Χωρίς διακοπή συνεχίζονται τα σοβαρά προβλήματα που προκαλεί η έλλειψη προσωπικού στο εθνικό σύστημα υγείας (ΕΣΥ).
Μάλιστα στη δεινή κατάσταση του ΕΣΥ αναφέρθηκε την περασμένη εβδομάδα και η γαλλική εφημερίδα «Le Monde», τονίζοντας σε σχετικό ρεπορτάζ πως οι πρώτες εβδομάδες του καλοκαιριού σημαδεύτηκαν από σειρά ατυχημάτων και τραγωδιών που μαρτυρούν έλλειψη γιατρών, ασθενοφόρων και πληρωμάτων σε πολλά από τα ελληνικά νησιά, ο πληθυσμός των οποίων ενίοτε δεκαπλασιάζεται κατά τη θερινή περίοδο.
Εν τω μεταξύ μπορεί οι υγειονομικές ανάγκες της πανδημίας που εξουθένωσαν γιατρούς και νοσηλευτές να αποτελούν παρελθόν, ωστόσο οι εργαζόμενοι σε πολλά νοσοκομεία που αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις συνεχίζουν να δουλεύουν ασταμάτητα και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να μπορούν να πάρουν την αναγκαία καλοκαιρινή άδεια, τόσο για τους ίδιους όσο και για τους ασθενείς τους, καθώς η φυσική τους κατάσταση συνδέεται άμεσα με την ποιότητα των ευαίσθητων υπηρεσιών που προσφέρουν.
«Οι άδειες βγαίνουν με το ζόρι» λέει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλης Γιαννάκος «καθώς στη νοσηλευτική υπηρεσία το 40% των οργανικών θέσεων είναι κενό, με αποτέλεσμα να οφείλονται στο προσωπικό εκατοντάδες ρεπό και άδειες, τα οποία δεν μπορούν να πάρουν γιατί δεν υπάρχει προσωπικό ώστε να υπάρχει ασφαλής λειτουργία στα τμήματά τους. Υπάρχουν νοσηλευτές που τους οφείλονται πάνω από 100 ρεπό και αν δεν προσληφθεί προσωπικό, δεν πρόκειται να πάρουν τις οφειλόμενες άδειες και τα ρεπό τους. Το σύνηθες είναι να παίρνουν πλέον μόνο μία εβδομάδα άδεια και το χειρότερο είναι ότι κάποιοι μπορεί να την πάρουν τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο».
Η εκρηκτική αυτή κατάσταση εξοντώνει ακόμη περισσότερο τους υγειονομικούς, οι οποίοι συνεχίζουν να ζητούν επίμονα τη στελέχωση του εθνικού συστήματος υγείας με μόνιμο προσωπικό, βλέποντας από τη μια πλευρά τις εργασιακές συνθήκες να χειροτερεύουν όλο και περισσότερο και από την άλλη συναδέλφους τους να εγκαταλείπουν το ΕΣΥ με σκοπό να αναζητήσουν καλύτερο εισόδημα και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Χωρίς την ξεκούραση που δικαιούνται
Μετά τα τελευταία πολύ απαιτητικά χρόνια, στα οποία κλήθηκαν να καλύψουν ανάγκες παραπάνω από τις δυνάμεις τους, γιατροί και νοσηλευτές σε διάφορες δομές υγείας καλούνται να διεκδικήσουν το αυτονόητο, την επαρκή ξεκούρασή τους. Οπως καταγγέλλουν σωματεία εργαζομένων νοσοκομείων, οι ελλείψεις του προσωπικού πέρα από τα λειτουργικά προβλήματα που προκαλούν έχουν αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να λάβουν τις ημέρες της κανονικής τους άδειας ώστε να ξεκουραστούν όσο πρέπει.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Θριασίου Νοσοκομείου, οι εργαζόμενοι του οποίου λένε ότι δεν ανέχονται να πληρώσουν για άλλη μια φορά τις συνέπειες της υποστελέχωσης των δημόσιων μονάδων από όλες τις κυβερνήσεις. Πολύ περισσότερο –όπως αναφέρουν– καθώς αντί για επείγουσες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και μονιμοποίηση των συμβασιούχων συναδέλφων τους, συνεχίστηκε η μείωση του αριθμού των μόνιμων εργαζομένων στην υγεία κατά 21.382 (από 93.580 τον Ιανουάριο του 2013 σε 72.198 τον Απρίλιο 2023).
Ο Μανώλης Βαρδαβάκης, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του Θριασίου Νοσοκομείου, επισημαίνει ότι λόγω των ελλείψεων προσωπικού υπάρχουν πάρα πολλά τμήματα των οποίων οι εργαζόμενοι θα πάρουν μόνο δύο εβδομάδες καλοκαιρινή άδεια, όπως σε κλινικές του χειρουργικού και παθολογικού τομέα και στη μονάδα τεχνητού νεφρού αλλά και τη μονάδα αυξημένης φροντίδας.
Το Θριάσιο μετράει πάνω από 200 κενές οργανικές θέσεις από όλες τις ειδικότητες, 83 από τις οποίες είναι νοσηλευτικό και μαιευτικό προσωπικό και 48 τραυματιοφορείς.
«Υπάρχουν εργαζόμενοι σε πολλά νοσοκομεία που έχουν χρωστούμενες άδειες του 2021-22 και ανάλογα το νοσοκομείο μπορεί ένας εργαζόμενος να έχει ακόμη και 100 ρεπό χρωστούμενα. Για παράδειγμα, στο δικό μας το νοσοκομείο –που η κατάσταση είναι αναλογικά καλύτερη– υπάρχουν εργαζόμενοι που έχουν τριψήφιο αριθμό χρωστούμενων ρεπό» λέει στο Documento ο Μαν. Βαρδαβάκης.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «υπάρχουν νοσοκομεία που είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση γιατί έχουν υπερδιπλάσιες ελλείψεις προσωπικού, με αποτέλεσμα οι συνάδελφοι να πανηγυρίζουν αν καταφέρουν να πάρουν συνολικά δέκα ημέρες άδεια».
Η ανησυχία των εργαζομένων κορυφώνεται εξαιτίας και των όσων επιφυλάσσει στο ΕΣΥ η κυβερνητική πολιτική, δεδομένου ότι πέρα από τις παραιτήσεις και τις συνταξιοδοτήσεις λήγουν και οι συμβάσεις χιλιάδων συναδέλφων τους, «η τυχόν απόλυση των οποίων θα οδηγήσει σε αδυναμία λειτουργίας εκατοντάδων κλινικών και τμημάτων πανελλαδικά».
Οι άδειες με «εκπτώσεις» και τα επικίνδυνα «μπαλώματα»
Αποκαρδιωτική χαρακτηρίζει και την εικόνα της μονάδας εντατικής παρακολούθησης καρδιοπαθών (ΜΕΠΚ) το Σωματείο Εργαζομένων του Ασκληπιείου Νοσοκομείου. Η κατάσταση που επικρατεί, τονίζουν, θέτει εν αμφιβόλω τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα των συναδέλφων τους και αναρωτιούνται πώς θα βγουν οι καλοκαιρινές άδειες και πώς μπορεί να οργανώσει ο/η νοσηλευτής/τρια τη ζωή του σε αυτές τις συνθήκες.
«Υπάρχει μια σοβαρότατη υποστελέχωση που είναι χρόνια και η οποία επιτείνεται γιατί αποχωρεί και νοσηλευτικό προσωπικό με συνταξιοδότηση. Πρόκειται για νοσηλευτές που είναι εξειδικευμένοι στην εντατική θεραπεία των καρδιολογικών ασθενών. Δηλαδή δεν μπορεί να δουλέψει ο καθένας σε τέτοια μονάδα, χρειάζεται να προηγηθεί εκπαίδευση» αναφέρει στο Documento η πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων του νοσοκομείου Δέσποινα Τοσονίδου.
Η ίδια επισημαίνει ότι «η διοίκηση και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου δεν έχουν κάνει τίποτε για να στελεχώσουν την καρδιολογική μονάδα με εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό και τώρα η νοσηλευτική υπηρεσία τρέχει μεσούντος του θέρους να κάνει τα γνωστά μπαλώματα. Δηλαδή μετακίνηση νοσηλευτών από άλλα τμήματα προς τη μονάδα εντατικής παρακολούθησης καρδιοπαθών (ΜΕΠΚ)».
Μάλιστα, όπως εξηγεί η κ. Τοσονίδου, δίνοντας και μια άλλη, άκρως επικίνδυνη διάσταση στην κατάσταση που επικρατεί, «αυτοί που πάνε για να καλύψουν τις τρύπες του καλοκαιριού δεν είναι όλοι εξειδικευμένοι, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν στη συγκεκριμένη μονάδα με ταχύρρυθμη εκπαίδευση με σκοπό να βγουν οι άδειες και να μπορέσουν να “ανασάνουν” οι άνθρωποι».
Εν κατακλείδι, «φαίνεται ότι οι άδειες θα βγουν με δυσκολία και με τη μονάδα να λειτουργεί κάτω από τα όρια ασφαλείας», αλλά αυτό είναι κάτι «που δεν συμβαίνει μόνο στη ΜΕΠΚ, καθώς το νοσοκομείο λειτουργεί εδώ και πάρα πολύ καιρό σε διάφορα νοσηλευτικά τμήματα κάτω από τα όρια της ασφάλειας και για να βγουν οι κουτσουρεμένες καλοκαιρινές άδειες».
Συμπέρασμα; Τίθεται ακόμη περισσότερο εν αμφιβόλω η ασφάλεια τον νοσηλευόμενων ασθενών. Η υποστελέχωση άλλωστε του ΕΣΥ σε συνδυασμό με τις πολύ χαμηλές αμοιβές έχουν οδηγήσει «εδώ και δυο χρόνια σε κύμα παραιτήσεων γιατρών που είτε πηγαίνουν να δουλέψουν ιδιωτικά είτε μεταναστεύουν. Τώρα αρχίζει να υπάρχει τέτοια εικόνα και στο νοσηλευτικό προσωπικό, η οποία θα κλιμακωθεί το ερχόμενο διάστημα».
«Δεν είναι έκτακτη ανάγκη ο καύσωνας το καλοκαίρι»
Και μέσα σε όλα αυτά τα δυστοπικά που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του ΕΣΥ, την περασμένη εβδομάδα κάποιοι εργαζόμενοι ζητούσαν να λειτουργήσει το… κλιματιστικό ώστε να μπορούν οι ασθενείς να έχουν ανθρώπινες συνθήκες νοσηλείας.
Κι όμως, εν έτει 2023 στην Ελλάδα, που η θερμοκρασία «πιάνει κόκκινα» και ο καύσωνας ήταν προ των πυλών, υπήρχαν κλινικές με χαλασμένο κλιματισμό. Οι επιδιορθώσεις έγιναν μόνο αφότου κινητοποιήθηκαν οι εργαζόμενοι.
«Αυτή η δυστοπία είναι υπαρκτή και αφορά το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, ειδικό νοσοκομείο για ζητήματα ψυχικής υγείας, που καλύπτει –ειδικά κατά την περίοδο της Covid-19– τις ανάγκες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φροντίδα κυριολεκτικά όλης της βόρειας Ελλάδας» δήλωσε η Αγορούλα Γεωργιάδη, ειδικευόμενη Ψυχιατρικής στο ΨΝΘ, μέλος ΔΣ ΕΝΙΘ. Οπως περιγράφει η κ. Γεωργιάδου: «Η κεντρική μονάδα κλιματισμού υπολειτουργεί, ενώ σε δυο τμήματα νοσηλευομένων δεν είχαν καν κλιματισμό. Μιλάμε για ασθενείς που λόγω της νόσου και των φαρμάκων που παίρνουν είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένοι, χρειάζονται ένα ιδιαίτερα ποιοτικό περιβάλλον με κλιματισμό, καθαρό αέρα, ασφάλεια υποδομών. Η ίδια εικόνα ισχύει και σε εξωτερικές δομές που κατά κύριο λόγο δέχονται πρωτοβάθμια περιστατικά για ψυχοθεραπεία». Τελικά οι καταγγελίες και οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων είχαν όπως φαίνεται αποτέλεσμα και «χθες (σ.σ.: Πέμπτη) επιδιορθώθηκαν οι βλάβες στο σύστημα κλιματισμού (ό,τι δεν είχε γίνει τόσο καιρό έγινε σε μία ημέρα) στα δύο τμήματα. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματα, καθώς παραμένουν οι απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις σε όλο το ΨΝΘ καθώς και η υποστελέχωση και η επισφάλεια. Αλλά φάνηκε ότι μπορούμε να αποσπάσουμε κάποιες βασικές και στοιχειώδεις κατακτήσεις μέσα από τον συλλογικό αγώνα (ο καθένας με τον τρόπο του) με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες μας».