Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσεις τα περί Αριστεράς και συµµαχιών (της). Ο ένας είναι ροµαντικός και ο άλλος µε απαίτηση. Στη ροµαντική, συναισθηµατική προσέγγιση η Αριστερά παλεύει για το δίκιο και την κοινωνία και ως εκ τούτου περιµένει την επικράτηση του πρώτου και τη νοµοτελειακή επιβεβαίωση της ίδιας. Ισως µαζί µε εκείνους που περιµένουν τη ∆ευτέρα Παρουσία. Στην άλλη προσέγγιση, που περιέχει λογική και απαίτηση, η Αριστερά πρέπει να ξεφύγει από το θεωρητικό πλαίσιο της υπερανάλυσης, να εκφράσει τον κόσµο επειδή αποτελεί τµήµα του και όχι ιδεατό καθοδηγητή του, να εγκαταλείψει τις θρησκευτικού τύπου προσεγγίσεις των προβληµάτων και να µιλήσει σε real time. Και αν αποφασίσει να µιλήσει, πρέπει επίσης να µην απαιτείται και µεταφραστής ή ενδιάµεσος.
∆εν αρκεί να διαµαρτύρεσαι, πρέπει και να γνωρίζεις (επειδή κατέχεις τις δεξιότητες και τη γνώση) τι είναι αυτό που θέλεις να κάνεις ως Αριστερά. Για κάποιο λόγο που σίγουρα δεν είναι µεταφυσικός ώστε να αναµετριέται µε το κακό το ριζικό της, η Αριστερά είναι σαν να βιώνει τη «µέρα της µαρµότας». Οραµατίζεται, συνεγείρει τα πλήθη, υπόσχεται, καταλαµβάνει τον αναγκαίο χώρο, αλλά πολύ σύντοµα αποτυγχάνει σπέρνοντας ταυτόχρονα µαταίωση. Μέσα από αυτήν τη µαταίωση εµφανίζονται διάφοροι «τα έλεγα εγώ» και «δεν µου κάνεις εσύ» που ανταλλάσσουν τις ιδέες µε τον ναρκισσισµό, τον εγωκεντρισµό και, καθόλου σπάνια, µε το συµφέρον. Ξαφνικά οι µεγάλες ιδέες γίνονται µικρές φιλοδοξίες που διογκώνονται σαν φούσκες για να σκάσουν ρηµάζοντας τα πάντα. Είναι η εποχή της αµοιβάδας, στην οποία η Αριστερά θα αναπαραχθεί σαν την αµοιβάδα από τον εαυτό της, διαιρούµενη. Θα ξαναµιλήσει για οράµατα και συµµαχίες, θα πείσει πάλι κάποιους, µέχρι να αρχίσει η επόµενη µέρα στη σισύφεια µοίρα της.
Στο µεσοδιάστηµα κάποιοι µεγάλοι ιδεαλιστές και βαριοί ιδεολόγοι θα έχουν πάρει θέσεις ως CEO σε πολυεθνικές και τράπεζες, αναθεµατίζοντας τον κοσµάκη που δεν κατάλαβε την αξία τους ή δεν τους αξιολόγησε όπως έπρεπε.
Εχω την απαραίτητη ηλικία για να θυµάµαι τα ιστορικά προηγούµενα της Ε∆Α, της Ενωµένης Αριστεράς, του Συνασπισµού και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και την πανοµοιότυπη εξέλιξή τους και τη µετάβαση από την ελπίδα και το όραµα στην απογοήτευση και στο κακό τέλος. Θυµάµαι φυσικά και τον πατέρα µου, παιδί της βασανισµένης Αριστεράς, να επιµένει λίγο προτού αποχωρήσει (από τη ζωή, όχι από την Αριστερά) ότι «αφού έχουµε δίκιο πρέπει να καταλάβουµε γιατί δεν το βρίσκουµε. Και πρέπει να καταλάβουµε πως πρέπει να το βρούµε πριν χτυπήσει η καµπάνα, σε αυτήν τη ζωή που υποφέρουν οι άνθρωποι, όχι σε κάποιο µέλλον».
Η Αριστερά µοιάζει σαν να υπόσχεται µια δεύτερη ζωή σε ένα µακρινό µέλλον, όσο κοντά και να είναι η ευκαιρία που εµφανίζεται. Αν δε µιλήσουµε για στελέχη της σηµερινής Αριστεράς, ξέρουν τα πάντα για την εργασία και τα δικαιώµατα, µπορούν να αναλύσουν θέµατα σε συνέδρια, κεντρικές επιτροπές, µεταµεσονύχτιες συναντήσεις, αλλά τους είναι δύσκολο να βρουν τον δρόµο για την επαγγελµατική καταξίωση. Οπως συνηθίζω να λέω, είναι σαν τους ευνούχους, γνωρίζουν τα πάντα γύρω από το σεξ αλλά δεν έχουν κάνει ποτέ.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση κυρίας η οποία ανέλαβε υπουργική θέση επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή ήταν παγκοσµίως άγνωστη, οι δηµοσιογράφοι αναζήτησαν το βιογραφικό της µετά την ανακοίνωση του ονόµατός της. Εκτός από στοιχεία γέννησης και τα τυπικά, η κυρία υπουργός έγραφε µε στόµφο ως σοβαρό στοιχείο στο βιογραφικό της ότι «περπάτησε στους δρόµους της Γένοβας». Προφανώς εννοούσε ότι είχε πάρει µέρος στην κινητοποίηση της Γένοβας το 2001 και όχι ότι υπήρξε τουρίστρια, πράγµα ωστόσο που έπρεπε για κάποιο λόγο να εκτιµηθεί από τον κόσµο ως επαγγελµατικό προσόν. Επάγγελµα αριστερός του πεζοδροµίου.
Η Αριστερά δεν έχει πρόβληµα µόνο στην Ελλάδα, αν και µόνο στην Ελλάδα άνθρωποι των τραπεζών και του payroll των επιχειρηµατιών ήταν υπουργοί στην κυβέρνηση κατηγορώντας ταυτόχρονα τους συντρόφους τους για δεξιά στροφή.
Η Αριστερά παγκοσµίως αδυνατεί ακόµη να προσδιοριστεί µετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισµού από τον οποίο µοιραία ετεροπροσδιορίστηκε. Αγοράζει µε εµπειρικό τρόπο «αξιοκρατία», «τεχνοκρατία» και άλλα αφηγήµατα του καπιταλισµού, τα οποία αντιµετωπίζει ως οικουµενικές αξίες και ταυτόχρονα εφευρίσκει ακτιβισµούς πάνω σε δευτερεύουσες αντιθέσεις. Κατασκευάζεται δηλαδή µια Αριστερά µε κύριο χαρακτηριστικό της όχι τη µάχη για την αλλαγή των δεδοµένων, αλλά έτοιµη να προσβληθεί όταν υπάρχουν «µη πολιτικά ορθοί όροι» και λέξεις. Αφήνει πίσω της τις µάχες για να µην υπάρχουν θύµατα και γίνεται η Αριστερά που θεοποιεί τα θύµατα. Στέλεχος της Αριστεράς δεν είναι ο αγωνιστής των ιδεών και προκοµµένος στη ζωή (γιατί το προσωπικό παράδειγµα πρέπει να είναι ισχυρό), αλλά κάποιος που είχε την ατυχία να κακοποιηθεί.
Αυτές τις µέρες, που µάλλον κλείνει ένας κύκλος, προβάλλει και πάλι το µέγα θέµα της ενότητας. Ναι, η Αριστερά πρέπει να είναι ενωµένη γιατί υπάρχουν περισσότερα που την ενώνουν στο εσωτερικό της από αυτά που τη χωρίζουν. Η ενότητα δεν µπορεί όµως να θεωρείται λύση για µια Αριστερά που δεν ξέρει τι θέλει και γιατί το θέλει. Αν ενωθεί (µακάρι), τότε πρέπει να έχει ξεκάθαρο γιατί το κάνει. Αν το κάνει σαν αυτοσκοπό ή για να αποφύγει να δώσει απαντήσεις σε ουσιαστικά ερωτήµατα ύπαρξης, τότε δεν έχει νόηµα. Αν θέλει να µοιράσει καρέκλες σε εκ νέου αποτυχηµένους επαγγελµατίες του χώρου που περπάτησαν στη Γένοβα ή σε κάποια Πετράλωνα, τότε είναι τραγωδία. Αν το πραγµατοποιήσει γιατί ο Νίκος Μπίστης θέλει να βάλει ένα ακόµη κόµµα στο βιογραφικό του, τότε είναι κωµωδία.
Η Ευρώπη µετατρέπεται πάλι σε σκοτεινό λίκνο της ακροδεξιάς. Γι’ αυτό δεν φταίει ο εύπιστος κόσµος. Οι οραµατιστές της Ευρώπης αποδείχθηκαν το µακρύ χέρι των πολυεθνικών, των λόµπι και οι δηµιουργοί των κοινωνικών και οικονοµικών αντιθέσεων. Η γηραιά ήπειρος, χωρίς κανένα συµφέρον, µετατράπηκε σε προκεχωρηµένο φυλάκιο των ΗΠΑ στην αντιπαράθεση µε τη Ρωσία και την Κίνα και είναι η µόνη που θα πληρώσει το τίµηµα. Χρησιµοποίησε τους µετανάστες άλλοτε ως φτηνό εργατικό δυναµικό και άλλοτε σαν µπαµπούλα για να χειραγωγήσει τις µάζες µέσω του φόβου. Η Ευρώπη σκοτώνει τον ∆ιαφωτισµό και τη Γαλλική Επανάσταση και κατασκευάζει οικονοµικά κρεµατόρια και γκιλοτίνες για τη δηµοκρατία.
Τι κάνει η Αριστερά απέναντι σε όλα αυτά; Ψάχνει φόρµουλες και διατυπώσεις για να µην την κατηγορήσουν για αντιευρωπαϊσµό.
Η Αριστερά και η κεντροαριστερά µπορούν να δηµιουργήσουν το µέτωπο της δηµοκρατίας ορίζοντας πρωτίστως τι είναι αυτό που θέλουν και όχι αυτό που αντιπαλεύουν. Αν είναι να γίνουν συνέδρια, τριµελείς επιτροπές και συνάξεις λεκτικής επιβεβαίωσης συνοδευόµενες από µπουφέ, δεν έχει νόηµα. Νόηµα έχει να γνωρίζουν πού έκαναν λάθος. Το λάθος δεν ήταν ότι περπάτησαν στη Γένοβα. Το λάθος ήταν που δεν περπάτησαν στη ζωή και δήλωναν «επάγγελµα Γένοβα». Α, και για να µην το ξεχάσω, µικρή λεπτοµέρεια, το εγχείρηµα αυτό πρέπει να αναδείξει µια προσωπικότητα που να µπορεί. Σε αντίθεση µε ό,τι αναδεικνύει η θεωρητική προσέγγιση της Αριστεράς, δεν πιστεύω ότι οι πλειοψηφίες γράφουν την Ιστορία. Τη γράφουν µειοψηφίες και πεφωτισµένοι άνθρωποι και τη συνυπογράφουν οι πλειοψηφίες για να είναι έγκυρη.