Ο νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός, όπως αυτός γίνεται κατανοητός και στο παράδειγμα του Βόλου, αποτελεί στοιχείο της αστικής νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας.
Σε ένα πλαίσιο σταδιακά δομημένου κοινωνικού άγχους και αγανάκτησης, κοινωνικής αποδιάρθρωσης και ενοχοποίησης, η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα υπόσχεται «πίστη» ενός απενοχοποιημένου, εκπληρωμένου εαυτού και την αίσθηση μιας ζωής με «σημασία». Με αυτή την έννοια, αυταρχικές περσόνες που «πουλάνε» στα ΜΜΕ, ακροδεξιά ρητορική, τραμπουκισμοί, επίφαση λαϊκής αυθεντικότητας, μισαλλόδοξος-κακοποιητικός λόγος και συμπεριφορά, δεν ξενίζουν. Αντιθέτως, επικροτούνται μετά βαΐων και κλάδων.
Έτσι, το πλαίσιο κανόνων και ορίων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής κάμπτεται. Ο δημόσιος βίος εξαθλιώνεται και απογυμνώνεται ακόμη και από τον πρότερο ορθολογισμό και συντηρητισμό του. Το δημόσιο βήμα «αποδημοσιοποιείται» και μετατρέπεται σε κοινό τόπο αχαλίνωτου ρατσισμού, ομοφοβικού λόγου, σεξισμού, λεκτικού εκφοβισμού, κοκ. Γίνεται τόπος λατρείας συνωμοσιολογικών και εθνικιστικών κορόνων.
Ο νεοφιλελεύθερος λαϊκιστής ενθαρρύνει μια ψευδαισθητική βεβαιότητα ότι όλα είναι εφικτά και προσβάσιμα απ’ όλους. Ταυτόχρονα όμως συσκοτίζει την κοινωνική πραγματικότητα, που είναι πραγματικότητα αποκλεισμού από τη δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού ρόλου στη λήψη αποφάσεων. Ο νεοφιλελεύθερος λαϊκιστής εμπλέκει τα άτομα και συναισθηματικά, απαιτώντας απ’ αυτά συγκεκριμένους τρόπους σκέψης, δράσης και ύπαρξης, ενώ την ίδια στιγμή απαγορεύει και στιγματίζει άλλους.
Οι ψηφοφόροι, αν και επί της ουσίας διαβιούν αποκλεισμένοι από τον κόσμο της εξουσίας στη λήψη αποφάσεων, δηλαδή από τους «κόσμους» των διαφόρων τύπων «Μπέου», όλο και περισσότερο αυτοπροσδιορίζονται μέσω αυτής της εξουσίας. Μιας εξουσίας που ενώ δεν μπορούν να έχουν, ωστόσο δηλώνουν πρόθεση δέσμευσης με όρους «εθελούσιας υποταγής» σε αυτή.
Ορμώμενοι από τα λόγια του Bauman, θα λέγαμε ότι οι ψηφοφόροι είναι οι «ενδεείς εξουσιαστές», γιατί, φιλοδοξώντας να αποκτήσουν πρόσβαση εξουσίας στον κόσμο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού της ρεμούλας, στην πραγματικότητα αποκλείονται απ’ αυτόν.
Η συμβολική νομιμοποίηση μιας εξουσίας που στην πραγματικότητα δεν έχουν, καθώς και η συναισθηματική ταύτιση με πρότυπα μιας πατριαρχικής ιδεολογίας, προσδίδει την αίσθηση μιας φαντασιακής πληρότητας εαυτού. Όσο περισσότερο αποκλεισμένοι και παραγκωνισμένοι από αυτή την εξουσία, τόσο μεγαλύτερη είναι η ταύτιση και ο αυτοπροσδιορισμός της υποκειμενικότητάς τους μέσω αυτής της έλλειψης.
Ως εκ τούτου, η φαντασιακή θεμελίωση του εαυτού προσδιορίζεται μέσω μιας αυτοεξαπατημένης αίσθησης ελευθερίας επιλογών, εμπρόθετης δράσης και αυτοεπίγνωσης. Εδώ ωστόσο, η ενσυνειδητότητα των ψηφοφόρων λειτουργεί με τους όρους του εξουσιαστή στο φαντασιακό του εξουσιαζόμενου και η λαϊκή οργή βρίσκει σημείο έκφρασης στο παράδοξο. Βρίσκεται μεταξύ της αγανάκτησης-θυμού απέναντι στην προδοσία από τη μία, και της υπόσχεσης για λύτρωση από την άλλη. Μια λύτρωση που όμως δεν θα έρθει με αυτούς τους όρους.
Η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος στην πόλη του Βόλου, πρέπει πρωτίστως να αποφύγει τις αλαζονικές θέσεις που κάνουν λόγο για πολιτισμική παρακμή και ηθική εξαχρείωση των πολιτών. Γιατί μια τέτοια προσέγγιση διευκολύνει τους αυριανούς επίδοξους «σωτήρες» της.
Τονίζουμε ωστόσο ότι, οι υλικοί όροι στο πλαίσιο της κοινωνίας του αχαλίνωτου ανταγωνισμού (ανεργία, φτώχεια, πόλεμοι κτλ) δημιουργούν το έδαφος για τον εκφασισμό της κοινωνίας, όπου ο νεοφιλελεύθερος ακροδεξιός λαϊκισμός εμφανίζεται ως «αντισυστημική» δύναμη μιας «νέας κανονικότητας».
*Άννα Οικονομίδη
Ψυχολόγος Μsc Ανθρωπιστικών Επιστημών
Πολιτικός Επιστήμονας