Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και μουσικός Γιώργος Τζαβάρας μιλάει για την αυριανή συναυλιακή επιστροφή των Need και την πολύπλευρη θεατρική του δραστηριότητα.
«Τι είναι αυτό που έχει η τέχνη και δεν σε αφήνει να σταματήσεις;» αναρωτήθηκε σε κάποια στιγμή της κουβέντας μας ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και μουσικός Γιώργος Τζαβάρας για να δώσει ο ίδιος την απάντηση: Η ενεργοποίηση της φαντασίας και η αληθινή επικοινωνία ανάμεσα στον δημιουργό και το κοινό του. Ο ίδιος πάντως δεν λέει να σταματήσει με τίποτα. Διαβάζει, παίζει, σκηνοθετεί και, φυσικά, γράφει και παίζει μουσική. Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συνάντησή μας αφού αύριο ετοιμάζεται να επιστρέψει στη σκηνή με το συγκρότημά του, τους Need, μετά από δυόμισι χρόνια συναυλιακής απουσίας για ένα επετειακό live για τα 10 χρόνια από την κυκλοφορία του «Orvam: A song for home». Αυτόν τον καιρό όμως ανεβάζει και την παράσταση «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» του Μαρκ Τουέιν, στο θέατρο Άλφα Ληναίος-Φωτίου και με κάποιο μαγικό τρόπο αυτά τα δύο συνδέονται. Παράλληλα, πριν από λίγες μέρες έκανε πρεμιέρα η παράσταση «Το σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μυλωνά που επίσης κρύβει μια σύνδεση με τους Need.
Φαντάζομαι ότι όταν διάβαζες μικρός το «Τομ Σόγιερ» δεν περνούσε καν από το μυαλό σου ότι θα ερχόταν μια στιγμή που θα το ανέβαζες στο θέατρο…
Το «Τομ Σόγιερ» πρέπει να το διάβασα ως παιδί πάνω από 60 φορές, ακούγεται υπερβολικό αλλά είναι αλήθεια. Θυμάμαι ότι στην αρχή το είχα διαβάσει 5-6 φορές σερί και μετά διάβαζα αλλά βιβλία για να το ξεχάσω ώστε μετά να ξαναγυρίσω σε αυτό. Τώρα όμως που το έπιασα επαγγελματικά έπρεπε να βγω από αυτό και να δω πώς θα αποδοθεί, ποιοι θα παίξουν, τι μουσική θα γράψουμε, ποιος θα σχεδιάσει τα κοστούμια. Οι πιο δυνατές αναμνήσεις που έχω από το θέατρο είναι ως παιδί και αυτό που θέλω να κάνω προσεγγίζοντας επαγγελματικά πλέον ένα έργο που με έχει σημαδέψει είναι να μπορέσω να ενεργοποιήσω τη φαντασία του άλλου, ειδικά όταν αυτός ο άλλος είναι ένα παιδί. Αυτή είναι και η πεμπτουσία της τέχνης, να ποτίζει τη φαντασία και να μη σε αφήνει με τίποτα να σταματήσεις.
Αυτό το λες από την πλευρά του πομπού ή του δέκτη;
Και από τις δύο. Σε κάθε περίπτωση, με κάποιο τρόπο συμβαίνει, δεν μπορώ να ξέρω πώς γιατί αν υπήρχε συνταγή θα το έκαναν όλοι. Το πρώτο «Matrix» και το πρώτο μέρος της τριλογίας του «Νονού» για παράδειγμα τα είδα ξανά και ξανά. Κάτι βρήκαν οι δημιουργοί τους ή κάτι μου έκαναν και δεν μπορούσα να σταματήσω, επικοινώνησαν μαζί μου και αυτό σε τελική ανάλυση είναι και η επιτυχία της τέχνης: η αληθινή επικοινωνία, αυτή που δεν έχει να κάνει με την κοινωνική περσόνα του καθενός αλλά είναι κάτι άρρητο που δεν μετριέται, δεν έχει να κάνει με την επιστήμη, ούτε με τα μπάτζετ, ούτε με τίποτα άλλο.
Ανέφερες πριν το θέμα της μουσικής της παράστασης. Να φανταστώ ότι πέρασε από το μυαλό σου να αξιοποιήσεις το «Tom Sawyer» των Rush;
Η αρχική σκέψη, την οποία την κυνηγήσαμε, ήταν να φτιάξω τη μουσική αποδομώντας το κομμάτι αυτό, να γράψω δηλαδή καινούρια τραγούδια που να έχουν ως βάση το «Tom Sawyer». Πέσαμε όμως πάνω στους Έλληνες publishers που ζητούσαν χρήματα, ήθελαν να έρθουν να ελέγξουν και άλλα τέτοια ωραία. Οπότε η σκέψη εγκαταλείφθηκε και η μουσική της παράστασης γράφτηκε από το μηδέν.
Μπορείς να συνδέσεις κάτι που έχεις διαβάσει με τη μουσική που έχεις γράψει με τους Need;
Φυσικά. Ο Τομ Σόγιερ με το «Orvam: A song for home» συνδέονται αφού για μένα το βιβλίο αυτό είναι το σπίτι μου και η μεταφορά του σήμερα στο θέατρο είναι η επαφή με τον εννιάχρονο εαυτό μου, με το παιδί που είδε το βιβλίο που είχε διαβάσει τόσες φορές να διαλύεται και τα φύλλα του να σκορπίζονται μέσα στο δωμάτιο. Ομοίως και το «Hegaiamas: A song for freedom» με το «American Gods» (σ.σ. «Ο πόλεμος των Θεών») του Νιλ Γκέιμαν που είναι το αγαπημένο μου βιβλίο όλων των εποχών και στο οποίο συμμετέχει ο Αλέξανδρος Μυλωνάς με την κόρη του (σ.σ. οι φωνές που ακούγονται στο I.O.T.A.), o οποίος σκηνοθετεί το «Σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου που έκανε πρεμιέρα στις 30 Οκτωβρίου στο Rex. Για το «Norchestrion: A song for the end» δεν ξέρω, έχει πολλές αναφορές στον Φίλιπ Ντικ αλλά μέχρι εκεί.
Έχει μια σημειολογία λοιπόν το γεγονός ότι η συναυλιακή επιστροφή των Need για τα 10 χρόνια του «Orvam» συμπίπτει κατά κάποιον τρόπο με τις παραστάσεις του «Τομ Σόγιερ».
Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν συναυλιακά σχέδια μετά από το τελευταίο μας live, τον Μάιο του 2022 αλλά δεν υλοποιήθηκαν αφενός εξαιτίας μιας τενοντίτιδας που με ταλαιπώρησε για καιρό και αφετέρου των υποχρεώσεων όλων μας που μετά τον covid έπρεπε να καλύψουμε πολύ χαμένο έδαφος. Σήμερα σκέφτομαι ότι κάποτε το άγχος μου ήταν αν θα παίξω τέλεια κιθάρα και τώρα είμαι ευγνώμων που μπορώ απλά και παίζω. Κάθε μέρα που δεν έχω πρόβλημα είναι μια ωραία μέρα, αλλά ακόμα και όταν το χέρι δεν εκτελούσε τις εντολές μου σκεφτόμουν ότι έχω παίξει τόσο πολύ την ώρα που άλλοι δεν έχουν καταφέρει να παίξουν ποτέ live.
Πιστεύεις ότι θα μπορούσατε να είχατε κάνει περισσότερα πράγματα με τους Need;
Είναι λάθος η σκέψη αυτή για μένα. Με τους Need έχουμε βγάλει πέντε δίσκους, που για κάποιους ανθρώπους είναι πολύ σημαντικοί, έχουμε κάνει συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχουν έρθει άνθρωποι από το εξωτερικό στην Ελλάδα για να μας δουν, πήγαμε δύο φορές στην Αμερική, έχουμε ανοίξει για μεγάλα ονόματα, σε μεγάλα φεστιβάλ. Θα ήμουν αχάριστος αν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει περισσότερα. Μπορεί να μη ζούμε τις οικογένειές μας αλλά καταφέραμε μέσα από αυτό που κάναμε η μπάντα να είναι αυτάρκης. Ίσως μελλοντικά καταφέρουμε και να βιοποριστούμε από αυτό. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πώς έρχονται τα πράγματα. Προς το παρόν, μπορούμε να βγάλουμε έναν ακόμα δίσκο που θα αρέσει σε κάποιους και να κάνουμε και 5 συναυλίες να περάσουμε καλά και εμείς και αυτοί που θα έρθουν να μας δουν; Αν παίξουμε 25 live με πολύ κόσμο ακόμα καλύτερα. Αλλά το γεγονός και μόνο ότι μετά από τόσα χρόνια και με δύο από τα πέντε μέλη να έχουν μικρά παιδιά μπορούμε ακόμα να μαζευόμαστε και να παίζουμε είναι πολύ σπουδαίο. Είναι μια πολυτέλεια για την οποία είμαι βαθιά ευγνώμων. Εξίσου ευγνώμων είμαι και για το ότι στη δουλειά από την οποία βιοπορίζομαι, διασκευάζω εξαιρετικά λογοτεχνικά έργα, σκηνοθετώ, παίζω και συνεργάζομαι με εξαιρετικούς ανθρώπους που θαυμάζω και από τους οποίους μαθαίνω. Και αύριο να σταματήσει όλο αυτό, είμαι υπερπλήρης.
Εκτός από τη συναυλιακή θα υπάρξει και δισκογραφική επιστροφή για τους Need;
Το 2025 συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ίδρυση των Need και θα ήταν πολύ ωραίο αυτό να συνδυαστεί με μια νέα κυκλοφορία. Όσο αντέχουμε και όσο το επιτρέπουν οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις και αν φυσικά έχουμε κάτι να πούμε, θα το πούμε. Πολλοί μας ρωτούσαν αν το ««Norchestrion: A song for the end» εμπεριείχε ένα μήνυμα για το τέλος των Need. Σίγουρα ήταν το τέλος για αυτού του είδους την αρχιτεκτονική πάνω στην οποία χτίσαμε το πώς θέλαμε να ακουγόμαστε στο «Orvam», στο «Hegaiamas» και στο «Norchestrion». Αν λοιπόν υπάρξει κάτι καινούργιο δεν θα έχει καμία σχέση με τον ιδεοχώρο στον οποίο κινήθηκαν τα τρία αυτά άλμπουμ.
Εκτός από την επόμενη μέρα των Need υπάρχουν άλλα σχέδια για την επόμενη μέρα του Γιώργου Τζαβάρα στο θέατρο;
Είναι στα σκαριά ένα φεστιβάλ – αφιέρωμα στον Έντγκαρ Άλαν Πόε, οποίος ήταν ένα τεράστιο κομμάτι της εφηβείας μου. Θα πραγματοποιηθεί από τα τέλη Νοέμβρη μέχρι τα τέλη Γενάρη και τον καιρό αυτό ετοιμάζω μια παράσταση με τίτλο «Έξι μέρες, το τέλος ενός ποιητή» για την οποία γράφω το κείμενο και θα την σκηνοθετήσω για να παιχτεί τις τελευταίες μέρες του φεστιβάλ. Παράλληλα, θα παίξω στη νέα δουλειά του Γιώργου Σίμωνα, μια θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κόνραντ με τίτλο «Γραμμή σκιάς».
Πώς έχεις στο μυαλό σου την έννοια της επιτυχίας;
Να προκαλέσω, να ξυπνήσω έστω και σε έναν άνθρωπο συναισθήματα που προκάλεσε κάποιος άλλος σε μένα. Είναι κάτι που είπα στον εαυτό μου την πρώτη φορά που άκουσα το «A Pleasant Shade of Gray» των Fates Warning. Το αγόρασα και το άκουγα στο discman τότε μέσα στο λεωφορείο και ήταν τέτοιο το σοκ που κατέβηκα για να το ακούσω με περισσότερη ησυχία. Καταλαβαίνεις πώς ένιωσα λοιπόν όταν κάποιος μου είπε πόσο σημαντικά άλμπουμ είναι για εκείνον το «Orvam» και το «Hegaiamas». Είναι από αυτά τα πράγματα που όταν σου συμβούν είναι αναπόδραστα. Όπως η πρώτη φορά που είδα τους Metallica, το 1999 σε ηλικία 16 ετών. Δεν πίστευα ότι μπορούσε να βγει αυτός ο ήχος, νόμιζα ότι ήταν άλλοι τέσσερις από πίσω και έπαιζαν. Θα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος αν δεν είχα δει εκείνη τη συναυλία.