Γιώργος Μακράκης: Πέθανε ο πατριάρχης της ελληνικής δισκογραφίας

Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή την περασμένη Τετάρτη

Ο άνθρωπος αυτός με τα γυαλιά, το μουστάκι και το καλοσυνάτο χαμόγελο έμοιαζε περισσότερο με δάσκαλο παρά με δισκογραφικό παράγοντα. Και ήταν δάσκαλος, όχι μόνο για όλους όσοι ασχολούμαστε με το ελληνικό τραγούδι, μα πρωτίστως για τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε. Ηταν αρχές του 2000 που η ανερχόμενη δισκογραφική Legend του Κώστα Γιαννίκου άρχισε να μαζεύει τα μεγαλύτερα ιστορικά ονόματα στις τάξεις της, αρχής γενομένης από τον Μανώλη Μητσιά και τη Μαρία Φαραντούρη. Είχα ρωτήσει τη Φαραντούρη σε συνέντευξη πώς κι έγινε η μεταγραφή της από τη Minos ΕΜΙ στη Legend. «Ακουσα τον παραγωγό μου, τον Γιώργο Μακράκη» μου απάντησε. «Δουλεύοντας 30 χρόνια κοντά του ήξερα πως εκείνος έκανε το σωστό». Διότι ο Μακράκης δεν ήταν εταιρειάρχης, όπως ο Πατσιφάς και ο Λαμπρόπουλος. Ηταν ένας ανεξάρτητος δισκογραφικός παραγωγός με όραμα και ένστικτο, ίσως ο μοναδικός Ελληνας αντίστοιχης εμβέλειας με συναδέλφους του από το εξωτερικό.

Η μισή εργογραφία των μεγαλύτερων συνθετών πέρασε από τα χέρια του: Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Σπανός, Μικρούτσικος, Λεοντής, Κραουνάκης κ.ά. Τραγουδίστριες και τραγουδιστές σαν τη Μοσχολιού, τη Φαραντούρη, τον Νταλάρα, τον Μητσιά, τον Κόκοτα έπιναν νερό στο όνομά του. Και δικαίως, διότι η αλήθεια είναι πως ο Μακράκης, αν και δρούσε στο περιθώριο της δημοσιότητας, είχε φτιάξει πολλές καριέρες στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση και μετά. Υπήρξε δραστήριος και παραγωγικός ακόμη και όταν η χρυσή εποχή της δισκογραφίας άρχισε να πνέει τα λοίσθια στη χώρα μας. Αυτός ήταν που πρότεινε στο μεγάλο κοινό τραγουδιστές της πίστας σαν τον Γιάννη Πλούταρχο. Ηξερε πως η δισκογραφία είναι βιομηχανία και πως κάθε τραγούδι, ξέχωρα από την καλλιτεχνική ταυτότητά του, είναι και προϊόν προς πώληση. Τον συνάντησα πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε μια δισκοπαρουσίαση. Δεν θα ξεχάσω τη Βίκυ Μοσχολιού με παντελόνι πιέτα και ψηλοτάκουνες γόβες που έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του σαν να ήταν πατέρας της. Το κασετοφωνάκι μου άρχισε να γράφει.

Το ταξίδι του στη δισκογραφία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, συνεργαζόμενος με τον Βασίλη Τσιτσάνη, συνεργασία που κράτησε μέχρι το τέλος του λαϊκού συνθέτη. Η δουλειά του Μακράκη βασίστηκε κατά κόρον στη σχέση που φρόντιζε να χτίζει με τους δημιουργούς, τους συνθέτες και τους στιχουργούς. Πρώτα παραλάμβανε τελειωμένα τα τραγούδια και μετά επιδιδόταν σ’ ένα «κάστινγκ φωνών», όπως μου είχε πει χαρακτηριστικά. Υπό την καθοδήγησή του ο μέγας Γρηγόρης Μπιθικώτσης μπήκε στο στούντιο κάποτε και τραγούδησε Ξαρχάκο, Ακη Πάνου και Μούτση. Το ίδιο και η Γαλάνη, όταν, νεαρότατη, έβαζε τη φωνή της στο «Ακρογιαλιές δειλινά». Ο Μακράκης δεν δίσταζε να παρεμβαίνει ακόμη και στους στίχους προκειμένου να βγει άρτιο αποτέλεσμα. Σκέψου να ’χεις έναν Μάνο Ελευθερίου, έναν Κώστα Τριπολίτη κι έναν Λευτέρη Παπαδόπουλο και να τολμάς να κάνεις υποδείξεις. Νομίζω πως αυτό τον άνθρωπο τον εμπιστεύονταν όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, εξού και πάντα τον άκουγαν. Ή και να μην τον άκουγαν, σίγουρα υπολόγιζαν τη γνώμη του. Οπως ο Νότης Μαυρουδής, που με την παρότρυνσή του άλλαξε το «Ισως φταίνε τα φεγγάρια» με τη Βιτάλη από μπαλάντα σε χασάπικο – μια από τις σπάνιες φορές που παρενέβη και στη δουλειά ενός συνθέτη συνεργάτη του.

«Υπάρχει κάποιος που δεν δουλέψατε μαζί του και το έχετε απωθημένο;» τον είχα ρωτήσει. «Ο Μάνος Λοΐζος» μου απάντησε, «παρότι τον αγαπούσα πολύ και ήμασταν συχνά ο ένας μες στα πόδια του άλλου». Εκείνη η κουβέντα με τον Μακράκη τελείωνε με την εξής ερώτηση: «Τι σας κράτησε τόσα χρόνια στη δισκογραφία;». Απάντηση: «Η αγάπη για το τραγούδι και η ελευθερία που μου δινόταν από τις εταιρείες. Η πρόσφατη μεταγραφή έγινε όταν η προηγούμενη εταιρεία της Φαραντούρη αρνήθηκε να κυκλοφορήσει τη συναυλία της με τα τραγούδια του Λόρκα. Πήρα τη Μαρία, πήρα και τον έτοιμο δίσκο και πήγα εκεί που προθυμοποιήθηκαν να τα βγάλουν. Επειτα δεν ήταν δύσκολο να μ’ ακολουθήσουν και άλλοι τραγουδιστές που γνωριζόμαστε για δεκαετίες. Ξέρετε, σπάνια ένας τραγουδιστής να μιλήσει για τον παραγωγό του, ονομαστικά τουλάχιστον. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως “έγιναν” από μόνοι τους, από το ταλέντο τους και από την τύχη τους. Εγώ επέλεξα μια ζωή να δουλέψω με καλλιτέχνες τελειομανείς που έγιναν φίλοι μου και οικογένειά μου». Ο Γιώργος Μακράκης έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τετάρτη, σε ηλικία 82 ετών. Υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος πατριάρχης της εγχώριας δισκογραφίας και ο χαρακτηρισμός «αναντικατάστατος» του ταιριάζει πραγματικά για όλα όσα πρόσφερε τα τελευταία 60 χρόνια.