Γιώργος Μάγκας: Τον θάνατο σκέφτομαι την ώρα που παίζω κλαρίνο

Φωτογραφία Κωνσταντίνος Ρουμελιώτης

Η ψευδής είδηση για τον χαμό του βιρτουόζου κλαριντζή, η συνάντηση στη Λιβαδειά, η αφήγηση μιας ανεπανάληπτης ζωής

Τη συνάντησή μου με τον Γιώργο Μάγκα έκλεισε η συναδέλφισσα Κατερίνα Κατή, η οποία μίλησε μαζί του όταν κυκλοφόρησε η είδηση του θανάτου του και με ενημέρωσε πως ο επιδραστικός κλαριντζής είναι εν ζωή. Ετσι την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στη Λιβαδειά, τον τόπο μόνιμης κατοικίας του Μάγκα (και όχι Μάγγα), όπου μου αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής του. Μια ζωή που θυμίζει λαϊκό ανάγνωσμα ή σωστότερα παραμύθι. Στη συνέντευξη ήταν παρούσα η αγαπημένη του Τζούλη Τραχανά, η γυναίκα της ζωής του για 36 χρόνια, στην οποία χρωστά –κατά τη γνώμη μου– την καριέρα του. Το ρομάντζο τους, από το πώς γνωρίστηκαν μέχρι πώς κλέφτηκαν, θα μπορούσε να γίνει σενάριο ταινίας του Μπόλιγουντ. Και κάτι ακόμη: μέχρι να φτάσουμε από το σπίτι του έως τον χώρο όπου έγινε η συνέντευξη ο Μάγκας μου σύστηνε φίλους, συγγενείς και γείτονές του. Και όλοι του φώναζαν: «Αθάνατος».

Πώς νιώθετε, κ. Μάγκα, που σας πέθαναν και αναστηθήκατε;

Μου τηλεφώνησαν απ’ όλη την Ελλάδα για να μου συμπαρασταθούν. Απ’ όλη την Ευρώπη, μέχρι και από το αμερικανικό CNN. Το τηλέφωνό μου δεν σταμάτησε να χτυπάει έως τις τρεις το πρωί. Οι περισσότεροι μου έλεγαν: «Γιώργο, αυτό που σου έγραψαν ήταν μεγάλη δουλειά! Γιατί σ’ το κάνανε; Να απαντήσεις με μήνυση». Κι εγώ βέβαια τους είπα πως και ο Χριστός την ώρα που τον σταύρωναν παρακάλεσε τον πατέρα του να τους συγχωρέσει γιατί δεν ξέρανε τι κάνανε.

Την αρχική ανάρτηση έκανε ο Ανδρέας Κουβελογιάννης, ο οποίος δεν τη διέγραψε έως αργά τη νύχτα, ενώ στη συνέχεια δεν φάνηκε πουθενά.

Δεν τον ξέρω αυτό τον άνθρωπο, ασχέτως αν όλοι έγραφαν «ο φίλος μου ο Μάγκας». Δεν ξέρω πώς εννοούν το «φίλος μου». Στον Σπύρο Μπιμπίλα είπα: «Σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμώ, αλλά έκανες ένα μεγάλο λάθος. Στενοχώρησες όλη την Ελλάδα. Θέλω να βγεις στην τηλεόραση και να ζητήσεις συγγνώμη». Και άλλοι βγήκαν και δήλωσαν φίλοι μου χωρίς να είναι. Δεν ξέρω γιατί το κάνανε.

Γιατί πιστεύετε ότι έγινε όλο αυτό;

Δεν ξέρω. Να κάνανε τόσο μεγάλο λάθος; Πώς τους ήρθε να το γράψουν; Με είδαν σε κανένα νοσοκομείο και βγάλανε συμπέρασμα; Κατάλαβα ότι πολλοί νοιάζονται για μένα, αφού κλαίγανε παιδάκια 16 και 17 χρονών. «Πατέρα, ζει ο Μάγκας;» ρωτούσαν, «ζει, ρε παιδιά» απαντούσαν οι πατεράδες τους.

Είστε γεννημένος εδώ στη Λιβαδειά, έτσι δεν είναι;

Γεννήθηκα στη Θήβα στις 23 Αυγούστου. Η μάνα μου έκανε 30 παιδιά που της πέθαιναν. Ηταν έγκυος και πέρασε στη Θήβα, στη μεγάλη εκκλησία του Αϊ-Γιώργη, όπου του είπε: «Αϊ-Γιώργη μου, να μου ζήσει το παιδί και θα του δώσω το όνομά σου». Ετσι γεννήθηκα εγώ και με βγάλανε Γιώργο.

Περάσατε μεγάλη φτώχεια στα παιδικά χρόνια;

Μεγάλη… Ελεγα της μάνας μου «ρε μάνα, πάρε μου μια μπάλα», απ’ τις πλαστικές. Κι εκείνη μου ’λεγε: «Δεν έχω να σου την πάρω». Πέρασε απ’ το παντοπωλείο που πουλάγανε κρεμασμένες μπάλες, ρώτησε πόσο κάνανε και της είπαν ένα φράγκο. «Δεν έχω, δώσε μία στο παιδί μου κι άμα κονομήσω, θα σ’ το δώσω το φράγκο». Ετσι πήρα κι εγώ την μπάλα. Εμένα από μικρό με φωνάζανε Λαλάκη, έτσι με ξέρει ο κόσμος. Ρωτούσα «τι θα φάμε σήμερα» κι η μάνα μου έβγαζε μια σαλάτα ντομάτα, ένα πιάτο όλοι μαζί. Τα ίδια και τις άλλες μέρες, ώσπου η μάνα μου έπαιρνε βερεσέ κάνα μακαρόνι απ’ τον μπακάλη.

Ο πατέρας υπήρχε; Πού ήταν;

Υπήρχε ο πατέρας μου, αλλά η μάνα μου έκανε κουμάντο, ήμασταν να πούμε μητριαρχική οικογένεια. Ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο και με ήθελε γιατρό. Επαιζε στα πανηγύρια με τον Παπασιδέρη και μ’ όλους τους μεγάλους. Ομορφος, μπάνικος. Αμα σου πω ότι είχε και 150 γυναίκες (γέλια). Και λίγες λέω.

Σας έλειπε ο πατέρας;

Πολύ, πάρα πολύ… Είχα καλή μάνα όμως, τιμιοτάτη. «Ασ’ τον να πάει να κάνει ό,τι θέλει» έλεγε, «άντρας είναι. Στο σπίτι του θα γυρίσει». Την ίδια ώρα εκείνη γινόταν θυσία για τα παιδιά της. Απ’ το φουστάνι την έπιανα εγώ και προχωράγαμε. Την έχασα πριν από 25 χρόνια.

Πρόλαβε να σας δει μεγάλο και τρανό;

Οχι πολύ, αλλά πρόλαβε. Με ρωτούσε: «Γιώργο, είσαι φίρμα; Γι’ αυτό πάω στο μπακάλικο και όλοι μου λένε: “Τι παιδί είναι αυτό που έχεις, βρε Στυλιανή;”. Μα όλοι σε έχουν μάθει;». Ο γέρος ο πατέρας μου ήθελε να με σπουδάσει. Παρότι μουσικός, έλεγε: «Δεν μ’ αρέσει αυτό το επάγγελμα. Θα σπουδάσεις». Μόλις όμως έφευγε για το καφενείο των μουσικών που υπήρχε εδώ έπαιρνα το κλαρίνο του κι έτσι μικροσκοπικός που είμαι έμπαινα κάτω απ’ το κρεβάτι και έπαιζα. Είδε και απόειδε ο πατέρας μου, όπως και ο δάσκαλός μου που μ’ έβλεπε να έχω τη φλογέρα στην τσέπη μου. Τον πατέρα μου δεν τον επηρέαζε, του έλεγε μόνο: «Να διαλέξει το παιδί να γίνει ό,τι θέλει». Μια μέρα ο πατέρας μου είπε: «Πάω στα Τρίκαλα και θα σου πάρω ένα κλαρίνο». Ημουν γύρω στα δώδεκα. Πάει στα Τρίκαλα και βρίσκει τους μουσικούς που τον ήξεραν όλοι. Εκεί συνάντησε τον Καρακώστα· μεγάλο κλαρίνο.

– Τι θες εδώ, Θανάση;

– Θέλω να πάρω κλαρίνο του γιου μου.

– Δεν πάει σχολείο; Δεν του βγάζεις τα αυτιά του καλύτερα;

– Δεν θέλει σχολείο.

– Καλώς. Εχω ένα κλαρίνο. Ακόμη το έχω αυτό το κλαρίνο. Ο πατέρας μου ήταν 36 χρονών τότε.

Τον χάσατε νέο;

Πέθανε η μάνα του και το έβαλε μέσα του. Ελεγε: «Σου έχω κάνει πολλά. Θα έρθω κοντά σου». Υστερα από 20 μέρες πέθανε κι αυτός από μαρασμό. Τέλος πάντων, μου έφερε το κλαρίνο και με βρίσκει σταυροπόδι καταγής. Ετσι καθόμασταν, δεν είχαμε καν καρέκλες. «Σήκω πάνω» μου λέει. «Σ’ το πήρα αυτό απ’ τον μπαρμπα-Νίκο Καρακώστα. Για παίξε». Πραγματικά παίζω και κάνει ο πατέρας μου: «Ρε τον πούστη. Θα μάθει κλαρίνο τελικά». Εφευγε ο πατέρας μου κι εγώ είχα μεγάλη μάρα για το κλαρίνο.

Μάρα; Δηλαδή;

Λαχτάρα, έτσι το λέμε εμείς. Μ’ άρεσε, πώς το λένε… Ημουν πια 15 χρονών και ο πατέρας μου δεν ήξερε ότι παίζω. Δεν μ’ είχε ακούσει. Μεγαλώνοντας δηλαδή σαν να ντρεπόμουν να παίξω. Κάποια στιγμή είχε κλείσει δύο δουλειές ταυτόχρονα. Πού θα πήγαινε; Δεν μπορούσε και στις δύο. Του λέει ο Μίχος, πολύ καλός τραγουδιστής: «Γιατί, ρε Θανάση, το έκανες αυτό; Εκλεισες μ’ εμάς και έκλεισες κι αλλού;». Τα έκανε αυτά ο πατέρας μου. Του λέει μετά:

– Ο Λαλάκης παίζει τίποτα; – Δεν ξέρω τι παίζει.

– Δώσε μας τον Λαλάκη να πάμε να παίξουμε. Τι να κάνουμε τώρα; Οσο μπορεί…

Εγώ όμως θέριζα και κανείς δεν ήξερε ότι παίζω τόσο καλό κλαρίνο. Πήρα το βάπτισμα δίπλα στον Μίχο σε πανηγύρι εδώ στη Λιβαδειά. Με πιάνει ο πατέρας μου: «Σήκω ρε, πάρε το κλαρίνο σου και θα πας να παίξεις με τον μπαρμπα-Μήτσο τον Μίχο» ώστε αυτός να πήγαινε στην άλλη δουλειά. Εγώ να ντρέπομαι, αλλά με ξεσήκωσε κι ο ίδιος ο Μίχος. Παίρνω το όργανο και πάω. Από κάτω χίλια άτομα. Ο κόσμος έβλεπε ένα παιδάκι και ρώταγε τον μπαρμπα-Μήτσο: «Θα παίξει κλαρίνο αυτό;». Είχαμε ένα ακορντεόν, μια κιθαρούλα, ένα βιολί κι άλλη μια τραγουδίστρια. Την ώρα που έβγαλα το κλαρίνο και το κούμπωσα μου κάνει ο Μίχος: «Καλά το δένεις το κλαρίνο. Λες να παίζεις και καλά;». Αρχισα να παίζω τον «Ηλιο», την «Καραγκούνα» και οι άνθρωποι από κάτω να ωρύονται. «Ποιανού παιδί είναι αυτό;» ρωτούσαν όλοι. «Του Θανάση του Μάγκα» απαντούσε ο Μίχος. Και μετά: «Καλύτερα παίζει αυτός παρά ο γέρος του» (γέλια).

Εκείνη τη μέρα σηκώθηκαν όλοι και χόρεψαν και βγάλαμε σακούλες με λεφτά. «Δεν τα βγάλαμε ποτές τόσα λεφτά» έλεγε και ξανάλεγε ο μπαρμπα-Μήτσος. Εγώ δεν ήξερα να μετρήσω και το έκανε αυτός. «Βάλ’ τα καλά στην τσέπη σου, μη σου πέσουν» μου έλεγε. Το πρωί με πήγε στο σπίτι μου, στη μάνα μου που ξαγρυπνούσε.

Εβγαινε ο γέρος μου έξω και τον πιάνανε όλοι: «Μα πώς παίζει έτσι ο γιος σου, 15 χρονών παιδί;». Είχε χαζέψει ο γέρος μου. Ερχεται στις εννιά το πρωί, με ξαναπιάνει: «Για παίξε να σ’ ακούσω». Παίζω, οπότε αναφωνεί: «Ρε πούστη Λαλάκη, τι κλαρίνο είναι αυτό που παίζεις;». Χάρηκε πολύ κι αυτός. «Θα μου πάρετε μπάλα» λέω εγώ, αλλά με τα λεφτά που ’χα φέρει. Κάνει η μάνα μου: «Δέκα μπάλες θα σου πάρω». Μάζευα μπάλες και τις φύλαγα στο κρεβάτι μου. Δεν τις κλότσαγα για να μην τις χαλάσω.

Ησασταν καλός και στο ποδόσφαιρο;

Εκανα καλά και πολλά ποδαράκια. Η μάνα μου δεν μ’ άφηνε γιατί φοβόταν μη σπάσω κάνα πόδι. Την ίδια περίοδο ο πατέρας μου θέλησε να με στείλει να πάρω μαθήματα κλαρίνου. Επαιζα στην εκκλησία του Αϊ-Γιάννη του Ρώσου που είχαν ορχήστρα στην οποία ήταν και ο πατέρας του Βασίλη Σαλέα. Μόλις τον άκουσα έπαθα πλάκα. «Σ’ αυτόν θα με στείλεις» είπα του πατέρα μου. Δεν καταλάβαιναν αυτοί από λεφτά. «Πόσα θες για τα μαθήματα;» τον ρώταγε ο πατέρας μου κι αυτός απαντούσε: «Αϊ φύγε, ρε Θανάση. Δώσε ό,τι θες. Σιγά μη σου πάρω λεφτά εσένα». Του έδωσε τελικά 2.000 δραχμές, πάμε σε μια ψησταριά και ο Νίκος ο Σαλέας χαλάει όλα τα λεφτά επιτόπου.

Δεν τα βάζανε στην τσέπη, γλένταγαν τη ζωή τους. Αρχισα να πηγαίνω στου κυρ Νίκου κι έβλεπα μικρό τον γιο του, τον Βασίλη. Του έφτιαχνα χάρτινες σαΐτες. Είναι πολύ καλό παιδί ο Βασίλης και καλός μουσικός. Εκατσα πέντε μήνες δίπλα στον κυρ Νίκο, μου έδειξε μόνο τρία τραγούδια.

Γιατί αυτό;

Γιατί γύρναγε, δεν τον βρίσκανε και καθόλου στο σπίτι του. Με πίστευε ο Σαλέας και όταν ήρθε και με είδε στην Αθήνα πια, στο κέντρο Βοσκοπούλα, έχοντας φτιάξει πια το ονοματάκι μου, φώναζε ενθουσιασμένος: «Τι παίζεις ρε; Μπράβο, μπράβο». Ηρθε και με χάιδεψε στα χέρια. Αφού τον είχα δάσκαλο κι ας μη μου ’δειξε και πολλά πράγματα.

Η φήμη σας έφτασε νωρίς μέχρι και στη Φιλιώ Πυργάκη.

Α, βέβαια. Λέει μια μέρα: «Γιατί δεν μου φέρνετε το παιδί αυτό να παίξουμε στον Εξαρχο;». Είχα φτάσει πια 30 χρονών. Μου τηλεφωνεί αυτή και μου δίνει ραντεβού στην Αθήνα, στο Καφενείο των Μουσικών στη Μενάνδρου. Ωχ μανούλα μου, μόλις μ’ άκουσε η Πυργάκη έπεσε κάτω, λιποθύμησε. Πέταγαν τα χέρια μου στο κλαρίνο. Παίξαμε μαζί για οχτώ μήνες, πήγαμε παντού. Μετά με ζήτησε ο Κάβουρας που τον είχε γελάσει κάποιος και δεν πήγαινε στο μαγαζί να παίξει. «Θα έρθεις εσύ να παίξεις;» με ρώτησε. Εκατσα κάνα χρόνο και με τον Κάβουρα, ώσπου έπιασαν και τον Γιώργο Τσαούση και του είπαν: «Πάρε κλαρίνο τον Γιώργο Μάγκα να σωθείς». Μ’ είχε ακούσει, αλλά δεν με ήξερε. Η Πυργάκη ήταν μεγάλη τραγουδίστρια. Πήγα στην κηδεία της και έπαιξα. Το ίδιο στου Κάβουρα και στου Τσαούση.

Σε ποια ηλικία κατεβήκατε στην Αθήνα;

Στα 18-19 μου. Ηθελα να πάω να βρω την τύχη μου στο Καφενείο των Μουσικών στη Μενάνδρου. Να με γνωρίσουν.

Τον Μανώλη Αγγελόπουλο, που έσκιζε τότε, τον ακούγατε;

Ηταν καλός τραγουδιστής, τον άκουγα, αλλά ήταν και πολύ ωραίο παιδί. Και ο Πάνος Γαβαλάς ήταν τραγουδισταράς, πολύ μ’ άρεσε. Ο Καζαντζίδης όμως ήταν υπεράνω όλων. Εκεί σταματάμε. Ημασταν έτοιμοι να κάνουμε κάτι μαζί αλλά πέθανε.

Το κομμάτι «Τα βάσανα του Μάγκα στην Ομόνοια» στον δίσκο σας «Αναρχος θεός» ήταν βιωματικό;

Είχα περάσει πολλά βάσανα, δεν είχαμε να φάμε. Είχα κάνα δυο φίλους στην Αθήνα μόνο (γελά).

Γιατί γελάτε;

Ε, μπερμπάντευα… Είχα ένα φίλο μουσικό, εβδομηντάρης τότε, που ό,τι του έλεγα το κάναμε: «Πάμε εκεί, πάμε εδώ;». Κάναμε παρέα και μ’ ένα Θωμά από την Καρδίτσα. Με προστάτευαν που ήμουν ο πιο μικρός. Περπατάγαμε στον δρόμο και με ρωτούσαν: «Σ’ αρέσει αυτή ρε;». Εγώ δεν ήξερα από τέτοια πράγματα, «ωραία είναι» τους απαντούσα κι αυτοί μ’ έβγαλαν στο κουρμπέτι. Ακόμη δεν είχα μπλέξει με καμία. Ημουν και μικροπαντρεμένος όμως.

Μέχρι που γνωρίσατε την Τζούλη Τραχανά.

Την Τζούλη τη γνώρισα στη Βοσκοπούλα. Μανούλι ήταν, γύρω στα 32. Και τώρα είναι ωραία γυναίκα.

Θα μου πείτε την ιστορία της;

Η Τζούλη ζούσε στην Αυστραλία για 15 χρόνια. Ηταν μοντέρνοι μετανάστες· έφυγε αεροπορικώς με τους δικούς της. Ο πρώην άντρας της ήταν μουσικός, τον είχε βρει από δω και πήγε να τον συναντήσει εκεί μαζί με τους γονείς του, τα πεθερικά της. Ο πεθερός της έπαιζε βιολί μαζί με τη Φιλιώ Πυργάκη. Στο μαγαζί που έπαιζε ο πεθερός της στο Σίντνεϊ την κάλεσε μια μέρα να πάει να τραγουδήσει. Η Τζούλη δούλευε σε εργοστάσιο τότε, αλλά κάθε εβδομάδα πήγαινε απ’ το μαγαζί κι έλεγε ένα δύο τραγουδάκια. Γρήγορα τη ζήτησαν σ’ άλλο μαγαζί στη Μελβούρνη που λεγόταν Υπάρχω. Παράλληλα δούλευε και με μηχανή σε ρούχα, έφτιαχνε κοστούμια. Είχε γνώση από δω, γιατί όταν τελείωσε το σχολείο στην Ελλάδα είχε βγάλει σχολή μοδιστρικής. Εβλεπε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες, τον Πρίσλεϊ, τον Μάικλ Τζάκσον, που τον είχε δει σε συναυλία στην Αυστραλία, και έπαιρνε ιδέες για κοστούμια. Εκεί που έραβε πέφτει στα χέρια της μια κασέτα με δικά μου κομμάτια. Πώς τα φέρνει η τύχη.

Μ’ άκουσε που έπαιζα τσιφτετέλια και τρελάθηκε. Της κάνει ο πεθερός της: «Αυτό είναι το παιδί του Θανάση Μάγκα που θα κάνει μεγάλη καριέρα». Γυρίζει στην Ελλάδα και στο μυαλό της με έψαχνε. Την καλούν σ’ ένα πανηγύρι στον Εξαρχο χωρίς να ’χει ιδέα από δημοτικά, αφού στην Αυστραλία έλεγε τα παλιά τα λαϊκά, τα κλασικά. Στο παραπάνω συγκρότημα έπαιζα εγώ με τον Τσαούση. Ο αδερφός μου, που έπαιζε μαζί μου αρμόνιο και κλαρίνο επίσης, βλέπει την Τζούλη και με πιάνει αμέσως: «Πού να δεις μια κοπελάρα. Πρέπει να την πάρεις μαζί σου σε επόμενο πανηγύρι». Την καλεί σε δουλειά ο πατέρας μας ο Θανάσης. Αρχίζει να την πασάρει στον γιο του, σ’ εμένα. Μεγάλη γάτα ήταν ο πατέρας μου. Με το που την πρωτοβλέπω, κεραμίδα στην κεφάλα μου. Κι εκείνη τα ίδια. Παντρεμένος εγώ τότε, παντρεμένη και η κυρία. Κόντεψα να φάω το κλαρίνο απ’ την καψούρα μου όση ώρα έπαιζα. Στη Βοσκοπούλα μέσα τα φτιάξαμε.

Είχατε όμως να περάσετε και τον σκόπελο των γάμων σας.

Της έλεγα εγώ με τρόπο αν ήθελε να φύγουμε, να κλεφτούμε. Δεν περνάγαμε καλά στους γάμους μας. Εξι παιδιά είχαμε, δύο εκείνη και τέσσερα εγώ. Με την Τζούλη δεν κάναμε παιδιά. Κανονίζουμε να κλεφτούμε κατά τη μία το μεσημέρι. Είπα να κοιμηθώ κάνα δυο ώρες για να ’μαι φρέσκος. Στο σπίτι μου από κάτω είχα ένα περίπτερο και έλεγα του περιπτερά: «Αμα με πάρει τηλέφωνο η κοπέλα, να με φωνάζεις για να μου δώσεις τάχα μου ένα σημείο για το ΠΡΟ-ΠΟ». Με ειδοποιούσε αυτός, η άλλη με κοίταγε απ’ το μπαλκόνι και μου φώναζε: «Πού πας;». Ανταμώσαμε με την Τζούλη στη μία στον Αγιο Φανούριο στα Νέα Λιόσια. Είχαμε πολλά λεφτά μαζί μας. Μπήκαμε σε ταξί. «Πού να πάμε;» τη ρωτάω και μου απαντάει: «Ξέρω γω;». Αποφασίζουμε να πάμε στον Πειραιά. Εκεί ήταν τα καράβια, ρωτήσαμε πού πάνε και μας είπαν στην Αίγινα. Και πήγαμε στην Αίγινα και κρυφτήκαμε για δυο μήνους.

Οσο πάει γίνεται και καλύτερο.

Οταν γυρίσαμε από την Αίγινα πήγαμε να μείνουμε στο Αιγάλεω. Εκεί είναι ακόμη το καταφύγιό μας. Θέλαμε να δούμε δυο τρεις φορές τον Σπύρο Ζαγοραίο στο μαγαζί του, αλλά δεν τον τρακάραμε ποτέ. Μείναμε 14 χρόνια στο Αιγάλεω. Πλάκα είχε και όταν πήγαμε να νοικιάσουμε σπίτι. Με ήξεραν εμένα, τι όνομα να δίναμε; Πάει η Τζούλη στον ιδιοκτήτη και του δίνει ένα άσχετο όνομα, αλλά αυτός με ήξερε γιατί ερχόταν και γλένταγε στον Ελατο. Τελικά χάρη στο όνομά μου πιάσαμε το σπίτι. Ηταν δύσκολα, ακόμη κρυβόμασταν στην Αθήνα.

Πότε αρχίσατε να ντύνεστε με τα ινδοπρεπή κοστούμια σας;

Οταν μπορέσαμε να ξαναβγούμε στην επιφάνεια η Τζούλη με ρώτησε αν μπορεί να εφαρμόσει πάνω μου τις ενδυματολογικές ιδέες της. Το δοκιμάσαμε. Στην αρχή μού έφτιαξε κάτι λίγο, αλλά του κόσμου του άρεσε. Θέλαμε πρώτα να δούμε αντιδράσεις. Το πρώτο μου κοστούμι ήταν ένα σακάκι με ασορτί γραβατίνι. Αργότερα φόρεσα μακριά, ινδικά. Πηγαίναμε στα ξένα κράτη και η Τζούλη μάζευε ρούχα και υφάσματα. Ξέρετε, η Τζούλη έλεγε να μου ράψει το ένα και να βάλει πάνω αξεσουάρ στο άλλο και την άλλη εβδομάδα τα έβλεπε στη βιτρίνα. Δεν έγινε μια και δυο αυτό, είχε τρομερό ενδυματολογικό ένστικτο. Στην αρχή μερικοί μας κορόιδευαν, αλλά δεν μας ενδιέφερε καθόλου. Αργότερα πολλοί άρχισαν να φοράνε μακριά ρούχα σαν καφτάνια.

Τι είναι για σας η τέχνη του αυτοσχεδιασμού;

Η σκέψη του μυαλού σου. Πρέπει να σκέφτεσαι για να παίξεις. «Αναρχος θεός» λεγόταν ο δίσκος μου – σαν και μένα άναρχος.

Σκέφτεστε κάτι συγκεκριμένο όταν παίζετε;

Είμαι φευγάτος. Μπορεί να σας δω το βράδυ στην αγορά και να μη σας γνωρίσω. Ξέρετε γιατί; Εχω το μυαλό μου μονίμως στο κλαρίνο. Εχω παίξει στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, στη Γαλλία, τη Βραζιλία, παντού, μέχρι και μαζί με τους Gipsy Kings. Στα σύνορα Γαλλίας – Ισπανίας και στην Ιμπιζα έπαιξα με τον μεγαλύτερο DJ. Από το Παρίσι κάποτε ζήτησαν το ταχύτερο κλαρίνο της Ελλάδας. Πήγαμε και θα έπαιζα με τον Ιβο Παπάζοφ από τη Βουλγαρία και τον Γιαρίκ Μουγιά, το καλύτερο κλαρίνο της Τουρκίας. Ακουγα να παίζουν ο Τούρκος με τον Βούλγαρο κι έλεγα: «Πού πας, ρε Γιώργο; Θα βάλεις τώρα κι εσύ χέρια;». Προτού βγω με πιάνει η Τζούλη: «Αν δεν τους κάνεις κόσκινο απόψε, θα φας ξύλο στο σπίτι». Επαιξα κι έγινε της τρελής. Σηκώθηκε όλος ο κόσμος και δεν μπορούσα να παίξω απ’ το χειροκρότημα.

Χρήματα πάντως βγάλατε. Και καλά χρήματα. Σας άλλαξαν καθόλου;

Δεν μπόρεσαν να μ’ αλλάξουν. Εγώ ποτές δεν λέω ψέματα. Δεν το προσκύνησα το χρήμα. Είπα όμως ότι έπρεπε να έχω ένα πιάτο φαΐ κι από κει και πέρα τέλος. Ερχόταν ένας, μου έλεγε: «Είμαι αρραβωνιασμένος και δεν έχουμε τίποτα». Του απαντούσα: «Κλείσε μου το τάδε γήπεδο να σας κάνω μια συναυλία». Επαιζα αφιλοκερδώς και τους τα έδινα όλα να πάρουν ένα διαμερισματάκι να μπουν μέσα.

Πιστεύετε ότι θα φτάνατε όπου φτάσατε αν δεν είχατε στο πλευρό σας την Τζούλη;

Η Τζούλη είναι καλός και πολύ έξυπνος άνθρωπος. Θα έφτανα, ναι, αλλά θα μου είχαν φάει και το μεδούλι. Με προστάτευσε αυτή η σχέση, γι’ αυτό και μας λένε αυτοκόλλητους.

Φοβάστε τον θάνατο;

Πολύ. Τον σκέφτομαι ανά πάσα στιγμή. Αυτόν σκέφτομαι την ώρα που παίζω κλαρίνο και κλαίει ο κόσμος. Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα κάποια στιγμή από μια γυναίκα: «Επειδή παίζετε τόσο λυπηρά, θέλω να έρθετε να παίξετε πάνω από τον τάφο της μάνας μου και του πατέρα μου μήπως τους αναστήσετε». Με πιάσανε τα κλάματα, δεν μπορούσα να της μιλήσω. «Κλαίτε;» με ρωτάει. «Κλαίω» της απαντάω, «τι κουβέντα ήταν αυτή που μου είπες;».

Την ώρα που παίζετε και σκέφτεστε τον θάνατο τον ξορκίζετε κιόλας;

Ναι. «Αϊ φύγε ρε από δω» σαν να του λέω. Τον σκέφτομαι όμως σαν περνάνε και τα χρόνια. Η Τζούλη μου λέει πως όλα έχουν ένα τέλος στη ζωή, δεν θα είμαστε για πάντα, αλλά εγώ κλαίω σαν μωρό με το που μαθαίνω ότι πέθανε κάποιος.

Τώρα που ζήσατε μια πρόβα θανάτου το καλαμπουρίσατε καθόλου;

Οχι, καθόλου. Διάβαζα τα συλλυπητήρια των φίλων και έβλεπα να μου εύχονται καλό παράδεισο. Πολλοί μουσικοί έγραψαν: «Ηταν καλό παιδί ο Γιώργος. Καλό παράδεισο να ’χει». Πήγε ο γιος μου από κάτω και τους έγραψε: «Αϊ στο διάολο, παλιομαλάκες. Ζει και βασιλεύει ο πατέρας μου» (γέλια).

Ετικέτες