Γιατί λένε τη Βιέννη «πρωτεύουσα των κατασκόπων»

Οι σημερινές “αποκαλύψεις” — και μάλιστα δια στόματος του ίδιου του Αυστριακού καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς — για κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας που φέρεται να πραγματοποιούσε επί πολλά χρόνια, ένας απόστρατος σήμερα ανώτερος αξιωματικός του αυστριακού στρατού, κάτι που αντέκρουσε έντονα το μεσημέρι ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, αφύπνισε μνήμες για την παλιά φήμη της Βιέννης ως “πρωτεύουσας της διεθνούς κατασκοπείας”.

Έφερε επίσης στον νου τη μεγαλύτερη ανταλλαγή κατασκόπων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία τις τελευταίες δεκαετίες, που έγινε τον Ιούλιο του 2010 στο αεροδρόμιο της αυστριακής πρωτεύουσας, αλλά και αναμνήσεις από την κλασική ταινία “Ο τρίτος άνθρωπος” του Κάρολ Ριντ με τη χαρακτηριστική μουσική του ‘Αντον Κάρας που την έκανε διάσημη, η μεγάλη ηθοποιία του Όρσον Γουέλς και τις εξπρεσιονιστικές προοπτικές της κάμερας του Ρόμπερτ Κράσκε που της χάρισαν το “Όσκαρ”.

Αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα που μετέφερε εκείνη η βρετανική παραγωγή του 1949, από τη διαιρεμένη μεταπολεμικά σε τέσσερις ζώνες των συμμάχων-νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Γαλλία και Βρετανία) Βιέννη, άρχιζε να υφαίνει τότε και αργότερα την φήμη και τον θρύλο για την πόλη-πεδίο δράσης των διεθνών κατασκόπων, που, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, είχαν σχέση με την πραγματικότητα.

Για τις μυστικές υπηρεσίες τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από την τότε Σοβιετική Ένωση, η Βιέννη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε πρόσφορο έδαφος, αρχικά εξαιτίας του γεγονότος πως η ίδια, αλλά και ολόκληρη η Αυστρία ήταν διαιρεμένες στις τέσσερις ζώνες επιρροής των συμμάχων-νικητών μέχρι το 1955, όταν η χώρα απέκτησε την κρατική κυριαρχία και ανεξαρτησία της.

Στα χρόνια που ακολούθησαν και σημαδεύτηκαν από τον λεγόμενο “Ψυχρό Πόλεμο”, η Βιέννη ως πρωτεύουσα χώρας με διαρκή ουδετερότητα, ως έδρα μιας σειράς διεθνών οργανισμών – τρίτη πόλη του ΟΗΕ μετά τη Νέα Υόρκη και τη Γενεύη, έδρα του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, του ΟΠΕΚ και τόσων άλλων – όπως και ως τόπος διεθνών διασκέψεων και συνεδρίων, προσφερόταν εκ νέου για τέτοιου είδους δραστηριότητες.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι πρεσβείες των τότε δύο υπερδυνάμεων στη Βιέννη, πρωτεύουσα μιας σχετικά μικρής χώρας, ήταν πληρέστερα και δυσανάλογα υπερστελεχωμένες σε σχέση με πρεσβείες τους σε άλλες χώρες, πολύ μεγαλύτερες και ζωτικότερου ενδιαφέροντος για τις δύο, με προσωπικό που ένα μεγάλο μέρος του προερχόταν από τις μυστικές τους υπηρεσίες.

Καλύπτοντας τους με την ιδιότητα του “διπλωμάτη”, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση, όπως και αρκετοί σύμμαχοί τους από τους εκατέρωθεν στρατιωτικούς συνασπισμούς, το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, φρόντιζαν να διαπιστεύουν τόσο στις διμερείς διπλωματικές εκπροσωπήσεις τους στην Αυστρία όσο και στους διεθνείς οργανισμούς και τις διεθνείς συναντήσεις στη Βιέννη, ικανό αριθμό πρακτόρων των εκάστοτε μυστικών τους υπηρεσιών.

Οι φήμες θέλουν να είχε δραστηριοποιηθεί και μικρός αριθμός κατασκόπων από τα δύο στρατόπεδα στη Βιέννη, υπό τον μανδύα του δημοσιογράφου-ξένου ανταποκριτή και μάλιστα ως μέλη της εκεί, ιδιαίτερα σημαντικής ως εδρευούσης στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης, Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου.

Σε αυτό το τελευταίο, ο υπογράφων τις γραμμές αυτές, ως πρόεδρος της Ένωσης για 19 ολόκληρα χρόνια – μερικά από αυτά στην τελευταία περίοδο του “Ψυχρού Πολέμου” – θα μπορούσε να διαβεβαιώσει για το αντίθετο, όπως και για τη σύμπνοια, αλληλεγγύη, συναδελφικότητα, που επικρατούσε την εποχή εκείνη μεταξύ των τότε 400 και πλέον μελών της.

Αυτά τα μέλη της Ένωσης, τα οποία προέρχονταν κυρίως από τις δύο υπερδυνάμεις και συμμάχους τους των δύο συνασπισμών, έκαναν πράξη όχι μόνο την ειρηνική, αλλά τη φιλική συνύπαρξη τους στην Ένωση.

Από την πλευρά τους οι αυστριακές αρχές και υπηρεσίες πρέπει να είχαν εικόνα αυτών που διαμείβονταν σε βιεννέζικο έδαφος, ανάμεσα σε πράκτορες και πληροφοριοδότες των δύο πλευρών, χωρίς οι ίδιες να επεμβαίνουν όσο αυτές οι δραστηριότητες δεν στρέφονταν κατά της Αυστρίας και δεν θίγονταν δικά της συμφέροντα.

Για ορισμένους αναλυτές, η Αυστρία εξακολουθεί και σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του ενός εκ των δύο συνασπισμών, του Συμφώνου της Βαρσοβίας, να θεωρείται, όπως και παλιά, σημαντικός τόπος δράσης για ξένες υπηρεσίες πληροφοριών και να αποτελεί κομβικό σημείο για την επιμελητεία και ως εκ τούτου οι διπλωματικές εκπροσωπήσεις διαφόρων χωρών να συνεχίζουν και στις ημέρες μας να είναι δυσανάλογα στελεχωμένες και σε υψηλό επίπεδο.

Σε παλαιότερες δηλώσεις του ο Αυστριακός ιστορικός και διευθυντής του αυστριακού Κέντρου για Μυστικές Υπηρεσίες, Προπαγάνδα και Θέματα Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς Ζίγκφριντ Μπερ — ο οποίος σήμερα έκανε λόγο για “μεγαλοποίηση” της υπόθεσης κατασκοπείας υπέρ της Ρωσίας από ανώτερο αξιωματικό του αυστριακού στρατού — ανέβαζε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 τον αριθμό των “εν ενεργεία” ξένων κατασκόπων στη Βιέννη, σε 2.000 έως 3.000.

Κατά την άποψή του, η Βιέννη ήταν ήδη την εποχή των Αψβούργων ένα κέντρο της ευρωπαϊκής κατασκοπείας, φίλοι και εχθροί της πολυεθνικής Μοναρχίας επεδίωκαν στην πρωτεύουσά της, τη Βιέννη, να εκπροσωπήσουν και να προστατεύσουν τα συμφέροντα της περιοχής τους, και σήμερα η ίδια μπορεί να παραμένει αυτό που ήταν από τον 19ο αιώνα, ένας ιδανικός τόπος για ανταλλαγές οποιασδήποτε μορφής.

Ο ίδιος διακρίνει σήμερα τρεις ομάδες κατασκοπείας, από τα στελέχη μυστικών υπηρεσιών που βρίσκονται στις εκάστοτε πρεσβείες, αεροπορικές εταιρείες ή μεγάλες επιχειρήσεις, τους πληροφοριοδότες που στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας έχουν χάσει αρκετή από τη σημασία τους και τέλος τους πράκτορες με την κλασική έννοια, οι οποίοι έπειτα από σχετική εκπαίδευση διεισδύουν με άλλη ταυτότητα στους χώρους δράσης τους.

Πέραν της παράδοσης, της ουδετερότητας και της γεωπολιτικής σημασίας της Βιέννης, ο Ζίγκφριντ Μπερ αναφέρει και έναν επιπλέον λόγο για τη “δημοτικότητά” της ως “πρωτεύουσας της διεθνούς κατασκοπείας”.

Και αυτό είναι το γεγονός ότι πρόκειται για την πόλη με την επανειλημμένα διεθνώς αναγνωρισμένη υψηλότερη ποιότητα ζωής στον κόσμο, κάτι που κάνει πολλούς “απόμαχους” κατασκόπους να επιστρέφουν σε αυτή μετά τη συνταξιοδότησή τους για να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε αυτή την “πρωτεύουσα (των κατασκόπων)”.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ