Γιάννης Χαμηλάκης: «Η επιστροφή των Γλυπτών να μπει στην ιστορική της διάσταση»

Γιάννης Χαμηλάκης: «Η επιστροφή των Γλυπτών να μπει στην ιστορική της διάσταση»

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπράουν μιλά για την εθνική «αρχαιολογία» και την αποαποικιοποίηση, τα μουσεία σήμερα και τη γενναία οπτική απέναντι στην υλική «κληρονομιά»

Ποιος και πώς ανέδειξε και επέβαλε το κλασικό ιδεώδες και κατηύθυνε την εθνική συγκρότηση στον ελλαδικό χώρο; Το ερώτημα αναδεικνύει ο Γιάννης Χαμηλάκης, καθηγητής Αρχαιολογίας στην έδρα Οικογένειας Τζουκόφσκι και καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν των ΗΠΑ, συζητώντας με τον καθηγητή Αρχαιολογίας Ράφαελ Γκρίνμπεργκ στο νέο βιβλίο «Αρχαιολογία, έθνος και φυλή» με επίκεντρο την Ελλάδα και το Ισραήλ.

Αρχικά μιλώντας στο Documento ο Γ. Χαμηλάκης έθεσε τις βάσεις της συζήτησης: «Ο Μάικλ Χέρτσφελντ πρότεινε τον όρο “κρυπτοαποικία” το 2002 και ανέλυσε την Ελλάδα όπως και άλλες χώρες με βάση αυτή την κατηγορία. Με τον Ράφαελ Γκρίνμπεργκ έχουμε εμπνευστεί από τον Χέρτσφελντ, αλλά προτείνουμε τον όρο “κρυπτοαποικιοποίηση” ως πιο κατάλληλο και σχετικό με την περίπτωση της Ελλάδας. Θεωρούμε δηλαδή ότι είναι καλύτερο να μην εστιάσουμε σε αναλυτικές κατηγορίες και τυπολογίες κρατών αλλά περισσότερο σε ιστορικές διαδικασίες, πώς δηλαδή η Ελλάδα έχει κρυπτοαποικιοποιηθεί. Συζητάμε αυτήν τη διαδικασία στο βιβλίο, η οποία ξεκινάει πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Δεν αφορά δηλαδή αποκλειστικά πολιτικά γεγονότα ή τη συγκρότηση των κρατικών μηχανισμών. Αφορά, πριν από αυτό, τη διαδικασία κατασκευής μιας εικόνας της ιδέας της Ελλάδας. Στο κέντρο της εν λόγω διαδικασίας κατασκευής φυσικά βρίσκεται το κλασικό παρελθόν. Μιλάμε δηλαδή για μια αποικιοποίηση καταρχήν των ιδεών ή του ιδεατού, την κατασκευή της κλασικής αρχαιότητας από δυτικούς διανοούμενους, φιλόλογους, ιστορικούς, πρωτοαρχαιολόγους κ.ά. ως ενός “χρυσού αιώνα” όλης της νεωτερικότητας, ως μιας κληρονομιάς που αφορά τον δυτικό κόσμο, τη δυτική Ευρώπη. Φυσικά κατασκευάστηκε ως μια κληρονομιά “λευκότητας” – επίσης συζητάμε στο βιβλίο αυτό που ο ιστορικός Μάρτιν Μπέρναλ στα βιβλία του για τη “Μαύρη Αθηνά” ονόμασε το “αριανό μοντέλο” για την κλασική αρχαιότητα. Η ιστορική στιγμή της κλασικής αρχαιότητας ως χρυσού αιώνα της δυτικής νεωτερικότητας αποτέλεσε σημαντικό συμβολικό κεφάλαιο. Μια σημαντική ιδεολογική, πολιτική και συμβολική κληρονομιά που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα στηρίζονταν για το μετέπειτα έθνος-κράτος που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα.

Αυτή είναι η απαρχή της διαδικασίας της κρυπτοαποικιοποίησης, η οποία στην ιστορική πορεία απέκτησε και συγκεκριμένες υλικές και πολιτικές διαστάσεις. Μην ξεχνάμε ότι οι βλέψεις και τα όνειρα αρκετών επαναστατημένων ελληνόφωνων χριστιανών της εποχής ήταν για ένα δημοκρατικό πολίτευμα, όμως πολύ σύντομα κατέληξαν να έχουν βασίλειο, στην ηγεσία του οποίου μάλιστα ήταν ένας νεαρός Βαυαρός που δεν μιλούσε καν ελληνικά και εγκαταστάθηκε μαζί με την αντιβασιλεία, τους κηδεμόνες του και τους επόπτες του στην Ελλάδα. Αυτή η περίοδος ήταν καθοριστική στη δόμηση μιας συγκεκριμένης λογικής περί κράτους και πολιτισμικής «κληρονομιάς». Εξάλλου η ίδια αυτή ομάδα είναι που έθεσε τις βάσεις και για την αρχαιολογική υπόσταση του ελληνικού έθνους-κράτους: ο πρώτος που εισήγαγε την αρχαιολογική νομοθεσία ήταν ο Μάουρερ, ένας από τους αντιβασιλείς· ο αρχιτέκτονας από το Μόναχο Λέο φον Κλέντσε ήταν αυτός που εισηγήθηκε να γίνει η Ακρόπολη αρχαιολογικός χώρος και επέβλεψε την απαρχή της αποκάθαρσης των άλλων υλικών καταλοίπων που δεν ήταν κλασικά· ο πρώτος καθηγητής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο ήταν ο Ρος, επίσης μέλος της ομάδας που ήρθε με τους Βαυαρούς στην Ελλάδα. Βλέπουμε λοιπόν πώς αυτή η ευρύτερη αποικιοποίηση των ιδεών κατέληξε και ως υλική, πολιτική, διοικητική αποικιοποίηση, οι συνέπειες της οποίας φαίνονται ακόμη και σήμερα.

Στο πλαίσιο της αποικιοποίησης συζητάμε και την κατασκευή των χώρων-αναχώματα. Σ’ αυτήν τη διαδικασία υπάρχουν κάποιες χώρες που ο Χέρτσφελντ ονομάζει κρυπτοαποικίες. Στην περίπτωσή μας η Ελλάδα –πιστεύουμε και το Ισραήλ– έγιναν χώρες-αναχώματα (buffer zones ή buffer countries), με την έννοια ότι θεωρήθηκαν από την αρχή “ενδιάμεσοι χώροι”, που δεν ανήκουν στην καρδιά της πολιτισμένης Δύσης αλλά ούτε στη βαρβαρική Ανατολή».

Ήταν δηλαδή το ανάχωμα προς τη «βαρβαρική Ανατολή»;

Ήταν ανάχωμα απέναντι στους «άλλους», απέναντι στις ετερότητες – για τη δυτική νεωτερικότητα, για πολλά χρόνια, η ετερότητα ήταν η Ανατολή. Φυσικά σε άλλες χρονικές στιγμές, για παράδειγμα στην εποχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο «άλλος» ήταν οι σοσιαλιστικές και οι κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Ξέρουμε πολύ καλά, και στην περίοδο του Εμφυλίου και αργότερα, ότι η Ελλάδα αποτέλεσε αυτό το ανάχωμα να μη διαδοθούν οι ιδέες αυτές και σε άλλες χώρες της νότιας ή της δυτικής Ευρώπης. Σήμερα φυσικά ο ρόλος αυτός έχει να κάνει με τη μετανάστευση. Βλέπουμε πολύ καλά ότι και η Τουρκία ως έναν μεγάλο βαθμό, αλλά η Ελλάδα κυρίως ως μέλος της ΕΕ, λειτουργεί ως ενδιάμεσος χώρος, σαν τον χώρο-ανάχωμα, για να ανακόψει αυτό που αποκαλείται «μεταναστευτικές ροές». Γι’ αυτό και όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα με τις επαναπροωθήσεις μεταναστών και με τις τραγικές συνθήκες στα λεγόμενα «κέντρα υποδοχής» είναι γεγονότα που ανέχονται και η ίδια η ΕΕ και η δυτική Ευρώπη επειδή ακριβώς συμβαίνουν σε αυτό τον ενδιάμεσο χώρο. Δεν συμβαίνουν στην καρδιά της Ευρώπης. Δηλαδή η ΕΕ ανέχεται να συμβαίνουν όλα αυτά σε μια ζώνη ενδιάμεση.

Αυτή η αμφιθυμία απέναντι στην Ελλάδα έχει μακρύ παρελθόν. Στο βιβλίο συζητάμε, για παράδειγμα, πώς ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όταν αρκετοί δυτικοί διανοούμενοι δεν ήταν σίγουροι κατά πόσο οι επαναστατημένοι ελληνόφωνοι χριστιανοί μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ως ισότιμοι πολίτες της Δύσης ή ακόμη και κατά πόσο αναντίρρητα ανήκουν στη «λευκότητα». Αυτή η αμφιθυμία φαίνεται σε πολλά κείμενα, ακόμα και αυτών που ονομάζουμε φιλέλληνες. Κείμενα όπως του Μπάιρον, του Σατωβριάνδου και άλλων που ακόμη θεωρούνται ήρωες στον αγώνα για την αυτονόμηση της Ελλάδος ως κράτος, όμως οι ίδιοι είναι ξεκάθαροι. Ναι μεν ο Βύρωνας, για παράδειγμα, λέει σε ένα απόσπασμα –το συναντά κανείς στο βιβλίο– ότι ναι μεν θέλουν να απελευθερωθούν από τους Οθωμανούς, από την άλλη όμως θα πρέπει να είναι υπό κηδεμονία. Αυτές είναι οι απόψεις όσων συνέβαλαν στον αγώνα της επανάστασης και είναι ενδιαφέρον να τις ξαναδούμε από την αρχή ως πρώτες ενδείξεις αυτής της αμφιθυμίας της Δύσης απέναντι σε αυτό που ξεκινούσε να εμφανίζεται ως η ιδέα ενός αυτόνομου νεοελληνικού κράτους. Ξέρουμε ότι ο βασικός φόβος τους εκείνη την περίοδο δεν ήταν τόσο η απελευθέρωση των Ελλήνων όσο ο αγώνας απέναντι στον μουσουλμάνο «άλλο», απέναντι στην οθωμανική ετερότητα.

Πώς συνδέονται η Ελλάδα και Παλαιστίνη;

Στο βιβλίο συζητάμε και για τις δύο περιοχές: την Ελλάδα και την ιστορική Παλαιστίνη ως τους Αγίους Τόπους της δυτικής νεωτερικότητας. Και στις δύο περιπτώσεις οι περιοχές αυτές απέκτησαν ιδιαίτερα υψηλό συμβολικό βάρος για τη Δύση, με αποτέλεσμα οι όποιες διαδικασίες εμπλοκής της δυτικής Ευρώπης να αποκτούν αυτό τον χαρακτήρα της κηδεμονίας ή της αποικιακής ματιάς. «Αυτές οι περιοχές, οι ιεροί τόποι της νεωτερικότητας, είναι δικό μας παρελθόν» θεώρησαν οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί της Δύσης, είτε μιλάμε για την κλασική Ελλάδα είτε για την ιστορική Παλαιστίνη και τις χώρες της Βίβλου, κι έτσι θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τις οργανώσουμε σαν χώρες που αφενός να μιλούν για το δικό μας παρελθόν ως δυτικής νεωτερικότητας και ως δυτικών ανθρώπων, αλλά παράλληλα να έχουν αυτήν τη μεσοβέζικη ενδιάμεση θέση, την ιδεολογική και γεωπολιτική, στη συγκρότηση της νεωτερικότητας.

Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δράση και η παρέμβαση των ξένων αρχαιολογικών σχολών στην Ελλάδα προκύπτει στη βάση της «κρυπτοαποικιοποίησης»;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ξένες σχολές δημιουργήθηκαν στα πλαίσια αυτής της συγκεκριμένης αποικιακής λογικής. Οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν σε αυτές ή τα δικαιώματα που απέκτησαν, για παράδειγμα το δικαίωμα να σκάβουν και κάποιες από τις πιο σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις της Ελλάδας, από την αρχαία Ολυμπία, παλιότερα από τους Δελφούς με τους Γάλλους, από την Αρχαία Αγορά με την Αμερικανική Σχολή, από την Κνωσό με τη Βρετανική Σχολή και πολλές άλλες θέσεις –ανέφερα τις πιο γνωστές–, έχει να κάνει με την αίσθηση ότι η Ελλάδα οφείλει σε ένα μεγάλο βαθμό την απελευθέρωσή της στις Μεγάλες Δυνάμεις και εμπλέκεται σε αυτή την κατασκευή που συγκρότησαν οι δυνάμεις αυτές. Από την άλλη, είναι σημαντικό, και σε σχέση με τις Σχολές και γενικότερα, να ξεφύγουμε από ένα απλοϊκό σχήμα που μιλάει απλά για αποικιοκράτες και για αποικιοκρατούμενους. Είναι σημαντικό να σκεφτούμε ότι στην κατασκευή της αποικιοκρατικής ματιάς και λειτουργίας του κράτους και της αρχαιολογίας δεν εμπλέκονταν μόνο πρόσωπα που μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε ως ξένους· εμπλέκονταν και πάρα πολλοί μέσα από την ίδια τη χώρα. Είναι δηλαδή μια κατασκευή από κοινού, που αναπαράγεται και από ανθρώπους οι οποίοι ζουν, που δουλεύουν και έχουν μεγαλώσει στη χώρα αυτή και από άλλους που δεν έχουν μεγαλώσει εδώ ή που ανήκουν σε άλλα έθνη-κράτη. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να ξεφύγουμε από την απλοϊκή, πολλές φορές και εθνικιστική, διάκριση «Έλληνας – ξένος» – το βλέπουμε εξάλλου και με τη μετανάστευση πάρα πολλές φορές. Μιλάμε για μια ιστορική διαδικασία, στην πορεία της οποίας έχουν εμπλακεί διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα, πολλά από αυτά προερχόμενα από τις χώρες αυτές για ιστορικούς λόγους, όπως και άλλα που προέρχονται από τη χώρα την ίδια.

Όπως ο Σλίμαν, ένας ερασιτέχνης αρχαιολόγος που συνδέει την Τροία με τις Μυκήνες, τον ελληνικό χώρο με έναν άλλο εκτός αυτού;

Ο Σλίμαν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση που προέρχεται από μια, θα λέγαμε, προνεωτερική φάση της αρχαιολογίας – δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί και σαν αρχαιολόγος με τη νεωτερική έννοια. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που έχει αποκτήσει μεγάλη περιουσία και έχει γοητευτεί από τη μυθολογία περί αρχαιότητας, τα ομηρική έπη στη συγκεκριμένη περίπτωση, και επιδιώκει να αποδείξει την αρχαιολογική και την ιστορική τους ορθότητα μέσα από τις ανασκαφές του, φυσικά εμπλέκοντας παράλληλα επιστήμη, εμπόριο, διαβουλεύσεις, διπλωματία, όλα τα σχετικά. Μιλάμε για μια προνεωτερική φάση, πρωτοαρχαιολογική θα μπορούσαμε να την πούμε. Οι αρχαιολόγοι όμως που ήρθαν με τις ξένες αρχαιολογικές σχολές ή πιο άμεσα οι αρχαιολόγοι που λειτούργησαν στα πλαίσια του έθνους-κράτους ήταν οι κύριοι φορείς αυτού του νεωτερικού αρχαιολογικού παραδείγματος.

Στην περίπτωση της Ελλάδας εκφράστηκε μέσα από την εξύμνηση και την πρωτοκαθεδρία της κλασικής αρχαιολογικής κληρονομιάς σε βάρος άλλων περιόδων, και φυσικά μιας συγκεκριμένης ματιάς για την κλασική στιγμή και εποχή. Η συγκεκριμένη ματιά δομήθηκε από φιλόλογους και ιστορικούς και αρχαιολόγους του 18ου και των αρχών του 19ου αι., κυρίως στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες.

Επιστρέφοντας στις ξένες αρχαιολογικές σχολές, είναι σημαντικό να δούμε τον σημερινό τους ρόλο εν συντομία. Με βάση τις ελλείψεις και την υποχρηματοδότηση της αρχαιολογικής έρευνας από το ελληνικό έθνος-κράτος οι ξένες αρχαιολογικές σχολές συνιστούν ιδρύματα που σε πολύ μεγάλο βαθμό βοηθούν και την έρευνα των Ελλήνων αρχαιολόγων μέσα από τις εξειδικευμένες βιβλιοθήκες τους, μέσα από τα εργαστήρια, μέσα από δραστηριότητες που οργανώνουν. Επιτελούν κι έναν τέτοιο κοινωνικό ρόλο, και πολλοί συνάδελφοι, και εγώ φυσικά, συνεργάζομαι με αρκετούς συναδέλφους από τις αρχαιολογικές σχολές, αναγνωρίζουμε τη σημαντική συμβολή τους.

Από την άλλη, το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι οι ίδιες οι σχολές ως ιδρύματα πια δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους όσον αφορά την ιστορική τους καταβολή και τον ρόλο τους στην αποικιοποίηση του ελλαδικού χώρου ως φαινομένου αλλά και της αρχαιολογικής δραστηριότητας. Αυτή λοιπόν η κριτική και αναστοχαστική ματιά χρειάζεται να υιοθετηθεί από τις αρχαιολογικές σχολές έτσι ώστε αφενός να αποκτήσουν ένα μεγαλύτερο κύρος και αφετέρου να αποκτήσουν μια επαφή με τη σημερινή πραγματικότητα: ενός κόσμου που ανοίγει ξανά τα ζητήματα της αποικιοκρατίας και του εθνικισμού στα πλαίσια ενός κόσμου που αλλάζει άρδην με τη μετανάστευση.

Αυτήν τη στιγμή είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι στις σχολές αυτές που δέχονται να ανοίξουν τέτοιου είδους θέματα.Από τη μια επιδιώκουν να μην έρθουν σε σύγκρουση με τις κρατικές δομές της Ελλάδας, από την άλλη θεωρούν ότι τέτοιου είδους ιστορικές, κριτικές αναστοχαστικές προσπάθειες ίσως αποτελέσουν απειλή για την ίδια τους την υπόσταση στην Ελλάδα. Θεωρώ όμως ότι αντίστοιχα θα αποτελέσουν κάτι θετικό, θα δώσουν παραπέρα δύναμη αν συμμετάσχουν και αυτές μέσα σε αυτή την παγκόσμια κουβέντα που διεξάγεται αυτήν τη στιγμή.

Μιας και αναφερθήκατε στα κατάλοιπα της Ακρόπολης, η ελληνική εθνική ταυτότητα έχει θυσιάσει ορατά και σε μεγαλειώδη διάσταση κατάλοιπα από τα 400 χρόνια οθωμανικής Αθήνας ή από τα 250 χρόνια του φραγκικού Δουκάτου των Αθηνών. Είναι οξύμωρο οι δυτικοί να «εξαφανίζουν» το πέρασμά τους από την Αθήνα για χάρη του κλασικού παρελθόντος;

Ευτυχώς τελευταία, τουλάχιστον στην ακαδημαϊκή συζήτηση παγκοσμίως, έχουν υπάρξει μελέτες ειδικών αρχαιολόγων και ιστορικών και άλλων που επιδιώκουν να δείξουν αυτές τις πλευρές της ιστορίας του χώρου. Οι μελέτες αυτές δεν αποκτούν μεγάλη δημοσιότητα κι όμως έχουν γίνει και είναι σημαντικές και για την περίοδο που ονομάζουμε φραγκοκρατία στην Αθήνα και την Ακρόπολη –όρος συμβατικός φυσικά, γιατί αναφέρεται σε πολλά πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα– και αυτό που ονομάζουμε οθωμανική περίοδο. Αυτό είναι το σημαντικό. Βέβαια, η κλασική κληρονομιά, η κλασική αρχαιότητα με τη συμβατική της έννοια, θεωρείται ακόμη η περίοδος με το μεγαλύτερο ακαδημαϊκό κύρος.

Πιστεύω λοιπόν ότι οι ειδικοί, στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κουβέντας, δεν συζητάνε τόσο πολύ τα ζητήματα αυτά των άλλων περιόδων. Το κάνουν όχι επειδή θέλουν να εξυπηρετήσουν το έθνος-κράτος ή το εθνικό αφήγημα ή τίποτε άλλο, αλλά επειδή πιστεύουν ότι ακαδημαϊκά αυτό που μετράει περισσότερο στην ακαδημαϊκή αγορά είναι η κλασική αρχαιότητα, η κλασική κληρονομιά, και λιγότερο οι άλλες περίοδοι. Έχει λιγότερο cachet δηλαδή το να μελετήσεις το Δουκάτο της Αθήνας ή τους Φλωρεντίνους και τους πύργους και το παλάτι που έχτισαν στα Προπύλαια απ’ ό,τι να μελετήσεις τον Παρθενώνα και τον γλυπτό του διάκοσμο. Έχει λοιπόν μάλλον να κάνει με αυτή την κουβέντα και λιγότερο με το κατά πόσο θέλουν ή δεν θέλουν να συνεισφέρουν στην εδραίωση και την αναπαραγωγή του εθνικού και του αποικιοκρατικού αφηγήματος γύρω από την Ελλάδα.

Σε σχέση με την οθωμανική περίοδο που αναφέρατε και τα ίχνη της, να σημειώσουμε ότι, παρόλο που δεν υπάρχουν φυσικά κατάλοιπα με μεγάλη ορατότητα, υπάρχουν κατάλοιπα τα οποία ένας προσεκτικός επισκέπτης της Ακρόπολης θα μπορούσε πολύ εύκολα να τα εντοπίσει, αλλά απαιτείται αυτή η διαφορετική ματιά και αυτή η ανάγκη να αναζητήσει κανένας άλλου είδους κατάλοιπα. Ένα παράδειγμα που φέρνουμε συνεχώς και το παραθέτουμε ως φωτογραφία στο βιβλίο αφορά τα θραύσματα από οθωμανικές ταφικές στήλες που βρίσκονται ακόμα στην περιοχή των Προπυλαίων, σε ένα μεταλλικό κλουβί που έχουν φτιάξει οι συνάδελφοι της Ακρόπολης, μέσα στο οποίο έχουν μαζέψει ατάκτως και χωρίς ένδειξη και χωρίς νοηματοδότηση για τους επισκέπτες θραύσματα σκόρπια από όλη την περιοχή της Ακρόπολης. Μέσα σε αυτά υπάρχουν και θραύσματα ταφικών στηλών. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς βρέθηκαν αυτά στην Ακρόπολη. Κάτι που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος και είναι πολύ σημαντικό, και πρέπει να τονίζεται συνεχώς, είναι ότι η περιοχή γύρω από τα Προπύλαια είχε ένα πολύ μεγάλο και πολύ σημαντικό μουσουλμανικό νεκροταφείο, το οποίο ποτέ δεν είχε ερευνηθεί αρχαιολογικά. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν κάποιοι συνάδελφοι ιστορικοί που προσπαθούν να γράψουν την ιστορία αυτού του μνημείου μέσα από τα ιστορικά κατάλοιπα, μέσα από τις αναφορές των περιηγητών, μέσα από άλλα στοιχεία. Υπάρχουν εικονογραφικά στοιχεία αρκετά, το βλέπουμε σε πολλές αναπαραστάσεις των περιηγητών και το βλέπουμε και στα υλικά θραύσματα που βρίσκουμε.

Είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να ξέρουν και οι άνθρωποι της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τα θρησκεύματα στα οποία ανήκουν, αλλά και τα εκατομμύρια τουρίστες, αρκετοί από τους οποίους θα είναι μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, ότι όταν ανεβαίνουν στην Ακρόπολη και περνούν από τα Προπύλαια, πατούν πάνω σε οθωμανικά μνήματα, τα οποία δεν έχουν ποτέ ερευνηθεί αρχαιολογικά, ούτε καν έχουν σηματοδοτηθεί. Νομίζω ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει μια αρχαιολογική ανασκαφή, φυσικά με τους όρους και το πρωτόκολλο ανασκαφής νεκροταφείων, που είναι ένα ιδιαίτερα φορτισμένο θέμα, στην περιοχή αυτή. Θα έπρεπε να υπάρχει έστω και μία ένδειξη, ένα ταμπλό με πληροφορίες, μια από ηθικούς λόγους επιβεβλημένη υπόμνηση ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι θαμμένοι σε αυτή την περιοχή. Φυσικά πολλά έχουν καταστραφεί, αλλά υπάρχουν κι άλλα που έχουν μείνει επειδή ακριβώς ο χώρος αναμορφώθηκε ως χώρος Προπυλαίων, αρχαιολογικό πάρκο, έγιναν οι διαδρομές. Είναι ένα παράδειγμα πώς μια άλλη οπτική γύρω από τα μνημεία που σέβεται την υλικότητα σε όλες τις διαστάσεις θα μπορούσε ουσιαστικά να αλλάξει συνολικά τον τρόπο που βλέπουμε το κάθε μνημείο, όπως την Ακρόπολη.

Το κλασικό παρελθόν πουλιέται σε τουριστικά πακέτα, ενώ στις διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των Γλυπτών ακούσαμε αγοραίους όρους: δάνειο, χρησικτησία κ.λπ. Μπορούμε να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν ως προϊόν ή είναι οικουμενικό;

Η εμπορευματοποίηση του αρχαιολογικού υλικού παρελθόντος είναι ήδη μεγάλο θέμα συζήτησης παγκοσμίως. Αρκετοί συνάδελφοι έχουν ασχοληθεί, κι εγώ με αρκετούς άλλους είχαμε επιμεληθεί πριν από αρκετά χρόνια έναν συλλογικό τόμο με τίτλο «Αρχαιολογία και καπιταλισμός. Από την ηθική στην πολιτική» (εκδ. Routledge). Είναι κάτι που θα πρέπει να μας αφορά άμεσα, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ακόμη και στην περίπτωση της Ελλάδας η Ακρόπολη, για παράδειγμα, απέκτησε εισιτήριο εισόδου από πολύ νωρίς, με το που έγινε χώρος επισκέψιμος – μια πρώτη μορφή εμπορευματικοποίησης έως έναν βαθμό. Φυσικά σήμερα έχει πάρει άλλες, τεράστιες διαστάσεις. Όπως ξέρουμε και το βλέπουμε σε πολλές εκφάνσεις, ειδικά τα μουσεία που δεν στηρίζονται σε δημόσιους πόρους ή κρατικούς, η εμπορευματικοποίηση είναι η κύρια μέθοδος συντήρησής τους. Υπάρχει λοιπόν αυτή η κουβέντα διεθνώς Θα πρέπει να μπει με μεγαλύτερη έμφαση και στην περίπτωση της Ελλάδας, ειδικά το τελευταίο διάστημα, καθώς βλέπουμε ακόμη περισσότερες κινήσεις από τους κρατικούς και άλλους φορείς για την παραπέρα εμπορευματοποίηση των αρχαιοτήτων. Φοβάμαι ότι το παράδειγμα με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο για τη μετατροπή των πέντε μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ και τον αποχωρισμό τους από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, με πρότυπο το ιδιαίτερα προβληματικό Μουσείο της Ακρόπολης, είναι ακριβώς μια κίνηση προς την παραπέρα εμπορευματοποίηση και φυσικά τον παραπέρα έλεγχο της διοίκησης των μουσείων από το κράτος και τους εκάστοτε υπουργούς. Νομίζω ότι αυτή η κίνηση, όπως ήδη λένε οι συνάδελφοι αρχαιολόγοι και τα συνδικαλιστικά τους όργανα στην Ελλάδα, σχετίζεται άμεσα και με τις κινήσεις για το πώς αντιλαμβάνεται το φαινόμενο του επαναπατρισμού η σημερινή πολιτική ηγεσία.

Μια που αναφέρετε το Βρετανικό Μουσείο, αυτό βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση δεδομένου ότι έχει ανοίξει μια τεράστια κουβέντα με όλα τα μουσεία ανά τον κόσμο για την αποαποικιοποίηση, για την ανάγκη να ξανασκεφτούμε τι ακριβώς είναι το μουσείο σήμερα, πώς δημιουργήθηκε, ποιους εξυπηρετεί και τι πρέπει να κάνει, ποιες είναι οι ηθικές και πολιτικές λειτουργίες του στην κοινωνία. Πολλές καμπάνιες για την επιστροφή των αρχαιοτήτων, όπως για τα χαλκά του Μπενίν –που είναι η άλλη πολύ μεγάλη και ιδιαίτερα ορατή καμπάνια στα media μαζί με τα Γλυπτά του Παρθενώνα–, έχουν αναγκάσει πολλά μουσεία ανά την Ευρώπη, στη Γερμανία, τη Γαλλία και περιφερειακά μουσεία στη Βρετανία την ίδια να επιστρέψουν αρκετά αντικείμενα και ορισμένα από τα χαλκά του Μπενίν στη Νιγηρία. Αίτημα εξίσου μακροχρόνιο και εξίσου ιστορικά σημαντικό με τα Γλυπτά του Παρθενώνα – ίσως ακόμη μεγαλύτερο, δεδομένης της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης της Αφρικής από τις χώρες του Βορρά.

Το Βρετανικό Μουσείο, που έχει το μεγαλύτερο μέρος από τη συλλογή από τα χαλκά του Μπενίν, ακόμη αντιστέκεται σθεναρά στην ιδέα της επιστροφής.
Πιστεύω ότι οι κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η εισαγωγή στην κουβέντα των όρων «ανταλλαγή» ή αυτό που μια βρετανική εφημερίδα ονόμασε collateral, ενέχυρο σε είδος δηλαδή, και η συζήτηση περί παραρτημάτων του Βρετανικού στην Αθήνα εξυπηρετούν απόλυτα την προσπάθεια του μουσείου να εφεύρει τακτικές κινήσεις σε αυτήν τη μεγάλη πίεση που δέχεται από το κίνημα της αποαποικιοποίησης. Δεν μπαίνει στην ουσία του θέματος και η ουσία είναι αφενός η παραδοχή ότι αυτά είναι αντικείμενα αποικιοκρατικής αρπαγής μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή – δεν είναι τυχαίο ότι βρέθηκαν εκεί. Να φύγει δηλαδή η κουβέντα από αυτήν τη στενή νομική διάσταση του αν υπάρχει ή δεν υπάρχει τίτλος –όλα αυτά για τα οποία πολλά χρόνια συζητιούνται για τα Γλυπτά– και να μπει στην ιστορική της διάσταση, ότι δηλαδή μιλάμε για αντικείμενα που αποκτήθηκαν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής λογικής που είχε κυριαρχήσει από τότε. Σε αυτά τα ιστορικά θέματα θα πρέπει να μπει το θέμα της παραδοχής της επιστροφής των αρχαιοτήτων αυτών χωρίς ανταλλάγματα, αλλά έχω πει και αλλού ότι θα πρέπει η επιστροφή αυτή να είναι η απαρχή μιας διαδικασίας αποαποικιοποίησης και όχι το τέλος της. Με την έννοια ότι θα πρέπει να συνοδεύεται από αποζημιώσεις, όπως επίσης από μια διαφορετική συζήτηση –και στα πλαίσια της Ελλάδος– στο μουσείο το οποίο θα υποδεχτεί τα αντικείμενα αυτά, και στα άλλα ελληνικά μουσεία για το πώς προσλαμβάνουμε, πώς μελετούμε, πώς εκθέτουμε τα πολιτισμικά αντικείμενα ή την υλικά «κληρονομιά» της αρχαιότητας. Δηλαδή αν τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν σε ένα μουσείο της Ακρόπολης όπως είναι σήμερα, το οποίο, ξαναλέω, είναι ένα μουσείο ψευδεπίγραφο, με την έννοια του ότι δεν μιλάει για την ιστορία της Ακρόπολης, μιλάει για την ιστορία της κλασικής περιόδου της Ακρόπολης, κάποιων αιώνων μέσα στην πολύ πλούσια και την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία αυτού του Βράχου. Αν επιστρέψουν σε ένα ψευδεπίγραφο μουσείο και παρουσιάζονται με τον ίδιο τρόπο όπως παρουσιάζονται και σήμερα τα άλλα αντικείμενα που υπάρχουν στο μουσείο και στο πλαίσιο της ίδιας λογικής, η αποικιοποίηση θα συνεχίσει να υφίσταται παρά την επιστροφή των αντικειμένων αυτών κοντά στο μνημείο από το οποίο προέρχονταν. Γι’ αυτό λέω ότι είναι μόνο η αρχή η επιστροφή και ότι απαιτείται συνολική αναθεώρηση του πώς αντιλαμβανόμαστε τα μουσεία και πώς αντιλαμβανόμαστε την υλική «κληρονομιά», δηλαδή τις υλικές μνήμες πολλών διαφορετικών στιγμών και πολιτισμικών εκφάνσεων πολλών διαφορετικών ανθρώπων και πολιτισμών οι οποίοι συνέβαλαν στην κατασκευή τους, στις χρήσεις, στη λειτουργία τους και στις προσλήψεις τους ανά τους αιώνες.

Info

Γιάννης Χαμηλάκης, Ράφαελ Γκρίνμπεργκ
Αρχαιολογία, έθνος και φυλή. Αναμέτρηση με το παρελθόν, αποαποικιοποίηση του μέλλοντος στην Ελλάδα και το Ισραήλ

Εκδόσεις: Εικοστού Πρώτου

Σελ.: 240

ISBN: 978-618-5118-83-9

Μετάφρ.: Μιχάλης Λαλιώτης

Τιμή: €22,26

Documento Newsletter