Την Τετάρτη 13/10 το Εφετείο Αθηνών με μια παρωδία δίκης έκρινε τελεσίδικα παράνομη την απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών από την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Ολο αυτό το διάστημα στον δημόσιο διάλογο που ενορχήστρωναν το υπουργείο Παιδείας και πολλά ΜΜΕ επικράτησε η αντίληψη ότι οι εκπαιδευτικοί φοβούνται την αξιολόγηση γιατί θα αποκαλυφθεί η ανεπάρκειά τους, αφήνοντας τεχνηέντως να εννοηθεί ότι τα δεινά του εκπαιδευτικού μας συστήματος οφείλονται σε αυτή την ανεπάρκεια, την οποία ο καθένας αντιλαμβάνεται όπως θέλει και μπορεί: επαγγελματική, επιστημονική, παιδαγωγική κ.ά.
Ωστόσο οι εκπαιδευτικοί θα αναδείξουμε με οποιονδήποτε τρόπο τόσο τα πραγματικά προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης όσο και τον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα μιας αξιολόγησης που αποσκοπεί στην κατηγοριοποίηση των σχολείων και στον πολυτεμαχισμό της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η αξιολόγηση που επιχειρεί να επιβάλει αυτήν τη στιγμή το ΥΠΑΙΘ αποτελεί μια παρωχημένη γραφειοκρατική διαδικασία. Στηρίζεται σε κριτήρια που αξιολογούν τη σχολική μονάδα σαν να είναι εντελώς αυτόνομη και ανεπηρέαστη από τις εκπαιδευτικές πολιτικές που κατά καιρούς ακολουθούνται. Δεν λαμβάνονται ουδόλως υπόψη οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, η ανεπάρκεια των κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών, η ποιότητα των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων. Από την άλλη πλευρά, το παιδαγωγικό πλαίσιο, η αρχή και το τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας απουσιάζει εντελώς, σαν να επρόκειτο για μια τεχνοκρατική πράξη.
Η εν λόγω αξιολόγηση βρίθει υποκριτικών αντιφάσεων. Η σχολική μονάδα αξιολογείται για το κατά πόσο κατάφερε να ενσωματώσει μαθητές/τριες ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, ενώ το υπουργείο φρόντισε φέτος να στείλει μόνο έναν εκπαιδευτικό για παράλληλη στήριξη σε κάθε σχολείο, ανεξάρτητα από τις ανάγκες. Επίσης, οι μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών/τριών αξιολογούνται χωρίς προηγουμένως το ΥΠΑΙΘ να έχει αποτιμήσει την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων όπως η ελάχιστη βάση εισαγωγής, η Τράπεζα Θεμάτων, η αύξηση της ύλης και μάλιστα μετά την πιο μακρά περίοδο τηλεκπαίδευσης στην Ευρώπη. Αλήθεια, πώς αξιολογείται η αιφνιδιαστική αλλαγή του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια τρεις μήνες πριν από τις πανελλήνιες; Πώς αξιολογούνται οι συγχωνεύσεις τμημάτων με 28-30 παιδιά εν μέσω Οκτώβρη και ενώ η πανδημία συνεχίζεται;
Ο στόχος αυτής της αξιολόγησης είναι από τη μια να μετατοπίσει το υπουργείο τις ευθύνες του στους/στις εκπαιδευτικούς και από την άλλη δημοσιεύοντας την αξιολόγηση της κάθε σχολικής μονάδας να κατηγοριοποιήσει τα σχολεία σε «καλά» και «κακά». Ωστόσο δεν προβλέπεται η λήψη αντισταθμιστικών μέτρων για τα σχολεία που θα βρεθούν να έχουν περισσότερα προβλήματα και ενθαρρύνεται η αναζήτηση πόρων μέσα από χορηγούς. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι τέτοιες πολιτικές οδήγησαν σχολικές μονάδες σε πλήρη απαξίωση. Στη Βρετανία το ύψος του ενοικίου εξαρτάται και από τον βαθμό αξιολόγησης της γειτονικής σχολικής μονάδας.
Εχουν προτάσεις οι εκπαιδευτικοί;
Αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, οι καθηγητές και οι καθηγήτριες έχουμε προτάσεις από το 8ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ (1997). Οι βασικοί άξονες των προτάσεών μας είναι ότι η αξιολόγηση αποτελεί καταρχάς συλλογική εσωτερική διαδικασία ανάδειξης των ουσιαστικών προβλημάτων της κάθε σχολικής μονάδας και της εκπαίδευσης εν γένει. Συνδέεται με ένα σύνολο θεσμικών αλλαγών που θα προκύψουν μέσα από ουσιαστικό διάλογο με το υπουργείο και μια γενναία χρηματοδότηση. Η αξιολόγηση πρέπει να στηρίζεται σε παιδαγωγικές αρχές και να στοχεύει στην ουσιαστική αναμόρφωση της σχολικής ζωής για ένα δημόσιο, ποιοτικό, συμπεριληπτικό σχολείο, πυλώνα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Σε αυτό το πλαίσιο η πλούσια διδακτική και διοικητική εμπειρία των λειτουργών της εκπαίδευσης δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Οποιαδήποτε αξιολόγηση επιβάλλεται ως τεχνοκρατική διαδικασία και ανάγει την εκπαίδευση σε ατομική ευθύνη εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών/τριών είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Η Μαρία Γεωργαρίου είναι Γ.Γ. του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ