Γιώργος Κωνσταντίνου: «Η ζωή μας πλέον έχει πονηρέψει, όλα γίνονται για το συμφέρον»

Γιώργος Κωνσταντίνου: «Η ζωή μας πλέον έχει πονηρέψει, όλα γίνονται για το συμφέρον»
(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου μοιράζεται μνήμες από το παρελθόν και ρίχνει ένα γενναίο βλέμμα στο μέλλον.

Βγαίνει από τα καµαρίνια του θεάτρου Ζίνα και µε πλησιάζει χαµογελαστός. Μου προτείνει να κάνουµε τη συνέντευξη στους καναπέδες της σκηνής, όπου λίγες µέρες πριν τον είδα στην «Παγίδα» του Ροµπέρ Τοµά να υποδύεται έναν καλλιτέχνη του δρόµου και τον θαύµασα για το πώς καταφέρνει να παίζει τον µέθυσο χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές. Το πρώτο πράγµα που µου λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι ότι δουλεύει έναν θεατρικό µονόλογο µε θέµα τη ζωή και τον χρόνο. Πώς χωράει µια ολόκληρη ζωή στις δύο ηµεροµηνίες που υπάρχουν χαραγµένες σε ένα µνήµα και πώς η ιστορία του κόσµου µπορεί να στριµωχτεί σε ένα στικάκι. «Βλέπεις ουσιαστικά τη µαταιότητα της ζωής σε εκείνο το µικρό κενό που έχει το µνήµα. Ο άνθρωπος αυτός έζησε 70, 80, 90 χρόνια. Πέρασε θύελλες, πολέµους, τα πάντα. Κι όµως, όλα αυτά περικλείονται σε δύο ηµεροµηνίες» λέει.

Πότε είµαστε σε θέση να εκτιµήσουµε τη ζωή;

Ξέρετε ποιο είναι το κακό; Οτι µέχρι µια ορισµένη ηλικία δεν δίνουµε καµία σηµασία. Παίρνουµε τα πράγµατα όπως είναι. Ζούµε τη ζωή µας ως έφηβοι, µετά ως νέοι. Πάνε κι έρχονται τα πράγµατα, τα ξεχνάµε από µήνα σε µήνα, από χρόνο σε χρόνο. Οταν πλέον φτάνεις σε µια ηλικία αναρωτιέσαι πότε συνέβησαν όλα αυτά. Ούτε εσύ ο ίδιος δεν µπορείς να το πιστέψεις.

Πότε έρχεται η συνειδητοποίηση;

Από την προσωπική µου εµπειρία θα σας πω ότι όταν είµαστε νέοι δεν συνειδητοποιούµε πολλά πράγµατα. Ισως και η φύση να έχει φροντίσει γι’ αυτό. Γιατί αν αρχίζαµε να φιλοσοφούµε από τα 20, ή στα µοναστήρια θα καταλήγαµε ή θα παθαίναµε κατάθλιψη από τότε. Στη συνέχεια όλοι παθαίνουν βαθιά κατάθλιψη και τρέχουν στους ψυχολόγους. Και ίσως τρέχουν γιατί ξαφνικά βλέπουν τη ζωή να χάνεται και σκέφτονται πόσος χρόνος τους αποµένει ακόµη. Ολα αυτά που δεν σε απασχολούσαν όταν ήσουν νεότερος και έβλεπες να περνάει ο χρόνος χωρίς να δίνεις σηµασία, σου φαίνονται σηµαντικά µεγαλώνοντας.

Εσείς τι κάνετε γι’ αυτό;

Είµαι από τους ανθρώπους που παίρνουν φόρα και προχωράνε µπροστά. Και τα αφήνουν όλα πίσω. ∆εν θέλω να σκέφτοµαι το παρελθόν, θέλω να βλέπω το µέλλον. Οσο µικρό κι αν είναι αυτό, δεν έχει σηµασία. Θα µου έφερνε περισσότερη κατάθλιψη η σκέψη πόσο µικρό είναι το µέλλον, αλλά δεν το συνειδητοποιώ. Αµύνεται ο οργανισµός µου. ∆εν θα ήθελα να είµαι στην κατηγορία των ανθρώπων που σκέφτονται «όλα αυτά περάσανε… και τι κάνω τώρα;».

Κάνετε χιούµορ µε τον εαυτό σας;

Υπερβολικά πολύ. Και χιούµορ και αυτοσαρκασµό και κριτική. Ενας τρόπος να τα βρεις µε τον εαυτό σου είναι να µιλάς µαζί του. Εντάξει, από νέος σκεφτόµουν πάρα πολύ και έλεγχα τον εαυτό µου και του έλεγα «τι κουταµάρα έκανες τώρα;». Η διαφορά ήταν ότι τότε τα ξέχναγα µέσα σε 24 ώρες και πιθανότατα έκανα ξανά το ίδιο λάθος. Τώρα όµως τα πάντα ελέγχονται και κρίνονται περισσότερο.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Η ιδιότητα του ηθοποιού σας βοήθησε να έχετε αυτοπειθαρχία;

Νοµίζω ότι το κύριο πράγµα που σοβάρεψε τη ζωή µου και της έδωσε νόηµα ήταν αυτή η δουλειά. Λειτούργηµα θα το πω, γιατί για µένα αυτό είναι. Ξέρετε, αν ο ηθοποιός που παίζει πάνω στη σκηνή σέβεται τον εαυτό του και το κοινό που είναι κάτω, η πειθαρχία είναι γι’ αυτόν σοβαρή υπόθεση. Από τη µια ο εξαναγκασµός, το καθήκον να πας να παίξεις σε µια παράσταση ή σε µια ταινία, σε βάζει σε πειθαρχία· δεν γίνεται διαφορετικά. Αλλά και το ότι οφείλεις να σκεφτείς τι θα κάνεις, πώς θα παίξεις, πώς θα αναλύσεις αυτό που κάνεις σου δίνει την απόλυτη πειθαρχία στη ζωή σου. Γι’ αυτό όταν τελειώνει το πανηγύρι της παράστασης οι άνθρωποι πάνε στα µπαρ. Προσωπικά δεν ήµουν από αυτούς, αλλά ξέρω καλά ότι ξεδίνουν και χαλάνε τον κόσµο γιατί είναι η στιγµή της απόλυτης ελευθερίας, της ανευθυνότητας.

Εσείς πώς επανέρχεστε στον εαυτό σας έπειτα από µια παράσταση;

Στα νεανικά µου χρόνια µε παρέες, µε γέλιο, γιατί πηγαίναµε και περιοδείες και εκεί έχεις έναν κύκλο, µια κλειστή κοινωνία δέκα ατόµων, µε τα οποία βρίσκεστε συνέχεια. Πλέον βέβαια έχω άλλες ενασχολήσεις. Επειδή µου αρέσει πάρα πολύ να γράφω –και γράφω πάρα πολύ–, θέλω να πάω σπίτι µου να κάτσω να γράψω, να σκεφτώ. Πάντως δεν µένω ανενεργός καθόλου. ∆εν είµαι από τους ανθρώπους που πηγαίνουν σπίτι, τρώνε και πέφτουν για ύπνο. Οσες ώρες έχω κενές θέλω να τις συµπληρώνω πάντα κάνοντας κάτι.

Τι γράφετε;

Πιο πολύ θέατρο. Εχω κάποια έργα στο συρτάρι – ουσιαστικά γράφω για τον εαυτό µου. Μου αρέσει να τα διαβάζω, να βλέπω τι έχω κάνει.

Πριν από λίγα χρόνια κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία σας, στην οποία αποτυπώνονται αρκετές σκέψεις σας.

Εχουν γραφτεί πολλές βιογραφίες που αποτελούν ξερή παράθεση γεγονότων. ∆εν µου λέει τίποτε αυτό. Εγώ δεν γράφω έτσι, κάνω ανάλυση των πραγµάτων όταν γράφω. Στο βιβλίο εκείνο για παράδειγµα µιλούσα για τα παιδιά της γειτονιάς µου, για την περίοδο µετά την Κατοχή, γεγονότα στα οποία έτυχε να είµαι µπροστά, όπως ο τορπιλισµός της «Ελλης».

Πώς θυµάστε εκείνη τη µέρα;

Ηταν ∆εκαπενταύγουστος και ήµασταν στην Τήνο για να προσκυνήσει η µητέρα µου την Παναγία. Εκεί που κάναµε βόλτες στην πλατεία ξαφνικά ακούστηκε ένα µπουµ και ο κόσµος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Μάλιστα η µητέρα µου βάσταγε κι ένα καµηλό παλτουδάκι που µου είχε αγοράσει, το οποίο όπως τρέχαµε της έφυγε από τα χέρια. Θυµάµαι διάσπαρτες εικόνες, όπως ότι καθώς τρέχαµε κάτι µαύρα σίδερα µε καπνό περνούσαν πάνω από τα κεφάλια µας. Φαίνεται ήταν κοµµάτια από το πλοίο που είχαν εκτοξευτεί στον αέρα. Αλλη µια εικόνα που έχω ήταν απ’ όταν καµιά δεκαριά άνθρωποι µπήκαµε σε ένα καπηλειό και ο κάπελας έκλεισε τις πόρτες και µας είπε να µη φοβόµαστε. Η επόµενη εικόνα που έχω είναι να βρίσκοµαι πάνω σε ένα γαϊδουράκι σε ένα λόφο όπου µας είχαν πάει για να προστατευτούµε από ενδεχόµενη έκρηξη – υπήρχε ο φόβος ότι µέσα στην «Ελλη» υπήρχαν πυροµαχικά. Και η επόµενη εικόνα είναι να βρισκόµαστε εκεί ψηλά και να βλέπουµε την «Ελλη» από κάτω που φαινόταν µικρή και γύρω της υπήρχαν µαύρα στίγµατα – ήταν οι άνθρωποι που κολυµπούσαν. Τελικά δεν έγινε έκρηξη, η «Ελλη» απλώς βούλιαξε. Εχω κι άλλη µια εικόνα από όταν µας γύρισαν όλους τους προσκυνητές στον Πειραιά συνοδεία πολεµικών πλοίων και αεροπλάνων. Αυτό συνέβη τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο ξεκίνησε ο πόλεµος.

Τι εικόνες έχετε από τον πόλεµο;

Και εκεί είναι διάσπαρτες οι µνήµες. Η πρώτη εικόνα είναι να βρίσκοµαι στο σαλόνι, πάνω σε ένα τραπέζι όπου µε είχαν ανεβάσει και να ακούω τις σειρήνες. Μετά θυµάµαι ότι µείναµε µες στο σπίτι, δεν µπορούσαµε να πάµε πουθενά και ζούσαµε εκεί τρώγοντας κάποια πράγµατα που µας είχε στείλει ο θείος µου, ο οποίος το είχε σκάσει και είχε πάει αντάρτης µε τον Ζέρβα. Οταν µπορούσε µας έστελνε κάνα τσουβάλι ρεβίθια ή αλεύρι που άρπαζε από κάνα χωριό. Θυµάµαι επίσης τους ανθρώπους που περνούσαν κάτω από το σπίτι µας και φώναζαν «πεινάω… πεινάω». Είναι θολές εκείνες οι µνήµες.

Οταν βλέπετε τα σηµερινά παιδιά από τον πόλεµο στην Ουκρανία τι σκέφτεστε;

Οσο κι αν θέλει κανείς να µπει στην ψυχολογία αυτή και να νιώσει τι ζουν αυτοί οι άνθρωποι, δεν µπορεί. Είναι τροµακτικά θλιβερό το θέαµα των ανθρώπων οι οποίοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεµο. ∆εν έχει σηµασία τι έχουν αφήσει πίσω, το θέµα είναι να σώσουν τη ζωή τους. Παιδάκια ανήξερα, όπως ήµουν εγώ…

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Στην πλατεία Βάθης ζούσατε τότε;

Ναι.

Είχατε πει παλαιότερα ότι γύρω από το σπίτι σας υπήρχαν 70 πορνεία και µια εκκλησία.

Μετά την Κατοχή ήταν διαλυµένη η χώρα. Ωσπου να πάρει τα πόδια της πέρασαν δεκαετίες. Ως παιδί είχα ένα χαρακτήρα –δεν ξέρω, η θεία πρόνοια µου τον έδωσε– που δεν έρεπε στο κακό. Θα µπορούσα να έχω γίνει κλέφτης, απατεώνας, παλιάνθρωπος· δεν ξέρω τι. Τέτοια τραύµατα είχα. Κάτι όµως µε φύλαξε και πάντα είχα αποστροφή προς το κακό. Τα παιδιά από τη γειτονιά κλέβανε, κυνηγούσαν ζώα. Εγώ άφηνα τα παιδιά αυτά και πήγαινα σπίτι µου.

Ησασταν µοναχικό παιδί;

Ναι.

Με ποιους συζητούσατε όσα σας απασχολούσαν τότε;

Να µιλήσω µε κάποιον; ∆εν υπήρχε.

Αρα τα κρατούσατε µέσα σας.

∆εν υπήρχε κάποιος. Ηταν τα παιδιά που ήταν στην ίδια µοίρα µ’ εµένα, δεν είχαν επίγνωση τι γίνεται. Η µητέρα µου επειδή ήταν ηθοποιός γύρναγε σε περιοδείες κι εγώ καθόµουν µε τη γιαγιά µου, η οποία ήταν µια αµόρφωτη γυναίκα που είχε έρθει από τα ∆ωδεκάνησα και είχε άλλα τέσσερα πέντε παιδιά. Ε, τι να συζητήσω; Με τον µόνο που συζητούσα ήταν ο εαυτός µου.

Η µητέρα σας ήταν ηθοποιός και ο πατέρας σας τενόρος. Εχετε πει παλαιότερα ότι ήταν πολύ δηµοφιλείς στην Αλεξάνδρεια. Πώς βρέθηκαν εκεί;

Πήγαινε ο θίασος εκεί. Ο ελληνισµός στην Αλεξάνδρεια ήταν πολύ αναπτυγµένος και πλούσιος. Εκεί είχαν αγαπήσει και τον πατέρα και τη µητέρα µου. Τους θεωρούσαν δικούς τους ανθρώπους και είχαν τεράστια επιτυχία.

Στα µπουλούκια πώς βρεθήκατε;

Με τη µητέρα και τον πατέρα µου. Ανεξαρτήτως αν είχαν χωρίσει και είχαν πλέον τυπικές σχέσεις, κάναν πολλές φορές και οι δυο τους δουλειά. Και τους ακολουθούσα κι εγώ ως παιδί. Στη Λαµία καθίσαµε ένα χρόνο, γιατί τότε οι οπερέτες είχαν µαζί τους καµιά εβδοµηνταριά έργα τα οποία δούλευαν µε τον υποβολέα –γιατί πού να θυµούνται τόσα έργα– και κάθε δυο τρεις µέρες άλλαζαν ρεπερτόριο. Ετσι στη Λαµία έβγαλα µια τάξη δηµοτικού σχολείου.

Πώς ήταν η Λαµία τότε;

Ενα χωριό. Είχε όµως αρκετό κόσµο που ερχόταν στις οπερέτες και έτσι µπορούσαµε να εξασφαλίσουµε το βραδινό µας φαγητό. Από το 1946 έως το 1948 ήταν άθλια. Τα τρία χρόνια µετά το τέλος του πολέµου ήταν πολύ δύσκολα. Στη συνέχεια ήρθε το Σχέδιο Μάρσαλ. Μας έστελναν από την UNRRA δέµατα που είχαν σοκολάτες, κονσέρβες και ήταν η χαρά της ζωής. Ζούσαµε σαν πρόσφυγες στη χώρα µας. Γιατί κι εκεί που µέναµε σαν προσφυγιά ήταν. Αλλοτε τις νύχτες κοιµόµασταν πάνω στη σκηνή, στο τσιµέντο.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Πότε σκεφτήκατε για πρώτη φορά να γίνετε ηθοποιός;

Μεγάλος και δεν ξέρω γιατί, ενώ είχα λάβει µέρος σε έναν ερασιτεχνικό θίασο και έπαιζα κανονικά. ∆εν µου είχε µπει όµως η ιδέα να γίνω ηθοποιός. Παρότι γέλαγε ο κόσµος και χειροκρόταγε, δεν µε ιντριγκάρισε αυτό το πράγµα. Από µια φράση της µάνας µου άρχισα να το σκέφτοµαι. Εβλεπε ότι όπου κι αν πήγαινα δεν κόλλαγα πουθενά και κάποια στιγµή µου είπε «θες να γίνεις ηθοποιός;» και είπα «ναι». Χωρίς όµως να το αισθάνοµαι, να το θέλω, να το χαίροµαι· έτσι απλά.

Οταν στο Εθνικό Θέατρο σας χαρακτήρισαν ατάλαντο πώς το πήρατε;

Από νέος ακόµη είχα µια αίσθηση του φυσικού θεάτρου. Ισως είχα επηρεαστεί από τις ταινίες που έβλεπα, όπου οι ηθοποιοί έπαιζαν απλά. ∆εν ξέρω αν είχα επηρεαστεί από αυτό ή το είχα µέσα µου – γιατί κι ο πατέρας µου έτσι απλά έπαιζε. Πήγα κι έδωσα εξετάσεις µε βάση αυτό που αισθανόµουν, µε βάση ένα µονόλογο του «Αµλετ». Ηταν όµως ο καιρός του στόµφου. Ανοιξαν την πόρτα και µε στείλανε. Και πήραν κάποιον άλλο που µπήκε µέσα και στοµφάριζε. Πάντως ο Κουν που τότε ήταν πολύ προχωρηµένος µε κατάλαβε όταν πήγα εκεί. Γνώριζε και τη µητέρα µου γιατί ήταν Αλεξανδρινός. Του είπα ένα ποίηµα και µε κράτησε.

Λέγεται ότι ήταν πολύ δύσκολος δάσκαλος, ότι όταν θύµωνε πέταγε τασάκια.

Στον Κουν µπορούσες να τα συγχωρήσεις όλα διότι ήταν ένας άνθρωπος δηµιουργός. Ο άνθρωπος δηµιουργούσε ηθοποιούς. Και γι’ αυτό του συγχώραγες όλο το άλλο. Επειδή δεν µπορούσε να δει το λάθος δεν το ήλεγχε, γι’ αυτό και θύµωνε, ειδικά όταν του έφερνες αντίρρηση. Εµείς ήµασταν νεοσσοί. Τι να πει ένας νεοσσός σε έναν άνθρωπο που έχει καταπιεί την τέχνη; Εκεί γινόταν τρελός, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν ο µέντοράς µας, τουλάχιστον σε όσους ήµασταν εκεί µέσα. Ηταν ο άνθρωπος που µας ενέπνευσε την τέχνη, ο άνθρωπος που έβαλε στη φλέβα µας το θέατρο. Εκεί µπήκε στη φλέβα µου το θέατρο. Πριν δεν ήµουν αυτό που λένε «καψούρης µε το θέατρο». Είµαι πάρα πολύ τυχερός που βρέθηκα σε αυτήν τη σχολή, όχι ότι θα µπορούσε να µου άλλαζε πάρα πολλά πράγµατα γιατί µέσα µου ήταν καθιερωµένο το φυσικό θέατρο, το να νιώθεις αυτό που παίζεις.

Το 1962 σας επέλεξε ο Μάνος Χατζιδάκις για την «Οδό Ονείρων». Τι συνέβαινε επί σκηνής και το αποτέλεσµα συζητιέται µέχρι σήµερα;

Ουσιαστικά η «Οδός Ονείρων» ήταν ένα θέµα πολύ αφελές. Ηταν σαν να ανέβασαν κάποια αθώα παιδιά µια παράσταση. Αυτό όµως µίλησε στον κόσµο. Ολη αυτή η αθωότητα που παρουσιαζόταν στη σκηνή, σε συνδυασµό µε τη νοσταλγική µουσική του Χατζιδάκι, δηµιουργούσε µια έλξη. Και φυσικά έπαιξαν πολύ καλοί ηθοποιοί, µεγάλοι πρωταγωνιστές όπως ο Χορν, η Κοντού, η Βλαχοπούλου. Εµείς ήµασταν οι νεοσσοί εκεί, απλώς συµπληρώναµε τις τρύπες. Η µαγεία της παράστασης ήταν η αθωότητα και αυτή η αθωότητα είναι που έκανε και κάνει µέχρι σήµερα να αρέσουν οι ελληνικές ταινίες. Η ζωή µας τώρα έχει πονηρέψει εντελώς. Ολα γίνονται µε στόχο το συµφέρον. Τον καιρό εκείνο δεν ήταν έτσι.

Οι ταινίες του παλιού ελληνικού σινεµά περιέγραφαν όντως την εποχή τους ή κάτι πιο εξιδανικευµένο; Γιατί στην πραγµατικότητα δεν ήταν εύκολη εποχή. Μιλάµε για µια µακρά περίοδο πολιτικών κλυδωνισµών και διώξεων.

Πιστεύω ότι µέσα από την εποχή εκείνη οι ταινίες έδειχναν τη γέννηση ενός νέου κόσµου. Ηταν ακριβώς αντίγραφα της ζωής µας τότε. Και οι λατερνατζήδες υπήρχαν και οι γύφτισσες και τα κορίτσια που έµοιαζαν στη Βουγιουκλάκη και οι νεαροί εραστές που έµοιαζαν του Κούρκουλου… του Αλεξανδράκη. Ολο αυτό ήταν εκείνη η εποχή, αλλά εκείνη η εποχή είχε µια αθωότητα. Ο κόσµος µετά τον πόλεµο, µετά τον πόνο που τράβηξε, είχε ανάγκη να συµφιλιωθεί, να έρθει ο ένας κοντά στον άλλο. Και γι’ αυτό τον λόγο αυτό υπήρχε και στις ταινίες. Αν δείτε, όλοι οι ηθοποιοί στα κινηµατογραφικά έργα είναι αγαπηµένοι. Και ο έρωτάς τους και τα πάντα ήταν µέσα σε µια αγάπη.

Υπάρχουν όµως και ταινίες όπως «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» που εδώ και χρόνια κι εγώ και άλλος κόσµος δεν µπορούµε να δούµε διότι δεν θέλουµε να βλέπουµε να χαστουκίζουν κορίτσια.

Ηταν µια αλήθεια της εποχής όµως. Τι να κάνουµε; Εχω φάει σφαλιάρες στο σχολείο – στο δηµοτικό κόντεψαν να µου ξεριζώσουν το αυτί. Ακόµη και στον στρατό έχω φάει ξύλο. Στον στρατό µας δέρνανε –κλοτσιές, µπουνιές– και µας έκαναν καψόνια. Μπορεί τώρα να επαναστατούµε µε αυτά που βλέπουµε, αλλά τότε υπήρχαν. Ηταν µια άλλη εποχή, µια πατριαρχική εποχή. Και αυτά άσχηµα ήταν, δεν ήταν ωραία και καθένας τα κρίνει µε τον χαρακτήρα του. Εµένα µου δηµιουργούσε πρόβληµα να δω να χτυπάνε µια γυναίκα. Πάντα ένιωθα τρυφερότητα προς τη γυναίκα, ίσως γιατί αγαπούσα πάρα πολύ τη µάνα µου.

Το «προφιτερόλ» από τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» σας κυνηγάει µέχρι σήµερα;

Με τραβάει όλη µου τη ζωή αυτό. Κάποιες στιγµές πηγαίναµε σε κάποιο εστιατόριο και αφού τρώγαµε, ερχόταν από την κουζίνα ένα τεράστιο προφιτερόλ σε λεκάνη. Και τώρα ακόµη, πριν από τρεις µέρες, µου είπε κάποιος στον δρόµο: «Ναι, αλλά δεν µας είπατε τίποτε για το προφιτερόλ». Εχει µείνει στον κόσµο. Και να σκεφτείτε ότι αυτό ήταν το εφαλτήριο για να γίνω πρωταγωνιστής. Από εκεί ξεκίνησα, πρώτα στο θέατρο και µετά στον κινηµατογράφο. Στα σπίτια του κόσµου πάντως µπήκα µέσα από την τηλεόραση.

Πώς γίνεται η καλή κωµωδία;

Προσωπικά δεν µπορώ να ξεχωρίσω την κωµωδία από το δράµα. Ενα έχω πει: ή κωµωδία παίξεις ή δράµα παίξεις ή µπούρδα παίξεις ή σαχλαµάρα παίξεις γιατί έχεις ανάγκη να δουλέψεις, να είσαι ειλικρινής σε αυτό που κάνεις. Υπάρχει ένα «πτυχίο» που πιστοποιεί ότι κάποιοι ηθοποιοί µπορούν να παίξουν εξίσου καλά κωµωδία και δράµα. Πιστεύω ότι ανήκω σε αυτούς. Βέβαια στην κωµωδία θα πρέπει να διαθέτεις στοιχεία χιούµορ και ως άνθρωπος, γιατί αν είσαι µονοκόµµατος είναι δύσκολο να παίξεις. Εχω περάσει από όλα τα είδη: από µιούζικαλ και επιθεώρηση µέχρι βαριετέ και δεν έχω χαρακτηριστεί – γιατί ο κόσµος καµιά φορά σε χαρακτηρίζει δραµατικό ή κωµικό ηθοποιό ή ως αυτόν που έπαιξε µια σαχλαµάρα και µετά µια άλλη σαχλαµάρα. Και αυτό γιατί ακόµη και το χειρότερο που έπαιξα περνούσε µέσα από την ψυχή µου και ο κόσµος έλεγε: «Κοίτα να δεις, το πιστεύει αυτό που κάνει». Και όταν το πιστεύεις σε δέχεται ο κόσµος και σου τα συγχωρεί όλα, ό,τι κι αν έχεις κάνει πάνω στη σκηνή.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Το ότι δεν τυποποιηθήκατε ως ηθοποιός σας κόστισε;

Τον καιρό που δεν τυποποιήθηκα βρέθηκα εκτός κινηµατογράφου, αλλά δικαιώθηκα. ∆ικαιώθηκα σήµερα και εκείνες οι ταινίες έγιναν κλασικές.

Υπήρξε κάποια στιγµή που να απογοητευτήκατε τόσο ώστε να σκεφτήκατε να κλείσετε τον κύκλο σας ως ηθοποιού και να ασχοληθείτε µε κάτι άλλο;

Αυτό είναι ανέκδοτο. Σε καµία περίπτωση. Αν σταµάταγα, θα ’χα φύγει κιόλας, δεν θα ζούσα. Ολη µου η ζωή είναι το θέατρο. Οσο βαστάνε τα πόδια µου δεν υπάρχει περίπτωση να το εγκαταλείψω.

INF0

«Η παγίδα» του Ρομπέρ Τομά, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, παρουσιάζεται στο θέατρο Ζίνα. Παίζουν οι Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Γιώργος Κωνσταντίνου, Εφη Μουρίκη, Τάκης Παπαματθαίου κ.ά. 

Documento Newsletter