Ο γνωστός ηθοποιός πρωταγωνιστεί στη νέα σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία, στο κλασικό αριστούργημα του Ιψεν «Η αγριόπαπια»
Η άγρια καταιγίδα που μαινόταν έξω σαν να δικαιολογούσε την ανάγκη να ξεκινήσουμε από τα πιο επώδυνα. Η πρόσφατη απώλεια της μητέρας του, ηθοποιού και δημοσιογράφου Αριστούλας Ελληνούδη, τον έφερε αντιμέτωπο με την πιο δυνατή και συνάμα αδύναμη πλευρά του και του πρόσφερε, όπως λέει, «μια αγωγή θανάτου που δεν ήξερα· κατάλαβα ότι ο θάνατος είναι πολύ αλληλένδετος με τη ζωή. Και αυτό είναι σχεδόν τρυφερό». Όντας στη δίνη αυτής της κορυφαίας υπαρξιακής αλήθειας, ο Γιάννος Περλέγκας δεν δίστασε να αναμετρηθεί και με άλλες. Να ανανεώσει τα εσωτερικά κίνητρα της παρουσίας του στο θέατρο που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται διαρκώς με καινούργιες αφορμές. «Δεν είμαι ανώτερος του θεάτρου, το θέατρο είναι ανώτερο από μένα. Οπότε αναλαμβάνω την ευθύνη να υπηρετήσω το θέατρο όχι επειδή έχω κατακτήσει κάτι αλλά επειδή πρέπει να το κατακτώ κάθε μέρα. Δεν έχω απαντήσει ακόμη στο αν αξίζει να είμαι ηθοποιός. Πρέπει να απαντώ κάθε ημέρα· να μπορώ να πετάω από πάνω μου το βάρος της ζωής και να βγαίνω στη σκηνή για να εκφράσω αυτό που απαιτεί ένας συγγραφέας». Αυτά συμβαίνουν τώρα στον Γιάννο Περλέγκα που υποδύεται τον ιδεαλιστή Γκρέγκερς στην «Αγριόπαπια» του Ιψεν, έναν ήρωα που, όπως όλα δείχνουν, του μοιάζει.
Ποια είναι η προσωπική σου αλήθεια στο θέατρο;
Ήμουν τυχερός επειδή συναντήθηκα στο θέατρο με αυτούς που ήλπιζα. Καταρχάς με τον Λευτέρη Βογιατζή, μια καταλυτική και πολύ τραυματική εμπειρία γιατί μου έθεσε τέτοια καθήκοντα απέναντι στη δουλειά και στον εαυτό μου ώστε πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσω να τα κυνηγήσω με αυτοπεποίθηση. Και τώρα με τον Βασίλη Παπαβασιλείου που διεκδίκησα να συναντήσω – όχι ως παραλυμένος θαυμαστής αλλά ως μια ανάγκη μαθητείας η οποία υπερβαίνει την απλή συντήρησή μου ως ηθοποιού. Επομένως η αλήθεια (που είχα και σαν δική μου πετριά αλλά καλλιεργήθηκε και χάρη σ’ αυτούς) είναι να εκφράζω, εκτός από την προσωπική μου ματαιοδοξία, τα κείμενα και τους συγγραφείς. Η παρουσία μου στη σκηνή πρέπει να επιβεβαιώνει κάτι παραπάνω από την ανάγκη μου για τον επιούσιο. Αυτό μοιραία περιέχει ένα αίσθημα πολιτικής και τελικά ατομικής ευθύνης.
Και απαντάς σε αυτό χωρίς να θυσιάζεις την ηρεμία σου;
Όχι – αυτό είναι το αναγκαίο τίμημα. Πλέον, όμως, μπορώ να διαχειριστώ αυτή την ταραχή και τη βία.
Η οποία από πού σου ασκείται;
Από την ανελέητη πραγματικότητα την οποία αφήνουμε να μας καταπιεί ώστε από ένα σημείο και μετά αρχίζει να αποτελεί δικαιολογία απραξίας. Ο μαρασμός, ο θρήνος βολεύει. Ομως δεν μπορείς να ζήσεις υποκύπτοντας σε αυτή την πραγματικότητα. Πρέπει –ακόμη κι αν φαίνεται απρόσφορο– να προτείνεις την όποια αλήθεια απέναντι στην πραγματικότητα.
Και εσύ τι προτείνεις;
Δεν έχω σταματήσει να είμαι εξαρτημένος από το μεροκάματο. Εχω επιλέξει να ζω από τη δουλειά μου και αυτό έχει κόστος. Για να μπορώ λοιπόν να είμαι φτωχός, κάπου έπρεπε να γίνω πλούσιος. Και εκεί που μπορεί να γίνει πλούσιος ένας φτωχός είναι το μυαλό, το φρόνημα και η ψυχή του. Κάποιοι άλλοι μπορεί να έχουν χρήματα ή θέατρα. Εγώ έπρεπε να γίνω αφεντικό στη συνείδησή μου.
Αν είχες χρήματα θα ήσουν άλλος;
Πιθανόν. Αν και ο τρόπος με τον οποίο ασχολούμαι με τα πράγματα δεν θα μου έφερνε χρήματα. Όμως, ακόμη και αν μου έφερνε, θα τα επένδυα στην επόμενη θεατρική δουλειά. Και στη χειρότερη θα τα σκορπούσα γιατί είμαι εκ πατρός μποέμ.
Συνεπώς θα μπορούσες να έχεις δικό σου θέατρο;
Επ’ ουδενί. Είμαι κομμουνιστής παρτιζάνος. Χτυπάω και φεύγω. Είμαι ανίκανος να διαχειριστώ, να διατηρήσω μια θεατρική επιχείρηση. Και είμαι έτοιμος να μη σκηνοθετήσω ξανά ποτέ γιατί το θέατρο πια είναι συνώνυμο της πολυτέλειας και όχι της αμοιβής. Συνεπώς δεν μπορώ να μείνω ξανά απλήρωτος –όπως έμειναν όλες οι σκηνοθεσίες μου–, δεν είμαι διατεθειμένος να δοθώ στην περιπέτεια του θεάτρου χωρίς να πρέπει να πάρω πίσω αυτό που μου αναλογεί προκειμένου να ικανοποιήσω τη ματαιοδοξία να ονομαστώ σκηνοθέτης. Είμαι έτοιμος να μην είμαι τίποτε από όλα αυτά – πόσο μάλλον να γίνω θιασάρχης. Ισως είναι αναχρονιστικός ο τρόπος που σκέφτομαι…
Δηλώνεις ιδεαλιστής όπως ο ήρωάς που υποδύεσαι στην «Αγριόπαπια»;
Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς ιδανικό, θα καταρρεύσω. Από την άλλη, τις περισσότερες στιγμές της ζωής φεύγει από το οπτικό μου πεδίο γιατί ανά πάσα στιγμή πρέπει να συνθηκολογήσεις μαζί της.
Η αφοσίωσή σου σε συγκεκριμένες αξίες σε έχει κάνει πιο δύσκολο;
Ναι. Με έχει γεράσει, μου έχει αφαιρέσει ανεμελιά, με κάνει να δείχνω περίεργος. Από την άλλη με έχει οπλίσει. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου έλεγε στο «Relax Mynotis»: «Τι νομίζετε ότι κάνουμε ως ηθοποιοί; Νομίζετε ότι είμαστε απλοί μεσολαβηταί, απλοί διεκπεραιωταί; Οχι, κύριε, είμαστε αχθοφόροι της ποιήσεως, είμαστε μεταφορείς του θαύματος». Ας ακουστεί λοιπόν επηρμένο αλλά ο ηθοποιός είναι η μαμή της σκέψης του συγγραφέα. Δεν μπορείς να υποκύψεις μόνο στα γεγονότα. Πρέπει να έρχεται συνέχεια στο προσκήνιο κάτι αρχαίο για να αντέξεις την καθημερινότητα.
Δέχεσαι ότι η δική σου αλήθεια μπορεί να μοιάζει ψέμα στα μάτια ενός άλλου με τον οποίο χρειάζεται να συνεργαστείς;
Φυσικά, έχω πάψει να κατηγορώ τους άλλους. Ο καθένας έχει δίκιο από τη σκοπιά του και αυτή είναι η τραγωδία και η πρόκληση. Δεν αξίζει ντε και καλά παραπάνω η δική μου αλήθεια από την αλήθεια ενός άλλου· αλλά οφείλουν να συνυπάρξουν.
Συντηρείς οικειοθελώς ψεύδη;
Με τρέφουν η ποίηση, τα νοήματα και ας μην είναι εποχή για ποίηση και νοήματα – ας είναι εποχή για διαφήμιση και για συντήρηση σχέσεων και θεσμών.
Εχουν διαψευστεί οι ιδέες σου;
Από τη στιγμή που δεν πληρώθηκα για τις σκηνοθεσίες μου, διαψεύστηκαν κάποιες.
Εχει στενέψει το πλαίσιο όπου μπορείς να υπάρξεις θεατρικά;
Πράγματι. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να βρούμε νέο πλαίσιο, να χειραφετηθούμε απέναντι σε αυτή την κοινωνική κατάρρευση. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε αενάως την ατομική μας κατάρρευση για να επιβεβαιώνουμε την κοινωνική. Οφείλουμε να επιβιώσουμε αντιλαμβανόμενοι την ιερότητα της έννοιας. Οπως έλεγα στον μονόλογο του «Mynotis»: «Εγώ είμαι εδώ και σκοπεύω να παραμείνω».
INFO
«H αγριόπαπια» του Χένρικ Ιψεν
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου.
Παίζουν: Γιάννος Περλέγκας, Θέμης Πάνου, Γιώργος Μπινιάρης, Λένα Δροσάκη.
Θέατρο Πορεία