Γιώργος Σεφέρης: Ο νομπελίστας που έγινε… μονόστηλο

Ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφέρη στο γραφείο του ποιητή στην Αθήνα το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου 1963, μετά την αναγγελία της βράβευσης, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ενώπιον των δημοσιογράφων και των φωτορεπόρτερ

Πώς βίωσαν ο ίδιος και οι Ελληνες την πρώτη φορά που η χώρα μας τιμήθηκε με την κορυφαία διάκριση.

Φωτογραφίες: Κώστας Μεγαλοκονόμου 

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Γιώργος Σεφέρης μόλις πάτησε το πόδι του στη Στοκχόλμη τον Δεκέμβριο του 1963 για να παραλάβει το πρώτο ελληνικό Νόμπελ λογοτεχνίας ήταν να δειπνήσει με τη γυναίκα του Μαρώ και λίγους εκλεκτούς φίλους. Ανάμεσά τους ήταν ο Σουηδός ελληνιστής, φιλέλληνας, φίλος και μελετητής του σεφερικού έργου Στούρε Λινέρ, ο οποίος ήταν επίσης ένθερμος υποστηρικτής της υποψηφιότητας του Σεφέρη στη Σουηδική Ακαδημία. Οπως περιγράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί», ο Σεφέρης αργά τη νύχτα δήλωσε ξαφνικά ότι λαχταρούσε να δει τον πίνακα του Ρέμπραντ «Συνωμοσία του Κλαύδιου Κιβίλι» στην Εθνική Πινακοθήκη της Στοκχόλμης. Οι φιλόξενοι Σουηδοί του έκαναν το χατίρι, η πινακοθήκη άνοιξε για τον Ελληνα νομπελίστα κι εκείνος έμεινε ώρα πολλή να κοιτάζει σιωπηλός τον πίνακα. Ο Λινέρ θυμάται: «Πολλά χρόνια αργότερα ο Σεφέρης ανέφερε ότι απ’ όλα τα λαμπρά και εντυπωσιακά πράγματα που είδε στις εορταστικές εκδηλώσεις για το Νόμπελ, πιθανώς ο πίνακας του Ρέμπραντ του έκανε την πιο έντονη εντύπωση. Ετσι μιλάει ένας αληθινός ποιητής – και μια μεγάλη προσωπικότητα».

Δεν κατάλαβε ότι έγινε πλούσιος

Χαρακτηριστική για την προσωπικότητα του Σεφέρη είναι επίσης η παραλίγο συμφορά που θα προξενούσε η φθαρμένη βαλίτσα που περιείχε το μεγάλο χρηματικό έπαθλο του βραβείου Νόμπελ, αφού σύμφωνα με τον Λινέρ ο Σεφέρης ζήτησε να το παραλάβει σε μετρητά. Η βαλίτσα λίγο έλειψε να χαθεί ανάμεσα στις πολλές συναντήσεις, συνεντεύξεις και μετακινήσεις, αλλά ευτυχώς βρέθηκε ξεχασμένη κάτω από έναν καναπέ του σουηδικού ξενοδοχείου όπου διέμενε. «Εζησε όλη τη ζωή του, τόσο από ανάγκη όσο και από κλίση, πολύ απλά και όταν του απονεμήθηκε το Νόμπελ σχεδόν δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι είχε γίνει ξαφνικά ένας πλούσιος άνθρωπος, με τα μέτρα της πατρίδας του» γράφει ο Λινέρ.

Εκείνο το βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου του 1963 στην παγωμένη Στοκχόλμη σφραγίστηκαν όχι μόνο η ζωή και το έργο του Γιώργου Σεφέρη αλλά και η λογοτεχνική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Σοβαρός και ευθυτενής, όπως πάντα, δίπλα στους Σουηδούς βασιλείς και με ακροατήριο όλο τον πλανήτη, ο Σεφέρης εκφώνησε τον ιστορικό λόγο του στα γαλλικά: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ενα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα και το φως του ήλιου». Και για τη γλώσσα μας: «Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα».

Τα αποχαρακτηρισμένα πρακτικά της Σουηδικής Ακαδημίας το 2013 (μετά 50 χρόνια) αποκάλυψαν ότι ήταν η τρίτη φορά που ο Σεφέρης ήταν ανάμεσα στους προτεινόμενους για βράβευση. Τις δύο προηγούμενες φορές (το 1955 και το 1961) τον είχε προτείνει ο σπουδαίος Τ.Σ. Ελιοτ. Την τρίτη φορά επιλέχθηκε ανάμεσα σε 81 υποψήφιους και στην τελική εξάδα επικράτησε ανάμεσα σε λογοτεχνικά μεγαθήρια όπως ο Μπέκετ, ο Μισίμα, ο Πάμπλο Νερούδα.

Μέλη της σουηδικής κοινότητας της Αθήνας έξω από το σπίτι του ποιητή στην οδό Αγρας 20 το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου για χορωδιακά συγχαρητήρια

Δεν τον υποδέχτηκε κανείς

Ο Νίκος Καρύδης, ποιητής, εκδότης του Ικαρου και του ποιητικού έργου του Σεφέρη, του Καβάφη και του Ελύτη, περιγράφει την ημέρα της ανακοίνωσης του Νόμπελ. Το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου ανηφόρισε στο σπίτι της οδού Αγρας στο Παγκράτι, γράφει στα ημερολόγιά του, και βρήκε τον Σεφέρη ήρεμο και τη Μαρώ να λάμπει ολόκληρη ανάμεσα σε λίγους φίλους και μερικούς δημοσιογράφους. Ο κόσμος δεν είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για το βραβείο, τηλεόραση δεν υπήρχε, κάποιοι περαστικοί έξω από τον εκδοτικό οίκο τον ρωτούσαν αν ο Σεφέρης ήταν αυτός που έγραφε τα λόγια στα τραγούδια του Μίκη (ιδίως στο «Περιγιάλι το κρυφό» από το ποίημα «Αρνηση»), ενώ μετά τη βράβευση οι πωλήσεις των βιβλίων του ήταν μέτριες. Ο στενός φίλος του Σεφέρη, μελετητής και καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος θα αναχωρούσε με τη γυναίκα του μαζί με το ζεύγος Σεφέρη για τη Στοκχόλμη στις 6 Δεκεμβρίου, βρισκόταν στην οδό Αγρας από νωρίς περιμένοντας την ανακοίνωση. Θυμάται, όπως έχει πει σε συνέντευξή του, μια παράξενη ησυχία τριγύρω. «Στον δρόμο είδα έναν Ιταλό δημοσιογράφο με μια κάμερα. “Εδώ είναι το σπίτι του Σεφέρη;” με ρώτησε. “Δεν είναι δυνατόν, δεν βλέπω κανέναν, πού είναι οι τηλεοράσεις, πού είναι ο κόσμος;”».

Πιο γλαφυρή είναι η ανάμνηση της Μαρώς Σεφέρη από τη στιγμή της ανακοίνωσης. «Δεκαπέντε μέρες είχαν κατασκηνώσει Σουηδοί δημοσιογράφοι στο σπίτι, όπως έκαναν με όλους τους υποψήφιους. Στη μία και επτά λεπτά τηλεφώνησε ο Σουηδός πρέσβης. Αν χάρηκαν το Νόμπελ Ελληνες συγγραφείς και ποιητές; Το δέχτηκαν όχι με ευχαρίστηση αλλά με έκπληξη. Με ζήλια. Τον πλήγωνε αυτό. Στο αεροδρόμιο όταν γυρίσαμε από τη Στοκχόλμη δεν ήρθε κανένας να τον υποδεχτεί». Ο ίδιος ο Σεφέρης είπε δυο φράσεις, όπως θυμήθηκε η σύζυγός του χρόνια μετά. «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν τόσο;». Και το βράδυ της ανακοίνωσης, όταν όλοι είχαν φύγει και οι δυο τους γύρισαν σπίτι έπειτα από μια μεγάλη, σιωπηλή βόλτα στον Υμηττό, της είπε: «Να μη με αφήσεις να το πάρω πάνω μου». Για την ιστορία, στο αεροδρόμιο την ημέρα που ο Γιώργος Σεφέρης έφερνε το πρώτο Νόμπελ στην Ελλάδα τον περίμεναν μόνο ο εκδότης Νίκος Καρύδης και οι δύο κόρες της Μαρώς από τον πρώτο γάμο της.

Ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφέρη αναχωρούν το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου 1963 από την Αθήνα με προορισμό τη Στοκχόλμη για την τελετή απονομής

«Πούλησε την Κύπρο για το Νόμπελ»

Η είδηση του ελληνικού Νόμπελ έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο αλλά και στην Ελλάδα. Την επομένη της τελετής, όμως, το θέμα έγινε απλό μονόστηλο ή υποχώρησε στις πίσω σελίδες του εγχώριου Τύπου. Η ταραγμένη πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα της εποχής (δολοφονία Λαμπράκη, παραίτηση Καραμανλή) μονοπωλούσε το ενδιαφέρον, δεν υπήρχε αρκετός χώρος για λογοτεχνικά ανδραγαθήματα. Η αδερφή του Σεφέρη Ιωάννα Τσάτσου είχε μιλήσει στον ποιητή για αρκετά κρεμασμένα μούτρα από «πατριωτάκια» στον χώρο της διανόησης, που αναμασούσαν κουβέντες για ένα «χρωστούμενο» Νόμπελ στην πατρίδα μας επειδή τα προηγούμενα χρόνια είχαν αγνοηθεί ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης… Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας μεγάλος κύκλος ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης πανηγύρισε το Νόμπελ. Και κάποιες ακραίες φωνές και φυλλάδες που έφτασαν στο σημείο να συκοφαντήσουν τον Σεφέρη ότι «πούλησε» την Κύπρο για το Νόμπελ, εκμεταλλευόμενος δήθεν τη διπλωματική θέση του ως πρεσβευτή στο Λονδίνο την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου (1959-60) περιθωριοποιήθηκαν αμέσως. Ο διάσημος Βρετανός βιογράφος του Σεφέρη Ρόντρικ Μπίτον στο βιβλίο «Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον Αγγελο» καταγράφει λεπτομερώς τα διπλωματικά συμβάντα, όπως και την αντίθεση του Σεφέρη ήδη από το «προσχέδιο του Παρισιού» σε σημεία της συμφωνίας, την οποία είχε φροντίσει να κάνει σαφή σε πρωτοκολλημένο υπόμνημά του προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Πάντως ο Αβέρωφ έκτοτε τον κράτησε μακριά από τις διαπραγματεύσεις.

Στο ίδιο βιβλίο αξιομνημόνευτο είναι και το απόσπασμα ενός φρικτού εφιάλτη που είχε δει και περιγράψει ο Σεφέρης το 1962, όταν είχε ζητήσει να απαλλαγεί από τα διπλωματικά του καθήκοντα στο Λονδίνο και είχε πλέον εγκατασταθεί με τη Μαρώ στην οδό Αγρας στο Παγκράτι. «Βρισκόταν στο όνειρό του στην Ακρόπολη. Ενα πλήθος είχε συγκεντρωθεί μπροστά στη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα. Με τον ενθουσιασμό παρουσιαστών ποδοσφαιρικού αγώνα περίμεναν τα αποτελέσματα ενός διαγωνισμού. Τώρα που κανείς δεν είχε πλέον ανάγκη από αυτές τις πέτρες έκαναν διαγωνισμό για να δοθούν σε πλειστηριασμό στον υψηλότερο πλειοδότη οι ναοί του λόφου της Ακρόπολης. Μέσα στη βουή χειροκροτημάτων, χτυπά το σφυρί του δημοπράτη. Ο εκλεκτός του πλήθους έχει κερδίσει και οι ναοί περιέρχονταν πλέον στην κατοχή ενός Αμερικανού βιομηχάνου οδοντόπαστας».

Το χρυσό μετάλλιο του βραβείου Νόμπελ, δωρεά Μαρώς Σεφέρη στο Μουσείο Μπενάκη

Εκθεση για τα 60 χρόνια στην Πινακοθήκη Μπίκα

Η έκθεση «Γιώργος Σεφέρης: Εξήντα χρόνια από το βραβείο Νόμπελ» στο ισόγειο της Πινακοθήκης Γκίκα είναι περιεκτική και συγκινητική, αφιερωμένη στην επέτειο της απονομής της ύψιστης λογοτεχνικής διάκρισης στον ποιητή. Περιλαμβάνει φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό από την ανακοίνωση της βράβευσης και από την επίσημη τελετή στη Στοκχόλμη, σειρά ντοκουμέντων και τεκμηρίων, όπως συγχαρητήριες επιστολές και τηλεγραφήματα, αφίσες, εφημερίδες της εποχής – ελληνικές και ξένες–, καθώς και προσωπικά αντικείμενα του ποιητή. Ξεχωριστό έκθεμα είναι ο δερματόδετος τόμος της ποιητικής συλλογής «Στροφή» του 1931, για τον οποίο η Μαρώ Σεφέρη γράφει σε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που επίσης εκτίθεται: «Μου δόθηκε στην Αίγινα χωρίς όνομα γιατί ήμουν ακόμη παντρεμένη με τον Α.Λ. (σ.σ.: εννοεί τον αξιωματικό του ναυτικού Ανδρέα Λόντο). Το είχε δέσει στην Αγγλία. Ηταν μεγάλο δώρο».

Κυρίαρχο στο κέντρο της αίθουσας είναι φυσικά το ίδιο το Νόμπελ, το φιλοτεχνημένο με ελληνικά παραδοσιακά στοιχεία δίπλωμα μαζί με το χρυσό μετάλλιο (φωτογραφία). Το βραβείο κατέληξε στο Μουσείο Μπενάκη ύστερα από δωρεά της Μαρώς σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή, μετά τον θάνατό του. Εντύπωση προκαλούν επίσης, εκτός από τις φωτογραφίες του ζεύγους μόλις πληροφορήθηκε τα νέα της βράβευσης στο σπίτι τους στην οδό Αγρας 20, και εκείνες από τη βραδιά της τελετής στη Στοκχόλμη, μερικά από τα τηλεγραφήματα που έφτασαν στο σπίτι. Τον ποιητή έσπευσαν να συγχαρούν ο Ανδρέας Εμπειρικός, ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Χένρι Μίλερ, η Σοφία Βέμπο, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ενώ το πιο χαρακτηριστικό γράμμα είναι του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, έργο τέχνης από μόνο του, σε φάκελο με μπλε και άσπρες ρίγες με κόκκινα γράμματα. Τέλος, εντυπωσιακά τεκμήρια της έκθεσης είναι τα δακτυλόγραφα των ιστορικών λόγων του Σεφέρη στη Στοκχόλμη γραμμένα στα γαλλικά, με τις ιδιόχειρες διορθώσεις του.

Το υλικό της έκθεσης προέρχεται από το αρχείο του Σεφέρη που βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη και από ιδιωτικές συλλογές.

Info
Μουσείο Μπενάκη, Πινακοθήκη Γκίκα (Κριεζώτου 3), Τετάρτη – Σάββατο 10.00-18.00, διάρκεια έως 24/2/ 2024