Οι εξελίξεις του 2022 δεν ήταν ευνοϊκές για τη χώρα μας. Πέρα από την κρίση που συμπιέζει εδώ και μία δεκαετία το εισόδημα των εργαζόμενων και των παραγωγών, νέοι παράγοντες πιέζουν το ήδη βαρύ κλίμα: Η πανδημία και οι συνέπειές της, οι πληθωριστικές τάσεις και, τέλος, η επιστροφή του πολέμου στη μεγάλη κλίμακα, στη γειτονική μας ζώνη της Μαύρης Θάλασσας. Σταθερός δε παρονομαστής στα πολύμορφα σκοτεινά που ζώνουν τη χώρα οι τουρκικές διεκδικήσεις και οι συνακόλουθες λεκτικές ή έμπρακτες απειλές.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε τη διάσταση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Από πλευράς «διεθνούς δικαίου» πρώτα απ’ όλα. Η στρατιωτική εισβολή και η κατοχή ξένου εδάφους δεν νομιμοποιήθηκε μεν, έγινε δόκιμη πρακτική δε, πράγμα που πρακτικά έχει την ίδια ή και μεγαλύτερη αξία. Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας πολλαπλά αναβαθμίστηκε. Στο ΝΑΤΟ λόγου χάρη. Η ιδέα ότι η Τουρκία είναι βασικό ανάχωμα στην όποια εξάπλωση της ρωσικής ισχύος –είτε ως Ρωσίας, είτε ως Σοβιετικής Ενωσης– προς τη Μεσόγειο, αποτελεί σταθερά στις διεθνείς ισορροπίες από τον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακόμη. Με την τρέχουσα επιθετική επάνοδο της Ρωσίας στις βόρειες ακτές της Μαύρης θάλασσας η σημασία των Στενών και της Τουρκίας γίνεται κρίσιμος παράγοντας για το δυτικό στρατόπεδο.
Η Τουρκία το κατανόησε απόλυτα αυτό και το εκμεταλλεύεται αποφασιστικά. Για την Άγκυρα πρόκειται για «ιστορική ευκαιρία». Ευκαιρία που έρχεται μάλιστα την κατάλληλη στιγμή: η ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού ευνοείται τόσο από την προβληματική κατάσταση του διεθνούς εμπορίου, την άνοδο του κόστους των θαλάσσιων μεταφορών, όσο και από τη γενική διάθεση του «δυτικού κόσμου» να απεξαρτηθεί από τα προϊόντα της Ασίας, της Κίνας σε πρώτη σειρά. Η Τουρκία, χώρα παραγωγική και φθηνή, ως προς το εργατικό της δυναμικό, έρχεται να καλύψει το κενό. Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία μάλιστα το τουρκικό κεφάλαιο απλώνεται επενδυτικά προς κάθε σημείο του ορίζοντα – ακόμα και προς τα βόρεια, την Ουκρανία δηλαδή.
Η κατάσταση θα γινόταν ιδανική για την Αγκυρα αν «έλυνε» το ελληνικό της πρόβλημα. Το τελευταίο στέκεται εμπόδιο στα σχέδια της Τουρκίας να ελέγξει δύο καίρια στρατηγικούς δρόμους της ναυσιπλοΐας και συνακόλουθα του διεθνούς εμπορίου. Η διαδρομή από τη Μαύρη θάλασσα προς τη Μεσόγειο περνά από τα Στενά, αλλά περνά και από το Αιγαίο. Οι δε διαδρομές της ανατολικής Μεσογείου –και της Ερυθράς θάλασσας– περνούν ανάμεσα στη Λιβύη και την Κρήτη. Για την Τουρκία ο έλεγχος του μισού τουλάχιστον Αιγαίου και η συρρίκνωση των θαλάσσιων δικαιωμάτων της Κρήτης είναι ζωτικής σημασίας.
Η Αθήνα δεν έχει ούτε το μέγεθος ούτε τις δυνατότητες να διεκδικήσει τον στρατηγικό έλεγχο του Αιγαίου. Διατηρεί αυτό το παράξενο καθεστώς των δέκα και έξι μιλίων για να μην «ενοχλήσει» κανένα με την κυριαρχία της εκεί. Το γεγονός όμως ότι η Αθήνα έχει μετακυλήσει τις κυριαρχικές αρμοδιότητές της στην Ουάσιγκτον και έχει επισφραγίσει το ειδικό καθεστώς με παραχώρηση θέσεων και βάσεων στις ΗΠΑ, ενοχλεί αφάνταστα την Αγκυρα. Η Ουάσιγκτον δεν είναι Αθήνα, έχει δικές της βλέψεις και στόχους. Η Άγκυρα δεν θα ήθελε να υποταχθεί σε αυτούς. Οσο λοιπόν η Αθήνα εκχωρεί κυριαρχία στην Ουάσιγκτον, τόσο η Τουρκία θα υψώνει τους τόνους περιμένοντας την ευκαιρία. Για τον λόγο αυτό η Κρήτη ολόκληρη βρέθηκε μέσα στον πρόσφατο γνωστό χάρτη των τουρκικών διεκδικήσεων.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ