Οι πρόσφατες εξελίξεις, όπως η έγκριση σχεδίων αδηφάγου ανάπτυξης εντός αρχαιολογικών χώρων, η ενέδρα μπράβων σε αρχαιολόγο που εντόπισε παραβάσεις στη Μύκονο, η καταστροφή των αρχαιοτήτων σε εργοτάξιο του μετρό Θεσσαλονίκης, η αποκοπή των πέντε μεγαλύτερων μουσείων της χώρας από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, η απουσία αρχαιολόγων από τις διαπραγματεύσεις για τον αμφιλεγόμενο επαναπατρισμό της συλλογής Στερν κ.ά., φαίνεται ότι αποτυπώνουν την απαξίωση που δείχνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στους αρχαιολόγους. «Αποτελούν βαρίδι που δεν το χρειάζεται πλέον για να πουλάει το πολύτιμο “προϊόν” ή θα τους χρησιμοποιήσει άραγε σε μια “νέα Αμφίπολη” για το εθνικό αφήγημα;» ήταν η ερώτηση του Documento στον καθηγητή Αρχαιολογίας στην έδρα της Οικογένειας Τζουκόφσκι και καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν στις ΗΠΑ. «Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Ελλάδας απαξιώνει τους αρχαιολόγους» ήταν η απάντηση του Γ. Χαμηλάκη και έχει αξία καθώς ο ίδιος έχει ερευνήσει την εργαλειοποίηση της αρχαιολογίας στο πρόσφατο βιβλίο «Αρχαιολογία, έθνος και φυλή» (εκδ. Εικοστού Πρώτου) που συνυπογράφει με τον Ισραηλινό συνάδελφό του Ράφαελ Γκρίνμπεργκ. Μάλιστα προτού απαντήσει ανέφερε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
«Μου έκανε εντύπωση στην περίπτωση της υπόθεσης Στερν, με την οποία είχα ασχοληθεί και είχα γράψει άρθρο, έπειτα από πρόσκληση, για το έγκυρο αμερικανικό περιοδικό “Hyperallergic”, πως οι Ελληνες και οι Ελληνίδες αρχαιολόγοι που ασχολούνται εδώ και πολλά χρόνια με την πρώιμη εποχή του χαλκού στις Κυκλάδες δεν ενεπλάκησαν καθόλου στη διαπραγμάτευση, στην όλη διαχείριση της υπόθεσης αυτής από το υπουργείο». Δεν ζητήθηκε η γνώμη τους, καταρχήν, για το κατά πόσο η συλλογή πρέπει να επαναπατριστεί, αν είναι συλλογή με αποκλειστικά αυθεντικά ή και με κίβδηλα αντικείμενα, ποια είναι η ιστορία της, πώς έχει βρεθεί στα χέρια του Στερν. Κι αυτό είχε φυσικά κάποιες ευτράπελες πλευρές: η υπουργός είπε στη Βουλή ότι η συλλογή αυτή μάς ήταν εντελώς άγνωστη, ενώ ανοίγοντας ένα βασικό βιβλίο αρχαιολογίας για τα κυκλαδικά ειδώλια θα έβλεπες ότι ήταν γνωστή στους ειδικούς. Για παράδειγμα η συνάδελφος Πέγκυ Σωτηρακοπούλου αναφέρεται σε πολλά αντικείμενα της συλλογής Στερν στο βιβλίο της για την Κέρο, στην έκδοση μάλιστα του Μουσείου Γουλανδρή. Με άλλα λόγια οι Ελληνίδες και Ελληνες ειδικοί, ελληνικά μουσεία, ακόμη και το μουσείο που πρωτοστάτησε ουσιαστικά στην όλη διαδικασία, το Κυκλαδικό Μουσείο, ήξεραν τη συλλογή εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Αυτή λοιπόν η απαξίωση της εξειδικευμένης γνώσης, της πείρας και όλης της συσσωρευμένης δουλειάς έχει φαιδρά αποτελέσματα μερικές φορές. Αν οι άνθρωποι που πραγματικά γνωρίζουν από κυκλαδικά ειδώλια είχαν ερωτηθεί, θα απαντούσαν στο υπουργείο και στην κυβέρνηση ότι είναι γνωστή αυτή η συλλογή, έχει όμως και τα εξής προβλήματα: δεν ξέρουμε κατά πόσο είναι όλα τα αντικείμενα αυθεντικά. Επιπλέον, όπως τόνισαν άλλοι, ειδικότεροι από μένα, φαίνεται να έχει αποκτηθεί –όπως και όλα τα κυκλαδικά ειδώλια που έχουν βγει από την Ελλάδα ύστερα από αρχαιοκαπηλία– μέσα από τις γνωστές και συστηματικά καταγεγραμμένες διαδικασίες παράνομης διακίνησης αλλά και “ξεπλύματος”: δημιουργία επίπλαστης προέλευσης και διαδρομής, εκθέσεις σε γκαλερί και συγκεκριμένα μουσεία, δημοσιεύσεις σε καταλόγους.
Τέλος, οι ειδικοί του υπουργείου θα πρότειναν τη συστηματική δουλειά τεκμηρίωσης που απαιτείται για τη διεκδίκηση και τον επαναπατρισμό αν όχι όλων, τουλάχιστον αρκετών από αυτά μέσα από συνήθεις διαδικασίες που ακολουθούνται στις περιπτώσεις αυτές. Θα πρότειναν επίσης τη στενή συνεργασία με την ιδιαίτερα δραστήρια εισαγγελία αρχαιοκαπηλίας του Μανχάταν. Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε. Αυτό που έγινε είναι ότι παρουσιάστηκε η όλη συμφωνία και η νομοθετική της επικύρωση από τη Βουλή σαν επαναπατρισμός. Στην ουσία δεν είναι επαναπατρισμός, είναι μια συμφωνία που πρώτα απ’ όλα ευνοεί τον συλλέκτη, δεύτερον το Μητροπολιτικό Μουσείο, τρίτον το Μουσείο Γουλανδρή. Αυτοί είναι οι τρεις που ευνοούνται σκανδαλωδώς μέσα από αυτήν τη συγκεκριμένη συμφωνία που επιτεύχθηκε.
Φυσικά εξελίσσεται ακόμη ως υπόθεση. Γνωρίζω ότι συνάδελφοι και άλλοι φορείς διερευνούν αυτήν τη στιγμή πόσα από τα αντικείμενα αυτά ενδέχεται να είναι –με αποδείξεις πια– προϊόντα λαθρανασκαφών και πόσα είναι πιθανόν κίβδηλα. Ξέρουμε ότι επειδή ακριβώς υπήρξε αυτή η τεράστια ζήτηση κυκλαδικών ειδωλίων από μεγιστάνες συλλέκτες και μουσεία ανά τη Δύση, ειδικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δημιουργήθηκε μια παράλληλη βιομηχανία αντιγράφων. Κάποιοι από τους εμπόρους κυκλαδικών αρχαιοτήτων έκαναν παράλληλα με την πώληση αυθεντικών και εν γνώσει τους πώληση κίβδηλων αντικειμένων.
Στη διδασκαλία στα αρχαιολογικά τμήματα των πανεπιστημίων τα κυκλαδικά ειδώλια συνιστούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το πώς μια αλλαγή στις προσλήψεις της αρχαιότητας αλλά και η υιοθέτηση κάποιων αρχαιολογικών τεχνουργημάτων από τη σύγχρονη τέχνη, καταρχήν, αλλά και από συλλέκτες –και όχι ως αρχαιολογικά αντικείμενα που μπορεί να εισφέρουν γνώση για την κοινωνία και τον πολιτισμό των Κυκλάδων αλλά ως αυτόνομα αντικείμενα υψηλής τέχνης–, μπορούν ουσιαστικά να καταστρέψουν την αρχαιολογική γνώση. Κι αυτό διότι φυσικά η ζήτηση έφερε την αρχαιοκαπηλία, η αρχαιοκαπηλία σήμανε ότι ένας τεράστιος αριθμός νεκροταφείων αλλά και άλλων χώρων στις Κυκλάδες έχει συληθεί, με αποτέλεσμα σήμερα εξαιτίας αυτού του φαινομένου να γνωρίζουμε ελάχιστα για την πρώιμη εποχή του χαλκού στις Κυκλάδες».
Η απαξίωση των αρχαιολόγων είναι διεθνές φαινόμενο;
Η εικόνα διαφέρει από χώρα σε χώρα επειδή το καθεστώς γύρω από την αρχαιολογία διαφέρει. Η Ελλάδα έχει ακόμη τουλάχιστον, με βάση τον νόμο και τους τύπους, αρχαιολογική δραστηριότητα που υπάγεται στο δημόσιο και το κράτος. Σε κάποιες άλλες χώρες, για παράδειγμα στη Βρετανία στην οποία έζησα πάρα πολλά χρόνια, η αρχαιολογία είναι κατά βάση υπόθεση ιδιωτική. Οι ανασκαφές, εκτός από όσες –λίγες– γίνονται από τα πανεπιστήμια, πραγματοποιούνται από ιδιωτικές εταιρείες στο πλαίσιο αυτού που λένε development, ανάπτυξη και έργα υποδομών (developerfunded archaeology). Για να γίνει, για παράδειγμα, η επέκταση του αεροδρομίου του Χίθροου θα πρέπει με βάση κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις να πραγματοποιηθεί καταρχήν μια αρχαιολογική επισκόπηση και πιθανότατα και ανασκαφές, τις οποίες αναλαμβάνουν ιδιωτικές εταιρείες που επιλέγονται από τον εργολάβο με βάση μειοδοτικό διαγωνισμό. Αυτό είναι το καθεστώς που έχει κυριαρχήσει στη Βρετανία, με τα γνωστά αποτελέσματα φυσικά, ότι σχεδόν πάντα καταστρέφονται αυτά που θα βρεθούν, ανεξάρτητα πολλές φορές από την αξία τους.
Γιατί τα καταστρέφουν; Τι απομένει από αυτά;
Καταστρέφονται επειδή ο εργολάβος θέλει να τελειώσει το έργο και τα αρχαία τού είναι εμπόδιο και επειδή έχει υιοθετηθεί αυτή η ιδέα που στα αγγλικά ονομάστηκε preservation by record, που σημαίνει διατήρηση μόνο στα χαρτιά (σήμερα στα ηλεκτρονικά αρχεία). Υπάρχει αυτήν τη στιγμή μια συζήτηση στη Βρετανία για το κατά πόσο θα πρέπει να επιστρέψουν σε έναν αρχαιολογικό θεσμό με δημόσια βάση, είτε στο πλαίσιο των δήμων είτε ως μια κρατική οντότητα. Είναι ξεκάθαρο πως το σύστημα που έχουν υιοθετήσει σε σχέση με την αρχαιολογική κληρονομιά δεν λειτουργεί. Παράγει κι αυτό που λέμε grey literature, δηλαδή εκθέσεις που δεν διαβάζει σχεδόν κανένας επειδή ο εργολάβος συνήθως δεν χρηματοδοτεί μελέτη, χρηματοδοτεί μόνο την ανασκαφή. Ζητάει από τον αρχαιολόγο μια μικρή έκθεση για το τι ακριβώς έχει βρεθεί. Αυτό θεωρείται ότι είναι καταγραφή, record, άρα η νομική τους υποχρέωση έχει εκπληρωθεί. Η έκθεση αυτή πάει στα αρχεία, στους κατά τόπους δήμους, πιθανόν στα πανεπιστήμια, αλλά εκεί συνήθως τελειώνει η αρχαιολογική δουλειά. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που έχουν χρηματοδοτήσει και ανάλυση και μελέτη του υλικού έτσι ώστε να γίνει κανονική δημοσίευση των ευρημάτων και να μπουν στην αρχαιολογική κουβέντα και την αρχαιολογική συζήτηση όπως θα έπρεπε.
Η Βρετανία είναι ίσως ακραία περίπτωση. Αλλά το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται και αλλού και έχει ουσιαστικά καταστρέψει και την υλική κληρονομιά αρκετών χωρών αλλά και έχει ευτελίσει ακόμη περισσότερο τον ρόλο των αρχαιολόγων. Θεωρούμε τους Ελληνες αρχαιολόγους όντως υποτιμημένους από το ελληνικό κράτος, αλλά οι αρχαιολόγοι για παράδειγμα στη Βρετανία, που δουλεύουν σε εταιρείες, συνήθως με συμβάσεις ορισμένου και βραχέος χρόνου και πολλές φορές μετακινούμενοι από περιοχή σε περιοχή με μισθούς πολύ κάτω του μέσου όρου των υπαλλήλων, είναι σε ακόμη χειρότερη θέση απ’ ό,τι οι Ελληνες αρχαιολόγοι. Δεν το αναφέρω για να πω ότι είναι καλά όσα γίνονται στην Ελλάδα· απλώς υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα και το μοντέλο της πλήρους ιδιωτικοποίησης της αρχαιολογίας οδηγεί σε φαινόμενα όπως τα προαναφερόμενα και είναι, νομίζω, ο πάτος του βαρελιού.