Την πρώτη φορά που άκουσα τον Γιώργο Πεφάνη να διδάσκει ήταν στο αμφιθέατρο της Σχολής Θεατρικών Σπουδών και τότε κατάλαβα αυτό που μου έλεγαν όλοι πως δεν πέφτει καρφίτσα στο μάθημα του. Με αφορμή το δεύτερο τόμο του έργου του «Επί σκηνής ΙΙ. Κριτική θεάτρου 2005-2020» που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική μας εξηγεί για το πότε ένας κριτικός θεάτρου ωφελεί και πότε γίνεται κακοποιητικός εξυπηρετώντας προσωπικές φαντασιώσεις. Υπάρχει αληθινός διάλογος μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιών με έναν κριτικό; Και, τελικά ποιος διαβάζει στις ημέρες μας κριτικές;
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο ΕΚΠΑ και κριτικός θεάτρου, Γιώργος Πεφάνης στο documentonews.gr.
Στο βιβλίο σας «Επί σκηνής ΙΙ. Κριτική θεάτρου 2005-2020» περιλαμβάνονται εκατόν είκοσι κριτικές και αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου τόμου. Ποια ήταν τα κριτήρια της επιλογής των κριτικών κειμένων;
Στην ουσία πρόκειται για θεατρικές κριτικές που είχαν γραφτεί τη συγκεκριμένη περίοδο και τις συγκέντρωσα σε έναν τόμο για να αποτελέσουν τρόπον τινά τη συνέχεια του πρώτου τόμου των Θεατρικών Κριτικών Επί σκηνής. Είναι όσες κριτικές έχουν δημοσιευθεί είτε σε έντυπη μορφή είτε σε κάποια ηλεκτρονική εφημερίδα. Όπως, καταλαβαίνετε κι εσείς δεν μπορώ να δω τα πάντα και δεν θέλω να δω τα πάντα, εξάλλου είναι τόσες πολλές οι παραστάσεις που δεν υπάρχει ο ανάλογος χρόνος. Δεν είναι μόνο ένα το κριτήριο, κάθε φορά είναι διαφορετικό. Για εμένα πολύ σημαντικό ρόλο παίζει το θεατρικό έργο αν μιλάμε για θέατρο πρόζας. Αρκετές φορές έχει να κάνει με τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς. Προσωπικά με ενδιαφέρει και η σκηνογραφία και η μουσική στο θέατρο.
Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο; Αφορά μόνο όσους ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο;
Πρόθεση μου είναι να μπορεί να το διαβάσει ο οποιοσδήποτε. Έτσι, κι αλλιώς οι περισσότερες κριτικές έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά ποικίλης ύλης και απευθύνονταν σε ένα ευρύ κοινό. Μπορεί να το διαβάσει κι ένας επαγγελματίας του θεάτρου που είναι και το ιδανικό, αλλά μπορεί να το διαβάσει και ο οποιοσδήποτε αναγνώστης. Μη ξεχνάμε το θέατρο είναι για όλους.
Μια κριτική πρέπει πρωτίστως να απευθύνεται στους συντελεστές ή στο κοινό;
Μια κριτική πρέπει να απευθύνεται και στον άνθρωπο που παίζει-συμμετέχει με όποιον τρόπο στην παράσταση, αλλά οφείλει να απευθύνεται και σε όποιον επιθυμεί να την διαβάσει. Παλιότερα οι θεατρικοί κριτικοί ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια επιλογής παράστασης για το κοινό. Οι κριτικοί ήταν λιγότεροι και πιο γνωστοί στο συνάφι. Μετά, τη διάδοση των σόσιαλ μίντια κάθε σάιτ, περιοδικό ή οποιοδήποτε άλλο μέσο έχει και έναν κριτικό που τις περισσότερες φορές συστήνεται και προωθείται ως επαγγελματίας. Έχουμε γεμίσει από κριτικούς και πολύ αμφιβάλλω αν το κοινό ενδιαφέρεται για την γνώμη τους. Όλη αυτή η υπερπροσφορά έχει αποδυναμώσει κατά μία έννοια το επάγγελμα του κριτικού που δεν είναι κάτι γενικό ούτε μια κριτική είναι κάτι απροσδιόριστο. Και μην ξεχνάμε πως όταν υπάρχει τέτοια υπερπροσφορά το κρινόμενο χάνεται μέσα στις πολλές απόψεις. Άλλο πράγμα είναι λέω τη γνώμη μου που σαφώς όλοι οι άνθρωποι έχουν αυτό το δικαίωμα ή μου αρέσει το θέατρο και βλέπω πολύ θέατρο και άλλο πράγμα είναι η εμπεριστατωμένη κριτική που προϋποθέτει παιδεία και τεχνογνωσία. Το κοινό σήμερα επηρεάζεται περισσότερο από τη διαφήμιση που γίνεται και πόσο αναγνωρίσιμοι είναι οι ηθοποιοί που παίζουν. Συχνά, μάλιστα προωθούνται από πολύ ισχυρούς κύκλους της βιομηχανίας και επιβάλλονται επίσης με διάφορους τρόπους.
Υπάρχει δηλαδή μια υποκουλτούρα που έχει επιτρέψει στον οποιοσδήποτε να αυτοαποκαλείται όπως θέλει; Από κριτικός μέχρι δημοσιογράφος;
Στις τελευταίες δεκαετίες η έννοια της υποκουλτούρας δεν έχει την ίδια σημασία με αυτή που υπήρχε τη δεκαετία του ΄60 ή του ΄70. Η υποκουλτούρα μπορεί να είναι μια υπόγεια δύναμη η οποία ωθούσε τα πράγματα προς τα πάνω , σε συγκρούσεις ή ανατροπές, υπήρχε δράση. Τώρα δεν υπάρχει ούτε καν αυτό. Υπάρχει έλλειψη μόρφωσης και παιδείας.
Υπάρχουν φορές που μια κριτική μπορεί να γίνει δυσάρεστη, άδικη ή υπερφίαλα αισιόδοξη. Ποιος είναι ο πιο ασφαλής και έντιμος δρόμος για έναν κριτικό;
Κάποτε, είχα στο μυαλό μου, όταν ξεκίνησα να γράφω κριτικές -κοντά στη δεκαετία του ΄90- πως αυτό που θέλω είναι να πληροφορήσω τον αναγνώστη για κάτι που έχω δει κι αυτό το κάτι έχει ένα ενδιαφέρον είτε με θετικό πρόσημο είτε με αρνητικό. Στη συνέχεια και με την αλλαγή του πολιτιστικού τοπίου στη χώρα μας έχω καταλήξει στην άποψη πως είναι προτιμότερο να γράφεις όταν κάτι σου κινεί το ενδιαφέρον, καλλιτεχνικά ή επιστημονικά. Εάν, βρίσκεις ενδιαφέρον σε μια παράσταση συμμετέχεις μετά σε αυτήν και αναπτύσσεις ένα διάλογο μαζί της, άρα και με τους συντελεστές της. Έναν ειλικρινή, υγιή διάλογο που σκοπό έχει να συνδράμει και όχι να τιμωρήσει τους καλλιτέχνες. Εκεί, θα φανούν και κάποιες ιδέες, σκέψεις ακόμα και συμβουλές προς τους συντελεστές που θα ενισχύσουν το καλό θέατρο. Εκεί, βέβαια, θα φανεί και κατά πόσο είναι και ο κριτικός ικανός να μπορέσει να βρει επαφή με το αντικείμενο του.
Πότε ένας κριτικός ξεπερνάει τα όρια με ιδιαίτερα αγενή και σκληρό τρόπο καταλήγοντας κακοποιητικός; Με λίγα λόγια αντί να βοηθάει τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς τους τρομοκρατεί.
Όταν κάποιος παρακολουθεί μία παράσταση με τη σκέψη του «ειδικού» που πάει να κρίνει, τότε έχει αποτύχει ως κριτικός. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει είναι να προβάλλει την δήθεν εξουσία που νομίζει πως έχει. Είναι θλιβερό και δυστυχώς το συναντάμε. Μερικοί νομίζουν πως όσο πιο σκληρός γίνεις τόσο καλύτερος κριτικός είσαι, αυτό είναι κακοποιητικό. Στην ουσία δεν αγαπούν το θέατρο, αγαπούν τον εαυτό τους κι αυτόν προβάλλουν. Για ποιο λόγο με απόλυτο και σκληρό τρόπο να διαπομπεύσεις μια παράσταση; Μήπως, μέσω αυτής της διαπόμπευσης επιβεβαιώνεσαι ο ίδιος; Δεν γίνεται να βγαίνει ένας κριτικός θεάτρου και να υπαινίσσεται πως έχει το αλάθητο, είναι ανόητο αυτό. Η σχέση ενός κριτικού με την παράσταση πρέπει να είναι ερωτηματική για να μην πω ερωτική, να υπάρχει μια συνομιλία, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να γράφεται. Ο ρόλος του οφείλει να είναι διαλεκτικός και συμβουλευτικός και όχι τιμωρητικός. Αν δεν περιμένεις να πάρεις τίποτα από την παράσταση είναι πολύ εύκολο να γίνεις επιθετικός και δικαίως αντιπαθής. Όπως, και εσείς γνωρίζετε πολύ καλά, μια καλή κριτική οφείλει να προβάλει τον δημιουργό και όχι τον κριτικό. Υπάρχουν πολλοί ημιμαθείς στο χώρο χωρίς σπουδές και το χειρότερο χωρίς παιδεία και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που γράφουν.
Δεν μπορούν όλοι να γράψουν. Κανείς δεν είναι ο αυτόκλητος εκτιμητής των πάντων. Υπάρχουν πένες που σε ευχαριστεί να τις διαβάζεις ξανά και ξανά και άλλες που σου προκαλούν δυσφορία. Όταν, δε αρχίζουν και τις αναφορές στο παρελθόν ή χρησιμοποιούν βαρύγδουπο λεξιλόγιο για να κρύψουν προφανώς το έλλειμα τους, τότε γελοιοποιούνται.
Εκτιμάτε ότι το Πρόγραμμα του ΤΘΣ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας σε έναν επαγγελματικό κλάδο ο οποίος είναι κάπως υποβαθμισμένος στη χώρα μας;
Θα μιλήσω για το δικό μας πρόγραμμα στο Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών το οποίο είναι δομημένο με τον εξής τρόπο. Όπως και τα περισσότερα έχει τις προπτυχιακές και τις μεταπτυχιακές σπουδές. Οι προπτυχιακές σπουδές δίνουν μια πιο ευρύτερη κουλτούρα γύρω από το θέατρο το οποίο το αντιμετωπίζουν ως ένα πολιτιστικό φαινόμενο που συνδέεται με πάρα πολλές άλλες εκφάνσεις του πολιτισμού, με την ιστορία, τη γλωσσολογία, την αρχαία ελληνική γραμματεία, την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία. Με λίγα λόγια προσφέρουν μια σφαιρική γνώση στους φοιτητές μας έτσι ώστε παίρνοντας το
πτυχίο τους να είναι σε θέση να μπορέσουν να ενταχθούν σε διαφορετικά επαγγελματικά πεδία. Από έναν θεατρικό οργανισμό μέχρι και στην εκπαίδευση. Η ειδίκευση σε ό,τι αφορά την έρευνα δίνεται από τα ερευνητικά εργαστήρια που έχουμε και ό,τι αφορά τη διδασκαλία δίνεται στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών που έχουμε τρεις ειδικεύσεις.
Η μία είναι η διδακτική του θεάτρου, η δεύτερη είναι δραματουργία και παράσταση που είναι αμιγώς πιο θεατρολογική προσανατολισμένη και η τρίτη είναι η θεατρική μετάφραση και δημιουργική γραφή. Εκτιμώ πως ένας θεατρολόγος που ολοκληρώνει τις σπουδές του έχει όλα τα εφόδια όχι μόνο για να βρει μια δουλειά αλλά και για να διαπρέψει. Το θέατρο αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς αναθεώρησης των ορίων του, των τεχνικών του λειτουργιών και κυρίως των σχέσεων του με το κοινό.
Αξιολογήστε μου το θέατρο στην Ελλάδα
Δύσκολες ερωτήσεις-δύσκολες απαντήσεις κι από που να το πρωτοπιάσουμε. Ας ξεκινήσουμε από τους θεατρικούς συγγραφείς. Αυτή τη στιγμή έχουμε κάποιους καλούς συγγραφείς συγκριτικά όμως με την προγενέστερη γενιά δραματουργών έχουμε στέρηση.
Που οφείλεται αυτό; Θέλω να πω πως έχουμε κοινωνικόπολιτικό ιστό που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο
Κοινωνικοπολιτικό ιστό έχουμε, πένες που να επαρκούν δεν έχουμε. Υπάρχει η τάση τους θεατρικούς συγγραφείς να τους μετατρέπουν σε κατασκευαστές κειμένων ενώ είναι δημιουργοί. Θέλω να πω η γενιά του Καμπανέλλη είχε καλύψει το δεύτερο ήμισυ του 20 ου αιώνα έχοντας ανακαλύψει το μεταπολεμικό και μεταπολιτευτικό θέατρο στην Ελλάδα και κατά την άποψη μου ήταν η ισχυρότερη γενιά θεατρικών συγγραφέων που έβγαλε η χώρα. Τώρα υπάρχουν σημαντικοί συγγραφείς που αξίζει κανείς να τους μελετήσει και να συμπορευτεί μαζί τους, όπως ο Γιάννης Μαυριτσάκης, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο Θανάσης Τριαρίδης, όμως δεν είναι ίδια η ποιότητα των έργων που βλέπαμε κάποτε. Αυτό μπορεί να είναι συγκυριακό και εύχομαι γρήγορα να περάσει γιατί το έχουμε ανάγκη. Σε επίπεδο σκηνής παρατηρούμε πολλά νέα πρόσωπα, ηθοποιούς και σκηνοθέτες που βλέπεις πως υπάρχει η επιθυμία, η ζέση να δημιουργήσουν αλλά δεν είναι ακόμα έτοιμοι να ολοκληρώσουν τη σύνθεση τους. Ζούμε σε μια εποχή κερματισμού της αισθητικής εμπειρίας και οι άνθρωποι προτιμούν το αποσπασματικό, το ημιτελές από ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης που θα το βλέπαμε πάνω στη σκηνή. Είναι δύσκολο και ίσως άδικο να συγκρίνεις έναν σκηνοθέτη της σύγχρονης γενιάς που έχει ανδρωθεί με κάποιες επιρροές από τις μεταμοντέρνες προτάσεις με έναν δημιουργό της νεωτερικότητας ο οποίος ήταν άνθρωπος που ήθελε να οδηγηθεί σε ολοκληρωμένες συνθέσεις, όπως ο Βολανάκης ή ο Ευαγγελάτος. Παρόλο αυτά υπάρχουν σημαντικοί καλλιτέχνες και μέσα στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας αισθητικής οι οποίοι κάνουν πολύ έρευνα και είναι και πάρα πολύ αξιόλογοι.
Κλείνοντας, κύριε Πεφάνη ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Θα βγει ένα βιβλίο για τον Καμπανέλλη που έχει να κάνει με παλιότερες μελέτες μου για τα τραγούδια του, για το ιστορικό βάρος που είχε ο Καμπανέλλης στο ελληνικό θέατρο και φυσικά δεν έχει να κάνει με επετείους που στην ουσία είναι σαν να θέλεις να κάνεις το χρέος σου οπότε και αφιερώνεις ένα έτος. Έχουμε ένα συλλογικό τόμο που ετοιμάζουμε για τον Σπύρο Ευαγγελάτο και δρομολογούνται κι άλλες μελέτες που όπου να είναι ολοκληρώνονται.