Ο Γιώργος Χαρβαλιάς στο βιβλίο του «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια» καταπιάνεται με την ανοιχτή πληγή των πολεμικών αποζημιώσεων, τις απαράγραπτες ελληνικές αξιώσεις, τη στερεότυπη απάντηση «περασμένα-ξεχασμένα» διαδοχικών γερμανικών κυβερνήσεων και τη συγκαταβατική στάση των αντίστοιχων ελληνικών αποτελούν ένα σκοτεινό κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ο καταξιωμένος δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής μέσα από την έρευνά του «φρεσκάρει» τη μνήμη, αναδεικνύοντας τις αθέατες πτυχές των ελληνογερμανικών σχέσεων: Τη μεγάλη ληστεία στη διάρκεια της Κατοχής και το όργιο παρασκηνιακών πιέσεων προκειμένου οι ελληνικές κυβερνήσεις να οδηγηθούν σε παραίτηση από τις νόμιμες αξιώσεις για πολεμικές επανορθώσεις.
Στις σελίδες του βιβλίου ο Γιώργος Χαρβαλιάς αναψηλαφεί με τόλμη τις πιο ευαίσθητες σελίδες των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, από την εποχή του Όθωνα μέχρι τις μέρες μας. Με ιστορική τεκμηρίωση που συνοδεύεται από πλούσια φωτογραφικά παραρτήματα, καταρρίπτει προσφιλείς μύθους και στερεότυπα για το πρόσωπο της «καλής» δημοκρατικής Γερμανίας που εξαγνίστηκε σε χρόνο εξπρές, χωρίς ποτέ να έχει εγκαταλείψει τις ηγεμονικές της βλέψεις. Ταυτόχρονα, όμως, αναδεικνύει έξοχα την ελληνική περίπτωση φωτίζοντας τις αθέατες όψεις του δoσιλογισμού και τους λόγους που υποχρέωσαν τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις σε μια πολιτική… καλπάζουσας αμνησικακίας απέναντι στους ολετήρες της Κατοχής.
Στο βιβλίο «Γιαβολ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια», εκτός από διαπιστώσεις, ο αναγνώστης θα βρει και εξηγήσεις. «Κάποιοι από εσάς θα μάθετε πράγματα που ούτε μπορούσατε να φανταστείτε. Θα απορήσετε, ίσως ακόμη και να θυμώσετε. Σημασία έχει όμως η επίγνωση προς τα πού βαδίζουμε», γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς, τονίζοντας ότι από τη στιγμή που δεν έχει ρυθμιστεί ούτε η μεγαλύτερη συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, το Αναγκαστικό Δάνειο, είναι αδιανόητο να μιλάμε για «περασμένα-ξεχασμένα». Και αυτή είναι ίσως η ανεκτίμητη συνεισφορά του βιβλίου του: Ότι προτάσσει και αναδεικνύει την οφειλή. Το υλικό χρέος για τη βιβλική καταστροφή της χώρας στην Κατοχή που εξακολουθούν να μην αποδίδουν οι Γερμανοί και το ηθικό χρέος των ελληνικών κυβερνήσεων που αποφεύγουν να απαιτήσουν το αυτονόητο…
Ο Γιώργος Χαρβαλιάς είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, εξειδικευμένος σε θέματα γεωστρατηγικής. Αποφοίτησε από το Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε για μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Kent της Μεγάλης Βρετανίας (Master στον τομέα της Συγκριτικής Πολιτειολογίας) και στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου (Master στον τομέα των Σπουδών Πολέμου). Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στον Ελεύθερο Τύπο της δεκαετίας του ’90 και την κρατική ραδιοτηλεόραση, ως αναλυτής διεθνών θεμάτων. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας Έθνος, απ’ όπου αποχώρησε το 2010, αρνούμενος να συναινέσει στην πολιτική μαζικών απολύσεων και συρρίκνωσης που είχε αποφασιστεί λόγω μνημονίου. Σήμερα, αρθρογραφεί στην εφημερίδα Δημοκρατία και εργάζεται ως σύμβουλος στρατηγικής για μεγάλους επενδυτές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Τον πρόλογο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο υπογράφει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:
Οι σφαγές στην Κρήτη μέσα από την ξεχασμένη έκθεση Καζαντζάκη
“Στην Κάνδανο η γερµανική εκδικητικότητα ξεπέρασε κάθε όριο. Το εµβληµατικό αυτό κεφαλοχώρι στο κέντρο του Νοµού Χανίων στην κυριολεξία έσβησε από τον χάρτη. Τα σπίτια όχι µόνο πυρπολήθηκαν, αλλά κατεδαφίστηκαν. Αποθήκες, στάνες και δηµόσιοι χώροι ισοπεδώθηκαν. Ακόµη και όλα τα ζωντανά των κατοίκων της πυροβολήθηκαν. Σε αντίθεση µε άλλα εγκλήµατα τα οποία οι Ναζί απέφευγαν να διαφηµίζουν, στην περίπτωση της Κανδάνου ο παραδειγµατισµός έπρεπε να επικοινωνηθεί µε τον πιο κραυγαλέο τρόπο. Γι’ αυτό και, στην είσοδο του χωριού, ανάρτησαν, εν είδει Φαρ Ουέστ, µια πρόχειρη ξύλινη πινακίδα που έγραφε και στις δύο γλώσσες τη δικαιολογία για το απάνθρωπο έγκληµα: «Δια την κτηνώδη δολοφονίαν Γερμανών Αλεξιπτωτιστών, Αλπινιστών και του Μηχανικού από άνδρας, γυναίκας και παιδιά και παπάδες μαζί, και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του Μεγάλου Ράιχ, κατεστράφη την 3/6/1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων, δια να μην επανοικοδομηθεί ποτέ». Η πινακίδα έγινε µαρµάρινη δύο χρόνια αργότερα, κι ενώ τα αντίποινα συνεχίζονταν σε όλη την Κρήτη. Αυτή τη φορά η διατύπωση ήταν πιο λιτή: «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτικών».
Ιθύνων νους αυτών των πρώτων επιχειρήσεων αντιποίνων στην Κρήτη ήταν ο επικεφαλής του σώµατος των Γερµανών Αλεξιπτωτιστών, στρατηγός Κουρτ Στούντεντ, που αισθανόταν κι ο ίδιος ζεµατισµένος από το µέγεθος των απωλειών. Για να εξευµενίσει τον Γκέρινγκ, που τον κατσάδιασε (ο ίδιος ο Χίτλερ δήλωσε ότι έπειτα από το προηγούµενο της Κρήτης όλες οι αεροµεταφερόµενες επιχειρήσεις τέτοιου είδους παύουν), σκέφτηκε να ξεσπάσει στον άµαχο πληθυσµό. Και έβαλε τους άντρες του να το κάνουν. Απλούς εικοσάχρονους στρατιώτες. Όχι τίποτα φανατικούς Ες-Ες από τα αποσπάσµατα θανάτου, για να εξηγούµαστε.
Δε φαντάζοµαι να εκπλαγείτε αν µάθετε ότι ο Στούντεντ έµεινε ατιµώρητος. Συνελήφθη στο τέλος του πολέµου και οδηγήθηκε σε βρετανικό στρατοδικείο το 1947, κατηγορούµενος όχι για τις εκτελέσεις αµάχων Κρητικών αλλά στρατιωτών του συµµαχικού αποσπάσµατος που υπεράσπιζε το νησί. Παρά τα καταιγιστικά στοιχεία που είχαν προκύψει εις βάρος του από µαρτυρίες στη Νυρεµβέργη, κρίθηκε ένοχος µόνο για τις τρεις κατηγορίες από τις οκτώ για τις οποίες παραπέµφθηκε. Και, βεβαίως, αυτές δεν είχαν καµία σχέση µε τα εγκλήµατα στην Κάνδανο και το Κοντοµαρί. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση, αλλά γρήγορα γρήγορα, το 1948, αποφυλακίστηκε κι αυτός για λόγους υγείας. Βεβαίως πέθανε τριάντα χρόνια αργότερα, πλήρης ηµερών και πλήρως… αποκατεστηµένος.
Τις πρώτες εβδοµάδες µετά τη Μάχη της Κρήτης εκτελέστηκαν για αντίποινα δύο χιλιάδες άµαχοι, περισσότεροι δηλαδή από όσους συνολικά δολοφονήθηκαν από τις δυνάµεις κατοχής µέχρι την αποχώρησή τους. Αµέσως µετά την απελευθέρωση, οι ελληνικές αρχές έστειλαν στο νησί µια διερευνητική επιτροπή διακεκριµένων πανεπιστηµιακών, υπό τον κορυφαίο, διεθνούς κύρους συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, προκειµένου να καταγράψει τα εγκλήµατα των Ναζί. Ύστερα από µια περιοδεία 38 ηµερών στην κατεστραµµένη Κρήτη µε ένα χαλασµένο γερµανικό αυτοκίνητο, οι τρεις Έλληνες παρατηρητές παρέδωσαν ένα πολυσέλιδο χειρόγραφο ανεκτίµητης ιστορικής αξίας. Το πόρισµα της «Έκθεσης Κεντρικής Επιτροπής Ωµοτήτων εν Κρήτη» αποτελεί ένα ντοκουµέντο πρωτοφανούς εγκληµατικής δράσης, το οποίο από µόνο του θα δικαιολογούσε την καταβολή γενναίων αποζηµιώσεων εκ µέρους της Γερµανίας. Γιατί δεν περιορίζεται στην απαρίθµηση περιστατικών δολοφονικής βίας, αλλά καταγράφει και πλήθος υλικών ζηµιών που σκοπίµως προκάλεσαν οι εισβολείς, µε αποτέλεσµα να παραλύσει η οικονοµική ζωή του νησιού.
Οι περιγραφές των αντιποίνων, διατυπωµένες µε την πένα ενός τεράστιου διανοούµενου, όπως ο Καζαντζάκης, είναι πραγµατικά ανατριχιαστικές. Το µένος των Γερµανών εις βάρος του ντόπιου πληθυσµού ήταν έξω από κάθε λογική. Εκτός από σπίτια και δηµόσια κτίρια, πυρπολούσαν συστηµατικά και τις εκκλησίες, εκτελώντας πολλούς ρασοφόρους, επειδή πήραν µέρος στην ένοπλη αντίσταση. Αλλά αυτό που προκαλεί σοκ είναι το σαδιστικό παιχνίδι των Γερµανών απέναντι σε µελλοθάνατους. Συχνά καλούσαν µε µεγάφωνα τον πληθυσµό να µείνει στα χωριά του, δίνοντας λόγο στρατιωτικής τιµής ότι οι άµαχοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα για τη ζωή τους. Στη συνέχεια, έψαχναν ένα ένα τα σπίτια και συγκέντρωναν στην πλατεία τους υποψήφιους για εκτέλεση. Συνήθως άντρες και εφήβους, µε οριζόντια διαλογή, χωρίς κανένα ειδικό κριτήριο. Κυριολεκτικά, όποιον έβρισκαν µπροστά τους.
Από τη δολοφονική τους µανία όµως δεν ξέφευγαν και τα γυναικόπαιδα. Ακόµη και τα νεογέννητα βρέφη. Σε κάποιες περιπτώσεις, βρέθηκαν µωρά µε πολτοποιηµένα κεφάλια µε τους γονείς τους δίπλα νεκρούς, πυροβοληµένους εξ επαφής, αθώα θύµατα αυτών των απάνθρωπων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Ενδεικτικά ανασύρω το δράµα ενός πατέρα που οδηγήθηκε στο απόσπασµα αγκαλιά µε το τρίχρονο κοριτσάκι του, στο χωριό Αµιράς της επαρχίας Βιάννου: «Ο Εμμανουήλ Συμβουλάκης, συλληφθείς καθ’ ην στιγμήν εζήτει να διαφύγει, κρατών την τριετήν θυγατέραν του εις τας αγκάλας, περιελήφθη εις την ομαδικήν εκτέλεσιν, υποχρεωθείς να κρατεί το τέκνον του. Διαφυγών τας σφαίρας έπεσε καταγής προσποιηθείς τον νεκρόν· επειδή όμως το νήπιον έκλαιε, ένας Γερμανός στρατιώτης το επυροβόλησεν εκ του πλησίον και το εφόνευσεν. Ο δυστυχής πατήρ έμεινεν ώρας ακίνητος με τα αίματα και τον διεσκορπισμένον μυελόν του τέκνου του επί του προσώπου του, μέχρις ότου οι Γερμανοί, αφού έφαγον και διεσκέδασαν, απεχώρησαν…»
Ένα άλλο αγαπηµένο παιχνίδι των Γερµανών στρατιωτικών στην Κρήτη ήταν να αφήνουν στιγµιαίες ελπίδες στους µελλοθάνατους. Λίγο πριν τους εκτελέσουν, τους έλεγαν ότι ήρθε διαταγή να αφεθούν ελεύθεροι. Μόλις οι κρατούµενοι γύριζαν την πλάτη για να φύγουν, άρχιζε το κροτάλισµα των πολυβόλων. Οι κατακτητές διασκέδαζαν περισσότερο όταν τους πυροβολούσαν πισώπλατα.
Όλα αυτά καταγράφονται στην έκθεση µε στοιχεία. Δυστυχώς, όµως, το πόρισµα της επιτροπής Καζαντζάκη, σε αντίθεση µε το αντίστοιχο του καθηγητή Δηµήτρη Χόνδρου για τα εγκλήµατα των Βούλγαρων στην κατεχόµενη Μακεδονία, δε χρησιµοποιήθηκε ποτέ από τις ελληνικές διπλωµατικές αρχές. Παρότι παραδόθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών, ξεχάστηκε σε κάποιο συρτάρι και στην πορεία κυριολεκτικά… εξαφανίστηκε. Όταν πολλά χρόνια αργότερα θέλησε να το αναζητήσει ο Δήµος Ηρακλείου, διαπιστώθηκε ότι το σχετικό έγγραφο δεν υπήρχε ούτε στα αρχεία του υπουργείου! Το πιθανότερο είναι πως έπεσε θύµα της πρώιµης αποκατάστασης των ελληνογερµανικών σχέσεων µετά τον πόλεµο και αφαιρέθηκε από το νοµικό οπλοστάσιο για τη διεκδίκηση των αποζηµιώσεων.[…]
Σχετικά πρόσφατα άρχισαν να πυκνώνουν στα ελληνικά µέσα οι αναφορές σχετικά µε τη θαµµένη έκθεση Καζαντζάκη και τις ωµότητες των Ναζί στην Κρήτη. Όµως, για όλα, ο γερµανικός ιστορικός ρεβιζιονισµός έχει εξηγήσεις, δικαιολογίες και συγχωροχάρτια. Αυτή τη φορά, τον ρόλο του πλυντηρίου ανέλαβε ένας δευτεροκλασάτος Γερµανός ιστορικός, περισσότερο γνωστός για τις απόψεις του στην Ελλάδα, παρά στη Γερµανία. Ο περιβόητος Χάιντς Ρίχτερ έγινε θέµα στα ελληνικά µέσα ενηµέρωσης όταν, καταµεσής της οικονοµικής κρίσης, τον Νοέµβριο του 2014, το Πανεπιστήµιο Κρήτης είχε την ατυχή έµπνευση να τον αναγορεύσει σε επίτιµο διδάκτορα.
Ο Ρίχτερ, που ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει έδρα καθηγητή στο Πανεπιστήµιο του Μάνχαϊµ, όπου για αρκετά χρόνια δίδασκε προαιρετικά µαθήµατα, ήταν υποτίθεται ειδικός στη νεότερη ελληνική ιστορία και είχε εντρυφήσει ιδιαίτερα στην περίοδο της γερµανικής κατοχής. Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι απέκτησε το διδακτορικό του µε… υποτροφία της ελληνικής χούντας των συνταγµαταρχών, γεγονός αξιοπερίεργο, γιατί το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς δεν επιθυµούσε τις «άσκοπες µετακινήσεις» ξένων φοιτητών στην ελληνική επικράτεια. Για τον Ρίχτερ, όµως, αυτό δεν αποτελούσε πρόβληµα. Όπως οµολογεί αµήχανα και ο ίδιος, τα χρόνια της παραµονής του στην Αθήνα δεν πήγαινε στο Πανεπιστήµιο. «Έκανε απλώς έρευνα»…