Κάθε σαββατόβραδο στις φυλακές της Καλλιθέας οι θανατοποινίτες της «δίκης των ασυρμάτων» μπορούσαν να κοιμηθούν ξένοιαστοι, χωρίς τα ρούχα τους, καθώς την Κυριακή δεν γίνονταν εκτελέσεις.
Ομως την Κυριακή 30 Μαρτίου του 1952 ο ύπνος τους διακόπηκε απότομα όταν κατά τις 2.30 π.μ. ο αρχιφύλακας με την κουστωδία του άνοιξε τα κελιά τους και τους ζήτησε να ετοιμαστούν. «Πάμε για καθαρό αέρα;» ρώτησε περιπαικτικά ο Μπελογιάννης.
Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή για τους τέσσερις «κομμουνιστές κατασκόπους». Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Καλούμενος και ο Ηλίας Αργυριάδης είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για «κατασκοπεία» μετά την ανακάλυψη ασυρμάτων στα σπίτια των δύο τελευταίων. Αφού ετοιμάστηκαν, τους μετέφεραν κρυφά πίσω από το νοσοκομείο Σωτηρία και στις 4.12 πριν από το ξημέρωμα τους εκτέλεσαν διά τουφεκισμού.
Η ημέρα και η ώρα της εκτέλεσής τους διόγκωσαν τη λαϊκή αγανάκτηση, δεδομένου ούτε καν οι ναζί δεν εκτελούσαν Κυριακή ούτε συνηθίζονταν εκτελέσεις υπό το φως των προβολέων.
Γιατί όμως επιλέχθηκε αυτός ο ανορθόδοξος τρόπος για να εκτελέσουν τους συγκεκριμένους κατάδικους; Πρώτα απ’ όλα, για να αποφευχθούν ανεξέλεγκτες λαϊκές διαδηλώσεις, λόγω της μεγάλης εσωτερικής αντίδρασης αλλά και της τεράστιας διεθνούς κινητοποίησης κατά των εκτελέσεων. Ακόμη και ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων είχε παρέμβει χαρακτηρίζοντας τον Μπελογιάννη –που πεθαίνει για τις ιδέες του χωρίς να πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή– ανώτερο σε πίστη κι από τους πρώτους χριστιανούς.
Στο εξωτερικό εκατοντάδες προσωπικότητες της πολιτικής, των τεχνών και του πνεύματος (Ουίνστον Τσόρτσιλ, Σαρλ ντε Γκολ, Αλ. Αϊνστάιν, το ζεύγος Κιουρί, Τσάρλι Τσάπλιν, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Λ. Αραγκόν, Π. Νερούδα κ.ά.), μαζί με τον Πικάσο που είχε ζωγραφίσει το σκίτσο του Μπελογιάννη με το γαρίφαλο, είχαν ταχθεί κατά των εκτελέσεων.
Ο βασιλιάς πήγε εκδρομή
Ο βασιλιάς Παύλος είχε τον τελευταίο λόγο στις εκτελέσεις καθώς, μετά το Συμβούλιο Χαρίτων, μπορούσε να δώσει χάρη στους καταδικασθέντες ή σε κάποιους από αυτούς. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, με φάκελο που παρέδωσε το Σάββατο 29 Μαρτίου στον βασιλιά ο υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτριος Παπασπύρου, είχε εισηγηθεί να μετατραπεί η ποινή σε ισόβια δεσμά.
Ο βασιλιάς πήρε τον φάκελο και είπε ότι θα τον μελετούσε όταν επέστρεφε από εκδρομή στη Χαλκίδα που είχε υποσχεθεί στη βασίλισσα Φρειδερίκη. Ομως μετά την εκδρομή «εξαφανίστηκε», όπως και ο υπουργός Δικαιοσύνης τον οποίο αναζητούσαν οι δημοσιογράφοι για να μάθουν την απόφαση του βασιλιά. Ο Παύλος είχε απορρίψει σιωπηρά την αίτηση χάριτος και κρύφτηκε για να μη χρεωθούν τα ανάκτορα όλη τη λαϊκή οργή. Η άρον άρον εκτέλεση την Κυριακή τον απάλλασσε από τη δύσκολη συνάντηση την Τρίτη το πρωί με τον τραγικό πατέρα, τον υπέργηρο ναύαρχο Αντώνιο Μπάτση.
Η συνάντηση που δεν έγινε ποτέ
Ο ναύαρχος γνώριζε τον Παύλο από μικρό, καθώς μετά το δημοψήφισμα του 1920 ήταν κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβέρωφ» που είχε μεταφέρει από την εξορία τον πατέρα του, τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, μαζί με τη βασιλική οικογένεια.
«Δώδεκα χρόνια έκανα στις εξορίες και στα ξερονήσια για τον Βασιλιά, δεν μπορεί να μην μου κάνουν τούτη τη χάρη. Ολο στη θάλασσα με τα καράβια, σ’ όλους τους πολέμους πολέμησα για την Ελλάδα και τον Βασιλιά. Εχω κι εγώ το δικαίωμα να ζητήσω τη ζωή του μονάκριβου παιδιού μου, δεν το έχω; Εχω μονάχα ένα γιο και αυτόν θέλετε να μου τον πάρετε; Σκοτώστε εμένα καλύτερα, ζωή για τη ζωή» έλεγε στη νύφη του τη Λίλιαν κλαίγοντας ο γερο-ναύαρχος (Λίλιαν Καλαμάρο, «Βαρύτατο τίμημα – Η ζωή μου με τον Δημήτρη Μπάτση», Δωδώνη, 1981, σελ.144).
Ομως η ικεσία του γέρου ναυάρχου δεν αρκούσε για να δώσει χάρη ο βασιλιάς. Οι Αμερικανοί που κυβερνούσαν τότε με τον περιβόητο πρέσβη Τζον Πιουριφόι, εκπρόσωπο του μακαρθισμού και του Ψυχρού Πολέμου, τον είχαν απειλήσει ότι θα κινδυνεύσει ο θρόνος του αν δεν επισπευστούν οι εκτελέσεις.
«Οι Αμερικάνοι με τον Πιουριφόι θέλανε να τους στήσουνε στον τοίχο. Ο Πλαστήρας και ο Ρέντης δεν φαινόταν πως το ‘θελαν. Οσο για τον βασιλιά τον Παύλο, βέβαια τι άλλο ήταν παρά εκπρόσωπος της δύναμης που μας “προστάτευε”». (Λίλιαν Καλαμάρο, ό.π., σελ. 158).
Τα ανάκτορα δεν τολμούσαν να αντιπαρατεθούν στους Αμερικανούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι έναν χρόνο πριν είχαν ταπεινωθεί στέλνοντας δύο μήνες μετά την εκτέλεση του 22άχρονου αγωνιστή της ειρήνης Νίκου Νικηφορίδη, στη Θεσσαλονίκη, επιστολή της Φρειδερίκης με απονομή χάρητος! Ο Μπάτσης εκτελέστηκε για μία ψήφο που του αρνήθηκε το Συμβούλιο Χαρίτων. Επρεπε να πεθάνει την Κυριακή για να μην εκμεταλλευτεί την ύστατη δυνατότητα που είχε για χάρη από τον βασιλιά. Ετσι συνέβαλε ώστε και η εκτέλεση των άλλων τριών να γίνει Κυριακή.
Επρεπε να πεθάνει γιατί δεν πρόδωσε τον Πλουμπίδη, που ήξεραν ότι τον συναντούσε αλλά παρέμενε ασύλληπτος. Γιατί παρά τη «μεταμέλεια» που επέδειξε στη δίκη για χάρη της γυναίκας του Λίλιαν, δεν πρόδωσε ουσιαστικά τις ιδέες του ούτε υπέγραψε δήλωση μετανοίας.
Γιατί ήταν ο συγγραφέας του έργου «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα» που κατέγραφε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας μας με στόχο την ακηδεμόνευτη ανάπτυξή της. Γιατί θα συνέχιζε ως «συνοδοιπόρος», αστικής καταγωγής αριστερός διανοούμενος, την αποκαλυπτική πατριωτική αρθρογραφία του (σύμβαση Κούπερ κ.λπ.) ενάντια στα συμφέροντα των ξένων επικυρίαρχων και της εγχώριας υπηρετικής ολιγαρχίας.