Με… δερματολόγους, οφθαλμίατρους και υπεράνθρωπες προσπάθειες καλύπτουν ελλείψεις, με αποτέλεσμα η απαιτούμενη για την Covid-19 ποιότητα της φροντίδας έχει πέσει εγκληματικά χαμηλά
«Εγώ ως ειδικός (δερματολόγος) κι ένας ειδικευόμενος 24ωρη (σ.σ.: βάρδια) με 20 και ασθενείς Covid! Αυτή ήταν η προετοιμασία του ΕΣΥ, να έχουμε τέτοια ευθύνη ασχέτως ειδικότητας. Οσο και αν θέλω να βοηθήσω κι εγώ και όλοι, την ευθύνη για την ανθρώπινη ζωή που θα είναι σε χέρια μη εξειδικευμένα δεν μπορώ να τη σηκώσω!». Αυτά περιγράφει μια γιατρός για την αυτοθυσία, την υπερπροσπάθεια αλλά και την αδυναμία των υγειονομικών να πετύχουν το ακατόρθωτο στη μάχη με τον κορονοϊό.
«Κανείς δεν σχολάει στην ώρα του. Οι εφημερεύοντες γιατροί, ειδικοί και ειδικευόμενοι, περνούν 24+ ώρες με τη στολή χωρίς να ξεκουράζονται ούτε μισάωρο. Τέσσερις νοσηλεύτριες σε κάθε απογευματινή και βραδινή βάρδια για 50 ασθενείς Covid σε ένα ατέλειωτο, ατέλειωτο τρέξιμο». Αυτή ήταν η ανταπόκριση της παθολόγου εντατικολόγου Χριστίνας Κυδώνα, που ανέλαβε θέση μάχης πριν από μερικές εβδομάδες στην κλινική Covid του Ιπποκράτειου στη Θεσσαλονίκη.
Η έλλειψη εξειδίκευσης, το μειωμένο προσωπικό και η έλλειψη μέσων σε συνδυασμό με την απαιτητική νοσηλεία που επιβάλλει η συγκεκριμένη νόσος είναι οι λόγοι που πλέον οι γιατροί και οι νοσηλευτές μιλούν για υποβάθμιση της φροντίδας των ασθενών, με επιπτώσεις στην εξέλιξη της υγείας τους, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κάνουν.
Παράλληλα καταγγέλλεται και διαπιστώνεται από πολλούς γιατρούς ότι μεγάλος αριθμός ασθενών αποφασίζει να καταφύγει σε κάποιο νοσοκομείο με μεγάλη καθυστέρηση, είτε λόγω της σοβαρής έλλειψης ενημέρωσης από τους αρμόδιους φορείς είτε λόγω του φόβου. Η κατάστασή τους όμως έχει ήδη επιδεινωθεί και είναι δύσκολα διαχειρίσιμη.
Μπορεί οι γιατροί, όλων των ειδικοτήτων πλέον, να κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να… απορροφήσουν τις σοβαρές ανεπάρκειες σε υγειονομικό προσωπικό ώστε να μη μειωθεί η ποιότητα της νοσηλείας των ασθενών, όμως ανακύπτει το ερώτημα αν είναι αρκετό μόνο αυτό. Γιατροί και νοσηλευτές από όλα τα νοσοκομεία, επώνυμα ή ανώνυμα –φοβούμενοι ότι λέγοντας τα αυτονόητα θα στοχοποιηθούν–, περιγράφουν μια θλιβερή πραγματικότητα στα περιφερειακά νοσοκομεία, η οποία αποτυπώνεται σε δύο εικόνες: από τη μια γιατροί όλων των ειδικοτήτων σε ρόλο «υπερηρώων» και από την άλλη εκατοντάδες ασθενείς σε κατάσταση που απαιτεί κυρίως εξειδίκευση και προσήλωση. Αυτά ήταν, σύμφωνα με τους νοσοκομειακούς γιατρούς, δύο από τα βασικά δεδομένα που έσωσαν πολλούς στο πρώτο κύμα της πανδημίας.
Ο αγώνας για ένα κρεβάτι σε ΜΕΘ στην περιφέρεια
«Εχει ενδιαφέρον να δείτε από το σύνολο των θανάτων πόσοι είναι στις ΜΕΘ και πόσοι εκτός» ήταν το μήνυμα από εντατικολόγο μεγάλου νοσοκομείου που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. Η απάντηση ήρθε από την υπεύθυνη για τις εντατικές στην επιτροπή καθηγήτρια Αναστασία Κοτανίδου σε δημοσιεύματα του inside story. Επισήμανε ότι το 70% των ασθενών καταλήγει στις κλινικές Covid-19 προτού προλάβει να διασωληνωθεί. Μια εξήγηση είναι ότι οι ασθενείς πάνε στο νοσοκομείο όταν πλέον η υγεία τους είναι πολύ επιβαρυμένη.
Ωστόσο φαίνεται να μην είναι αυτός ο κύριος λόγος, όπως εξηγούν οι νοσοκομειακοί γιατροί. «Εχουμε διασωληνωμένους που πρέπει να βρουν κρεβάτι σε ΜΕΘ άλλου νομού και περιμένουν μέσα σε κοινούς θαλάμους. Ο διασωληνωμένος ασθενής χρειάζεται εξειδικευμένο προσωπικό, δεν μπορεί να είναι σε κλινική που το προσωπικό δεν έχει δουλέψει σε ΜΕΘ και δεν γνωρίζει τα μηχανήματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία του» λέει με νόημα νοσηλεύτρια από νοσοκομείο της Θεσσαλίας.
«Η κατάσταση στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών δεν είναι καλή ούτε για τον εργαζόμενο ούτε για τον ασθενή» λέει ο εκπρόσωπος των εργαζομένων Σίμος Φωστηρόπουλος. «Η προσπάθεια των εργαζομένων ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις. Παράλληλα ο ασθενής μπορεί να έρθει και να περιμένει αρκετές ώρες. Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν σε ράντζα, στον διάδρομο ηλικιωμένοι ασθενείς σε καρεκλάκι με κίνδυνο να επιδεινωθεί η υγεία τους» επισημαίνει.
«Είναι προφανές και αποδειγμένο από επιστημονικές μελέτες ότι όταν το σύστημα περίθαλψης είναι λειτουργικά ανεπαρκές λόγω των ελλείψεων προσωπικού και υποδομών η θνητότητα των ασθενών Covid-19 αυξάνεται πολύ και μάλιστα μπορεί και να υπερδεκαπλασιαστεί (από 0,5-1% σε πάνω από 5%). Αυτό είναι προφανές ότι έχει συμβεί τις τελευταίες εβδομάδες, ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα» εξηγεί στο Documento ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) Πάνος Παπανικολάου.
«Κάνουμε ότι μπορούμε με τα μέσα που έχουμε»
Σε ελλείψεις τεχνικών μέσων αναφέρθηκε ο εντατικολόγος του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας Δημοσθένης Μακρής. «Η νοσηλεία με τα μέσα με τα οποία παρέχεται είναι η καλύτερη δυνατή, ωστόσο θα μπορούσε προσφερθεί ακόμη καλύτερη και αυτό συνεπάγεται την επάρκεια κάποιων τεχνικών μέσων σε μεγάλη διαθεσιμότητα, όπως συσκευές υψηλής ροής οξυγόνου ή συστήματα μη επεμβατικού αερισμού που θα έπρεπε να είναι διαθέσιμα σε μεγάλη κλίμακα» εξηγεί και συνεχίζει: «Στο νοσοκομείο μας, αλλά και σε άλλα νοσοκομεία, δεν έχουν αναπτυχθεί σε κλίμακα τέτοια που να μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τέτοιο κύμα πανδημίας και αυτό είναι ένα μάθημα που μας το δίδαξε η εμπειρία από την Ιταλία, το οποίο δεν μάθαμε καλά».
Αυτά τα μέσα μπορούν να υποστηρίξουν ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια που βρίσκονται ένα στάδιο πριν από τη διασωλήνωση. «Για να εφαρμόσεις αυτά τα μέσα χρειάζεται να έχεις και το απαραίτητο εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Παράλληλα, δεν είναι δυνατόν με το ίδιο προσωπικό να υποστηρίξεις τα διπλάσια κρεβάτια. Αυτό λέει η λογική» καταλήγει.
Ο φόβος και το «ένα όνομα στο πρόγραμμα εφημερίας»
Ο φόβος από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν Covid περιστατικά είναι μεγάλος. Οφθαλμίατροι, ορθοπεδικοί, ακόμη και γαστρεντερολόγοι βρέθηκαν σε εφημερίες ντυμένοι με τις προστατευτικές στολές και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό που δεν γνωρίζουν. Κάποιοι δεν είχαν καν δίπλα τους κάποιον επικεφαλής σχετικής ειδικότητας (πνευμονολόγο ή παθολόγο).
«Ο πολίτης δεν αισθάνεται την υποβάθμιση της φροντίδας. Το ότι στην Covid κλινική εφημερεύει γαστρεντερολόγος δεν το καταλαβαίνει ο ασθενής. Δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελισσόταν η κατάστασή του αν υπήρχε ένας πιο εξειδικευμένος γιατρός και πώς εξελίσσεται τώρα. Στην ουσία υπάρχει υποβάθμιση της φροντίδας όταν αντί να σε βλέπει εξειδικευμένος πνευμονολόγος, ο οποίος θα αντιληφθεί νωρίς την επιδείνωση της κατάστασής σου, σε παρακολουθεί ανειδίκευτο προσωπικό κάνοντας ουσιαστικά διαχείριση της κατάστασης προκειμένου να υπάρχει ένα όνομα στο πρόγραμμα εφημέρευσης» εξηγεί η Ελένη Ιωαννίδου, λοιμωξιολόγος από το πολύπαθο Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Η περιγραφή της δεν αφορά φανταστικό περιστατικό. Ενας γαστρεντερολόγος εφημέρευσε στην κλινική Covid του εν λόγω νοσοκομείου. «Μόνος του εφημέρευε. Στο νοσοκομείο μπορεί να υπήρχε ένας παθολόγος που εφημέρευε στην παθολογική κλινική και ένας πνευμονολόγος στην πνευμονολογική και αν χρειαζόταν θα πήγαιναν στην Covid. Αυτό βέβαια είναι πολύ οριακό» σχολιάζει η λοιμωξιολόγος.
«Δεν φτάνουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες»
Η περιγραφή οφθαλμίατρου νοσοκομείου σε περιοχή που δοκιμάζεται παρουσιάζει τις επιπτώσεις της έλλειψης προσωπικού: «Είναι πολύ μειωμένη η ποιότητα νοσηλείας, αυτό φωνάζουν όλοι, και οι ειδικοί γιατροί αλλά και οι υπόλοιπες ειδικότητες. Δεν το βρίσκω άσχημο να συμβάλουμε οι υπόλοιπες ειδικότητες, αλλά δεν είναι αρκετό. Δεν μας δίνουν αρμοδιότητες που μπορούν να γίνουν επικίνδυνες για τον ασθενή. Δηλαδή δεν θα διασωληνώσω ασθενή. Ομως ακόμη κι εμείς μαζί με τους ειδικούς γιατρούς δεν φτάνουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες των ασθενών. Οταν είμαστε δυο τρεις γιατροί για 53 ασθενείς, ακόμη και πνευμονολόγοι να είναι, δεν επαρκούν. Φτάνουμε στο σημείο να είμαστε ελάχιστη ώρα πάνω από κάθε ασθενή και το οξυγόνο, ως γνωστόν, αλλάζει από λεπτό σε λεπτό. Δεν είναι ότι το βλέπεις τώρα και είσαι ήσυχος για το επόμενο 24ωρο».
Μηνυτήρια αναφορά για τις κυβερνητικές ευθύνες
Οι ελλείψεις σε προσωπικό και οργάνωση φάνηκαν στο δεύτερο κύμα της πανδημίας με τον πιο θλιβερό τρόπο. Οι γιατροί που φωνάζουν από την άνοιξη δεν εισακούστηκαν ποτέ και πολλά νοσοκομεία της περιφέρειας δέχτηκαν πιέσεις που δεν μπορούν να αντέξουν. Ακόμη και νοσοκομεία σε περιοχές που δεν αντιμετωπίζουν τόσο πολλά κρούσματα συνεχίζουν να λειτουργούν υποστελεχωμένα, με τους εργαζόμενους να προσπαθούν πάλι να καλύψουν τα κενά σε προσωπικό αλλά και στην οργάνωση.
«Αυτό είναι βρόμικο παιχνίδι της κυβέρνησης στην πλάτη μας, επειδή ξέρουν πολύ καλά ότι ο γιατρός δεν πρόκειται να αφήσει τον ασθενή να πεθάνει. Θα έρθει από το σπίτι του αυτός που δεν εφημερεύει, θα βρεθεί ένας τρόπος και αυτό είναι ανήθικο γιατί το ξέρουν και το επιλέγουν» σχολιάζει δηκτικά η Ελ. Ιωαννίδου. «Μας βάζουν να κάνουμε πενήντα διαφορετικά πράγματα σε πολλά πόστα, ανειδίκευτοι και ειδικευμένοι. Εχει αλλοιωθεί τελείως η φροντίδα που προσφέρουμε και αυξάνεται όλο και περισσότερο η ευθυνοφοβία και αυτό δεν είναι ποτέ καλό για τον ασθενή. Οταν ένας νευρολόγος εφημερεύει στην κλινική Covid θα κάνει ό,τι είναι πιο ασφαλές, δεν θα κάνει ό,τι θα έκανε ένας γιατρός που είναι η ειδικότητά του» επισημαίνει. «Θα πρέπει όλοι να κινούνται στην κατεύθυνση ότι την αστική ευθύνη θα τη φορτωθεί το δημόσιο, δηλαδή ο διοικητής του νοσοκομείου, το υπουργείο, αλλά σε καμιά περίπτωση οι γιατροί που προσπαθούν να κάνουν κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούν και μπαίνουν σε τέτοιους κινδύνους και τέτοιες ευθύνες» τονίζει ο Σάββας Δευτεραίος, μέλος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Κέντρων Υγείας Θράκης (ΕΙΝΟΚΥΘ).
«Οι ακραίες συνθήκες υποθεραπείας ασθενών καθώς και ετεροαπασχόλησης των νοσοκομειακών γιατρών, με εντολή των αρμοδίων (απασχόληση στην αντιμετώπιση ασθενών της επιδημίας σε ΤΕΠ, πτέρυγες νοσηλείας ακόμη και σε ΜΕΘ), γιατρών άσχετων ειδικοτήτων, μπορεί να δημιουργεί ιατρονομικές ευθύνες για τους γιατρούς τη στιγμή που ακόμη είναι σε ισχύ η αισχρή εγκύκλιος Χουλιαράκη περί καταλογισμού αστικών αποζημιώσεων σε γιατρούς του ΕΣΥ, την οποία η σημερινή κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι θα καταργήσει αλλά δεν το έχει πράξει» λέει ο Π. Παπανικολάου. «Είναι προφανές ότι οι τραγικές ελλείψεις προσωπικού και υποδομών είναι εγκληματική ευθύνη των κυβερνητικών αρμοδίων και όχι των νοσοκομειακών γιατρών» επισημαίνει.
Την ίδια ώρα, νομικές κινήσεις κάνουν οι νοσοκομειακοί γιατροί με σκοπό να διερευνήσουν το ενδεχόμενο μηνυτήριας αναφοράς εναντίον των εμπλεκόμενων κυβερνητικών αρμοδίων περί εγκληματικών τους ευθυνών για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα νοσοκομεία σχετικά με την επιδημία.
Ενώ η κυβέρνηση έκλεισε τα αυτιά της στα αιτήματά τους για ενίσχυση του ΕΣΥ, «προσπαθούν να μεταφορτώσουν στους γιατρούς εγκληματικές ευθύνες των κυβερνητικών αρμοδίων για την ατελή περίθαλψη και υποθεραπεία πολλών ασθενών, δηλαδή για την οφειλούμενη στις ελλείψεις προσωπικού και υποδομών εκτόξευση της θνητότητας» λένε σε ανακοίνωσή τους.