Γιώργος Ν. Ευσταθίου: Γιώργος Ιωάννου, ο μεγάλος απών

O Γιώργος Ιωάννου (δεξιά) και ο Γιώργος Ν. Ευσταθίου φωτογραφημένοι από τον Κώστα Κάτσουλα το 1980

Μελετητές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και φίλοι του σπουδαίου ποιητή και πεζογράφου γράφουν για το έργο και την προσωπικότητά του με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τον θάνατό του (έφυγε από τη ζωή στις 16 Φεβρουαρίου 1985).

Ο Γιώργος Ν. Ευσταθίου είναι συγγραφέας

Μετράω τα χρόνια της απουσίας, αλίμονο, και τα βγάζω σαράντα, το νούμερο στρογγυλό. Πολλά τα καλοκαίρια και οι χειμώνες που πέρασαν χωρίς τον Γιώργο Ιωάννου ανάμεσά μας, τον ακριβό φίλο και σπουδαίο λογοτέχνη, τον μεγάλο απόντα.

Η μόνη, ίσως, παρηγοριά είναι το σπουδαίο έργο του, όσο πρόλαβε να μας καταθέσει μέχρι τον ξαφνικό χαμό του στις 16 Φεβρουαρίου του 1985, τότε που καταξιωμένος πλέον συγγραφέας στην ηλικία των πενήντα οκτώ χρόνων και σε πλήρη ωριμότητα έδειχνε να κορυφώνει με τρόπο ξεχωριστό τη συνεισφορά του στα γράμματα, με την καρποφορία του να είναι σίγουρη και σπουδαία!

Κι όμως, όλα πήγαν στράφι, τόσα σχέδια τα ξετίναξε ο θάνατος. Λίγες μέρες μετά, την Τρίτη 26 Φεβρουαρίου συγκεκριμένα, διάβασα στην εφημερίδα «Τα Νέα» ένα σημείωμα μικρό, ούτε μισό μονόστηλο δεν ήταν, με λέξεις τρυφερές του Κώστα Γεωργουσόπουλου κάτω από τον τίτλο: «Ο,τι έμεινε».

«Μια εβδομάδα ήδη πέρασε από τότε που εκοιμήθη ο Γιώργος Ιωάννου. Αλλοι ικανότεροι και αρμοδιότεροι θα μιλήσουν για το έργο του. Εγώ, με την απόσταση μιας εβδομάδας, όχι απόσταση ασφαλείας αλλά ανασφάλειας, θέλω να μιλήσω για τον άνθρωπο και τον φίλο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τόσες μέρες που τον αναθυμούμαι από τότε που έφυγε μου έρχεται στο μυαλό μια χειμωνιάτικη νύχτα σ’ ένα φιλικό σπίτι όπου κατέφθασε με το καφέ του παλτό με σηκωμένο τον γιακά και τα γλυκά στο χέρι. Ολος μάτια και χέρια, ό,τι φαινόταν μέσα από τη χειμωνιάτικη πανοπλία του. Τα μάτια, τα διεσταλμένα διαπορούντα συνεχώς και κάπου βαθιά πανικόβλητα και ακόμη βαθύτερα γεμάτα παράπονο, έτσι ακριβώς, παρά-πονο, όπως λέμε παρα-μυθία, παρα-γώνι, παρηγόρησις, και τα χέρια, ευκίνητα, αμήχανα όμως, αχόρταγα πάλι και πότε πότε διστακτικά. Ετσι μου προβάλλει ο Γιώργος Ιωάννου με τα δύο έργα της τέχνης του, μ’ αυτά που έβλεπε και μ’ αυτά που έγραφε. Το άλλο σώμα κρυμμένο μέσα στο παλτό, απρόσιτο για τον πολύ κόσμο, ταμπουρωμένο, ιδιωτικό, ιερό. Τώρα που έλειψαν αυτά τα αδηφάγα μάτια και αυτά τα διψασμένα χέρια έμεινε ένα έργο που χειρονομεί. Το ορατό, που ορά την οικεία χειρονομία και γράφει την όψη του κόσμου… Εκείνα τα μάτια και εκείνα τα χέρια μέσα στο έργο του ετάζουν τας καρδίας μας και θωπεύουν τη μοναξιά μας. Ματαίως δεν άνθισες, Γιώργο Ιωάννου».

Σχεδίαζε να ξεκινήσει δύο μεγάλα μυθιστορήματα, αυτό μου το είχε εμπιστευθεί ο ίδιος, «νιώθω έτοιμος να το κάνω», όπως επί λέξει έλεγε, χωρίς ν’ αναφέρεται σε κάτι παραπάνω. «Χρειάζομαι όμως πολύ χρόνο και οι άλλες υποχρεώσεις τρέχουν, πρέπει να κλειστώ στο σπίτι και να γράψω. Σε λίγο που θα βγω στη σύνταξη και θα απαλλαγώ τουλάχιστον από το καθημερινό πηγαινέλα στην υπηρεσία, θα στρωθώ στη δουλειά» δήλωνε χαρούμενος. Σε περισσότερες αποκαλύψεις δεν είχε προχωρήσει, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι τον είχε εντυπωσιάσει η περίπτωση του Κυριάκου Παπαχρόνη που συγκλόνιζε το 1980 το πανελλήνιο και περισσότερο το γεγονός ότι λάβαινε καθημερινά μέσα στη φυλακή δεκάδες επιστολές συμπαράστασης από ανώνυμες θαυμάστριες, όπως έγραφαν οι εφημερίδες. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός με το όνομα «ο δράκος της Δράμας», όπως τον αποκαλούσαν μετά τη σύλληψη και την ομολογία του για τις δολοφονίες ανυποψίαστων γυναικών, δεχόταν ακόμη και ερωτικές προτάσεις… Μάζευε όλα τα σχετικά δημοσιεύματα, αλλά δεν νομίζω πως είχε να κάνει αυτό με τα μελλοντικά του συγγραφικά σχέδια.

Παρότι η κεραυνοβόλος φιλία μας ξεκίνησε μόλις το 1980, όταν τον κάλεσα να έλθει στην ΕΡΤ να διαβάσει το εξαίρετο πεζογράφημα «Επιτάφιος θρήνος» για να μεταδοθεί το απόγευμα της Μ. Παρασκευής από το Τρίτο Πρόγραμμα, όπου τότε εργαζόμουν με διευθυντή τον Μάνο Χατζιδάκι, μέσα μου κατέχει, αμέσως μετά τους γονείς μου, τη σημαντικότερη θέση.

Ηταν τόσο έντονη και πυκνή η πενταετής σχέση μας, που βαραίνει λες και πρόκειται για μια ιδιαίτερα μακρόχρονη φιλία! Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα ένιωσα τη «συγγένεια» μεταξύ μας ή μάλλον όχι, αυτό συνέβη δυο χρόνια πριν, όταν διάβασα δικά του πεζογραφήματα. Νεαρός τότε, γοητευμένος από τη γραφή του, είχα κάνει τη σκέψη, για πρώτη και μοναδική έκτοτε φορά στη ζωή μου, πως πολύ θα ήθελα αυτό τον άνθρωπο να τον έχω φίλο μου. Κι ένα περίεργο πράγμα, λες κι ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί κι «άκουσαν» τη σκέψη μου… Στο πρόσωπό του βρήκα, κυριολεκτικά, έναν πνευματικό πατέρα, πιθανόν να είδε κι εκείνος σε μένα τον γιο που δεν απέκτησε. Η μεγάλη μεταξύ μας διαφορά ηλικίας ευνοούσε μια τέτοια σχέση. Τα τηλεφωνήματα και οι συναντήσεις μας πύκνωσαν όταν συνέβη το ατύχημα με «τα πολλαπλά κατάγματα» και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο ΚΑΤ περισσότερο από τρεις μήνες. Εκείνη την περίοδο ήταν που εδραιώθηκε, που έδεσε γερά η φιλία μας.

Τα τελευταία χρόνια ήταν αποσπασμένος στο υπουργείο Παιδείας, ως εξαίρετος φιλόλογος με τον βαθμό του γυμνασιάρχη και σημαντικός συγγραφέας βεβαίως. Ετσι, σε κάθε ευκαιρία περνούσα με άνεση από το γραφείο του, στο κτίριο το επί της οδού Μητροπόλεως κοντά στο Σύνταγμα, για να τον δω από κοντά και να του πω μια καλημέρα. Εκείνο το διάστημα είχα την τύχη πρώτος εγώ ν’ ακούσω τους στίχους που προορίζονταν για τον Νίκο Μαμαγκάκη. Πολλούς εξ αυτών τους είχε γράψει μόλις την προηγούμενη νύχτα, όπως ο ίδιος μου έλεγε. Ετοίμαζαν μυστικά τότε με τον συνθέτη έναν κύκλο τραγουδιών που κυκλοφόρησε λίγο καιρό μετά με τον τίτλο «Κέντρο διερχομένων». Κάθε φορά με ρωτούσε όχι μόνον αν μου άρεσαν, αλλά ζητούσε να του πω ελεύθερα τη γνώμη μου. Αλλοτε πάλι μου διάβαζε τους στίχους του ανάμεσα σε πληροφορίες, σχόλια ή περιγραφές, τις σχετικές εκείνες με τα ερωτικά μας κατορθώματα, που συνηθίζαμε να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας από τηλεφώνου…

11 Σεπτεμβρίου 2013

Την περασμένη Παρασκευή επισκέφτηκα για τελευταία, ίσως, φορά το σπίτι του ακριβού μου φίλου Γιώργου Ιωάννου στα Εξάρχεια (Δεληγιάννη 3). Παραμένει, 28 χρόνια μετά, σχεδόν όπως το άφησε. Μόνο η υγρασία είχε κάνει εμφανώς τη δουλειά της και η σκόνη έντυνε με σεβασμό όλα τα πράγματα. Πόσα λόγια εξομολόγησης, λαχτάρες καθημερινότητας, σχέδια για το μέλλον! Τα ξετίναξε όλα ο θάνατος. Εκτός από τη μνήμη…

«Η καημένη η δασκάλα, τα καημένα τα παλικάρια, οι καημένοι οι δικοί μου», η τελευταία φράση με την οποία κλείνει το πεζογράφημά του «Ο θείος Βαγγέλης» (από τη «Μόνη κληρονομιά», 1974).

«Στα δύσκολα, όταν είμαι ζωσμένος από παντού, δύο καταφύγια, κρύπτες μυστικές έχω. Εκεί, επιστρέφω πάντοτε για θαλπωρή και παρηγορία, στον μπαρμπα-Αλέξανδρο και τον ακριβό μου φίλο Γιώργο Ιωάννου».

Στο βιβλίο μου «Πρόσωπα και Σκιές» των εκδόσεων Οδός Πανός υπάρχουν πέντε εκτενή κείμενα για τον Γιώργο Ιωάννου και τη φιλία μου μαζί του. Εκεί βρίσκονται όσα κατόρθωσε η μνήμη ν’ αποθησαυρίσει και κατέγραψα με σεβασμό.