Γιώργος Ανδρέου: «Μιλάμε μια γλώσσα με τεράστιο βάθος και εξαιρετικούς λογοτεχνικούς χυμούς»

O συνθέτης, στιχουργός, συγγραφέας -και πρόσφατα καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών- εμφανίζεται για δεύτερη φορά στο χώρο των γραμμάτων με την «ιδιότητα» του ποιητή. 

«Χαλίκια» τιτλοφορείται η δεύτερη κατά σειρά ποιητική του συλλογή, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Εδώ ο ποιητής Ανδρέου επιχειρεί να συνομιλήσει με τον Κόσμο, μιλώντας για τον κόσμο του∙ για τον τόπο και το τοπίο γύρω του, για τις ευδιάκριτες πλέον ρωγμές στο συλλογικό σώμα και πνεύμα του καιρού και των επιλογών μας. 

Με αφορμή το νέο βιβλίο του, ο Γιώργος Ανδρέου μιλάει στο Documento λέγοντας χαρακτηριστικά: «Με απασχολεί ο υπεριστορικός χρόνος, η γλώσσα, το πολύ βαρύ φορτίο που εμείς οι νεοέλληνες κουβαλούμε στην πλάτη, επειδή ακριβώς μιλούμε μια γλώσσα με τεράστιο βάθος και εξαιρετικούς λογοτεχνικούς χυμούς, διάρκειας δυόμισι χιλιάδων χρόνων». 

Πώς οδηγηθήκατε σε αυτό το νέο σας βιβλίο;

Με δυσκόλεψε η έκδοση της πρώτης μου ποιητικής συλλογής «Ο ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΟΣ ΠΛΟΗΓΟΣ» (εκδ. ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ, 2016). Άργησα να δημοσιεύσω, ενώ γράφω από τα χρόνια της εφηβείας μου ποίηση. Χρειάστηκε η παρέμβαση αγαπημένων μου φίλων που επέμειναν πολύ. Έτσι έφθασα και στην έκδοση της δεύτερης ποιητικής μου συλλογής «Χαλίκια».

Πως προέκυψε η πρώτη σας επαφή με την ποίηση;

Στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Οι γονείς μου αγαπούσαν τα βιβλία και την ποίηση ιδιαίτερα. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στην εφηβεία μου και με συγκλόνισε ήταν η «ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΙΙΙ» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ακολούθησε ένα…σύμπαν ποίησης, Ελληνικής και αλλόγλωσης. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως η επαφή μου με την ποίηση είχε ξεκινήσει από τα πολύ παιδικά μου χρόνια, μέσω του ελληνικού τραγουδιού.

Στις μουσικές μου εκείνες μνήμες αναγνώρισα αργότερα τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Χριστοδούλου, τον Λειβαδίτη κι ένα σωρό άλλους σημαντικούς ποιητές που έχουν μελοποιηθεί από τους λαμπρούς συνθέτες μας κι έχουν κυριολεκτικά μπει στο στόμα του λαού, έχουν γίνει εμβληματικό κομμάτι του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού.

Τι είναι αυτό που σας εμπνέει σε μια εποχή που η έμπνευση πρέπει να αναδυθεί μέσα από δυστοπικές συνθήκες;

Συνειδητά, όσα συμβαίνουν γύρω μου. Οι διαδρομές των συνανθρώπων μου και οι καταγωγές τους, ηθικές, κοινωνικές, ερωτικές. Τα πάθη και τα λάθη τους. Δεν συμπαθώ την αυτοαναφορικότητα (που την θεωρώ ένα «γκρίζο» κομμάτι της σημερινής, πολύ αξιόλογης, ποιητικής παραγωγής στην Ελλάδα). 

Με απασχολεί ο υπεριστορικός χρόνος, η γλώσσα, το πολύ βαρύ φορτίο που εμείς οι Νεοέλληνες κουβαλούμε στην πλάτη, επειδή ακριβώς μιλούμε μια γλώσσα με τεράστιο βάθος και εξαιρετικούς λογοτεχνικούς χυμούς, διάρκειας δυόμισι χιλιάδων χρόνων…

Ο καθένας δίνει έναν δικό του ορισμό για την ποίηση. Εσείς πώς θα την ορίζατε; 

Ως «το καλό πνεύμα της γλώσσας που την απελευθερώνει από την κυριολεξία και τα δεσμά της λογικότητας». Η μεταφορικότητα της Ποίησης είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές «εφευρέσεις» του ανθρώπινου πνεύματος.

Εκτός από τη δημιουργικότητα ποια είναι η μεγαλύτερη «αρετή» για έναν ποιητή; 

Αυτό που ονομάζουμε (απλουστευτικά ίσως) «ταλέντο», το χάρισμα να μιλά τώρα και η ηχώ του έργου του να εκτείνεται στο διηνεκές του χρόνου.

Ποιητής ή συνθέτης; Με ποια ιδιότητά σας αισθάνεστε περισσότερο άνετα; 

Αισθάνομαι δημιουργός. Οι τέχνες όλες είναι (κατά την άποψή μου) «αδέλφια». Πολλές φορές οι απαντήσεις που αναζητά το έργο μιας τέχνης εντοπίζονται στο πεδίο μιας άλλης τέχνης. Το μέσο που χρησιμοποιεί ο δημιουργός έχει τη σημασία του. Πιο σημαντικό όμως είναι το βαθύτερο νόημα του έργου που παράγει, ο «αποχρών λόγος» του, το «σήμα» του.

Απόσπασμα από τον ποίημα «Ο πόνος της γραφής» του Γ. Ανδρέου 

Γράφουνε πόνο οι διψασμένοι

Όσοι περίμεναν και τίποτε δεν πήραν

Από την αγκαλιά κάποιου γονιού

Μιας δασκαλίτσας, κάποιου φίλου τους

Που καταβρόχθισε η ενηλικίωση

Καίγοντας μνήμες και συγκίνηση

Στο καπνισμένο τζάκι της ανάγκης