Η αποστολή στρατιωτικής βοήθειας ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ προς την Ουκρανία, συνιστά μια πρόκληση για της Ρωσία αλλά και μια ένδειξη της αμερικανικής αδυναμίας.
Η στρατιωτική συνδρομή στάλθηκε στο τέλος του Δεκεμβρίου και το ύψος της καταρχάς μαρτυράει πως οι Αμερικάνοι ήθελαν να βάλουν όρια στον επανεξοπλισμό του ουκρανικού στρατού.
Δεύτερον, το πολεμικό υλικό που θα παραλάβουν οι Ουκρανοί δεν είναι βαρέως τύπου αλλά περιλαμβάνει ελαφρύ οπλισμό, πυρομαχικά, ασφαλείς ασυρμάτους, ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό, ανταλλακτικά κλπ.
Κατά συνέπεια, οι Αμερικάνοι αφενός δεν έχουν τη δυνατότητα ή δεν θέλουν να αποστείλουν οπλικά συστήματα που θα κάνουν σοβαρή ζημιά σε ενδεχόμενη ρωσική εισβολή ή περαιτέρω ανάφλεξη στις αυτονομιστικές περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας (Ντονμπάς και Ντονέτσκ), φοβούμενοι πιθανόν μια ανάλογη ρωσική κίνηση προς τους φιλορώσους αντάρτες.
Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα μιας πιθανής ουκρανορωσικής σύγκρουσης δεν θα αλλάξει εξαιτίας αυτής της συνδρομής, γεγονός που το επιβεβαιώνει και σύμβουλος του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και επικαλείται η αμερικανική έκδοση του Politico.
Παρόλο που το συγκεκριμένο υλικό θα προκαλέσει επιπλέον ζημιά είτε στους Ρώσους είτε στους φιλορώσους, αποτελεί πασιφανές πως οι Αμερικάνοι δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν έναν περιφερειακό πόλεμο ανάμεσα σε Ουκρανία και Ρωσία. Έτσι περιορίζουν τις δυνατότητες της Ουκρανίας τόσο γεωπολιτικά (είσοδος στο ΝΑΤΟ), όσο και στρατιωτικά.
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι πως την αποστολή του υλικού εισηγήθηκε ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, επιβάλλοντας την απόφαση στον υπουργό Άμυνας Λόιντ Όστιν, επιτρέποντας την χρήση των αποθεμάτων του Πενταγώνου ενώ το Κογκρέσο είναι ανίκανο να αντιδράσει μιας και ο Μπάιντεν θα επικαλεστεί έκτακτες συνθήκες.
Ο Μπάιντεν, λοιπόν, παίζει το δικό του παιχνίδι και παραμερίζει τους υπουργούς και το Κογκρέσο ώστε να χαράξει τη δική του γραμμή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.