτοκάπνισα. Τα έβλεπα κι έξω με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, ηθοποιάρα. Είχα πάει σ’ ένα πάρτι του και δεν είχα ξαναδεί τόσα drugs στη ζωή μου. Ηταν συνέχεια γκολ, αλλά έκανε αποτοξίνωση και επανήλθε. Στο Λος Αντζελες υπήρχαν παντού ναρκωτικά. Απ’ την άλλη, όμως, έβλεπα συχνά τον Κλιντ Ιστγουντ, ο οποίος απ’ το πρωί το έριχνε στη γυμναστική. Δεν ακούμπαγε ναρκωτικά αυτός, γι’ αυτό κι έχει φτάσει 94 ετών. Δεν κάναμε παρέα, ένα «γεια» λέγαμε τα πρωινά συνήθως.
Αποταμιεύσατε;
Σχεδόν τα έφαγα όλα. Εχω και δεν έχω οικονομικό πρόβλημα, αφού θέλω να αποκαταστήσω τους δικούς μου ανθρώπους. Τη γυναίκα μου πρωτίστως, την Ντιάνα, που μου αφιέρωσε τη ζωή της από 17 ετών και είμαστε μαζί τα τελευταία 26 χρόνια. Σκέφτομαι πως άμα φύγω εγώ, τι θα της μείνει; Πρέπει κάπως να τα οργανώσω. Εχω καλές επαφές με όλα μου τα παιδιά και τις πρώην συζύγους μου, εκτός από τη μάνα της Κασσάνδρας, της κόρης μου, που δεν είναι πολύ καλά. Αυτή που ήταν η σούπερ γκόμενα, που ήταν όλη η Ιταλία ερωτευμένη μαζί της, σήμερα βαδίζει με πι. Πολύ λυπηρό. Η κόρη μου πήγε και την είδε στην Καλαβρία, που ζει τώρα, και μου είπε: «Καλύτερα να μην τη δεις». Το ίδιο μου είχαν πει και για τη Λι Τέιλορ Γιανγκ, τη γυναίκα του Ράιαν Ο’Νιλ, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Πριν από τέσσερα χρόνια ήμουν στη Ρώμη και είχα τραπέζι στον Ρόμπερτ ντε Νίρο. Τρώγαμε και συζητούσαμε για τη Λι Τέιλορ Γιανγκ που είχε έρθει στη Ρώμη και μου έστελνε μηνύματα για να συναντηθούμε, αλλά εγώ δεν ήξερα πώς θα ήταν έπειτα από σαράντα χρόνια. Επειδή ήξερα ότι η τελευταία της ταινία ήταν με τον Ντε Νίρο, τον ρώτησα: «Να τη δω ή να μην τη δω;». Και μου κάνει ο Μπόμπι: «Ξέχασέ το» (γέλια). Πολύ κλειστός, μιλάει λίγο, αλλά έχει απίστευτο χιούμορ ο Ντε Νίρο. Τρώγαμε και κάτω απ’ το σπίτι μου υπήρχε ένα εστιατόριο. Τα γκαρσόνια τον αναγνώρισαν, οπότε κάθε φορά ερχόταν κι άλλο γκαρσόνι. Κυκλοφόρησε στη γειτονιά ότι με επισκεπτόταν ο Ρόμπερτ ντε Νίρο μαζί με μια φήμη ότι συζούσαμε. Αποτέλεσμα ήταν να νοικιάσουν οι παπαράτσι όλα τα απέναντι σπίτια και να τη στήνουν απ’ το πρωί με τις κάμερες.
Φεντερίκο Φελίνι…
Είχε ζητήσει να με δει για το «Σατυρικόν». Τότε είχα μακριά σγουρά μαλλιά και ήμουν πολύ φοβισμένος γιατί τον λάτρευα. Απ’ την αγωνία μου ξύρισα το κεφάλι μου. Πήγα στα γραφεία της Τσινετσιτά κι ακόμη δεν είχε έρθει ο Φελίνι. Περνούσαν κάτι κομπάρσες με τεράστια βυζιά, απ’ αυτές που χρησιμοποιούσε ο Φελίνι και με ρωτούσαν: «Εσείς σε ποιο σωματείο κομπάρσων ανήκετε;». Απαντούσα: «Δεν είμαι κομπάρσος εγώ». Ερχεται ο Φελίνι με την κουστωδία του, σταματάει μπροστά μου, με κοιτάει και λέει «Είσαι και ηθοποιός εσύ;». Του απαντάω «ηθοποιός είμαι», με προσπερνάει και φεύγει. Είχα αρχίσει ήδη να αφρίζω. Επειτα από πέντε λεπτά έρχεται με μια φωτογραφία μου που είχα μακριά μαλλιά και μου κάνει: «Εσύ σήκω πάνω». Τον κόλλησα στον τοίχο! «“Σήκω πάνω” να πεις στον γιο σου, όχι σε μένα»! «Μα, ήθελα να δω πόσο ψηλός είσαι» ίσα που ψέλλισε με μια φωνούλα σαν να τον ακούω τώρα. Στο μεταξύ, έκλεισα με συμβόλαιο τη συμμετοχή μου στην πρώτη αμερικανική ταινία μου. Μία μέρα προτού φύγω για την Κολομβία μου τηλεφώνησε ο Φελίνι. Ηθελε να με ξαναδεί. Πήγα να πεθάνω απ’ τη στενοχώρια μου! Ηταν το όνειρο της ζωής μου και τα έκανα σκατά εγώ ο ίδιος.
Τι περιμένετε από δω και πέρα;
Είμαι 78 ετών, αλλά γεννημένος το 1946 και όχι το ’45. Επειδή γεννήθηκα Δεκέμβριο η μάνα μου δεν ήθελε να χάσω τάξη στο σχολείο και με δήλωσε μια χρονιά μεγαλύτερο. Εμένα μ’ αρέσει να δουλεύω και όταν μένω πολύ καιρό εκτός στενοχωριέμαι και δεν έχω τι να κάνω. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο απ’ αυτά που ούτε το 5% δεν σας είπα. Η Ελλάδα αρέσει πάρα πολύ στη γυναίκα μου. Μιλάει άπταιστα ελληνικά και τη λατρεύουν στη γειτονιά. Μας αρέσει εδώ και εγώ δεν θα ήθελα να πεθάνω έξω. Είδα και τι έγινε στην κηδεία του Παπαθανασίου στο Παρίσι. Περίμενες στην ουρά γιατί ακολουθούσε άλλη αποτέφρωση. Eνα φιλί μόνο μπορούσες να δώσεις στο φέρετρο την ώρα που περνούσε. Με είδε ο Ρομάν Πολάνσκι, με ρώτησε τι έκανα και του εξήγησα πως είναι το έθιμο αυτό. «Να το κάνω κι εγώ» είπε ο Ρoμάν και έτρεξε, αλλά φίλησε τον αέρα, αφού το φέρετρο είχε ήδη φύγει. Με τον Πολάνσκι κάναμε στενή παρέα. Οποτε πήγαινα στο Παρίσι μαζευόμασταν κάθε Τετάρτη στο σπίτι του Παπαθανασίου και βλέπαμε μαζί παλιές ταινίες. Εχουμε επαφές, μου τηλεφώνησε πριν λίγο καιρό για να μου πει: «Γιώργο, έγινα 89 χρονών». Του απάντησα «Μπράβο, ρε Ρόμαν». Ιδιος έμεινε, στον δρόμο πάει πιο γρήγορα από μας. Και πολύ μεγάλος σκηνοθέτης. Επειδή είναι και καλός ηθοποιός, ξέρει και από ηθοποιούς.