Τέσσερα πρόσωπα, ένας εξωτερικός χώρος, πολλές σκληρές αλήθειες και εγένετο η «Ημέρα Κυρίου» του Γιάννη Τσίρου. Ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους και επιδραστικούς σύγχρονους συγγραφείς, ο Γιάννης Τσίρος, ξεκινάει την καριέρα του από τη φωτογραφία και το σχέδιο παρακολουθεί μαθήματα στο τμήμα θεατρολογίας και εργάζεται στο ραδιόφωνο, στην κρατική τηλεόραση και στη δημοσιογραφική φωτογραφία.
Το 2004 βραβεύεται με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για τα «Αξύριστα πηγούνια». Ακολουθούν «Τα μάτια τέσσερα», «Αόρατη Όλγα», «Ελεύθερα ύδατα», ‘Άγριος σπόρος» και «Το Διαλέξεις αθλιότητας». Η μεγάλου μήκους ταινία του «Το φως που σβήνει» διακρίνεται σε πλήθος φεστιβάλ μεταξύ των οποίων και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συμμετέχοντας παράλληλα στο 2ο Πανόραμα Σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου στο Παρίσι.
Ο λόγος του είναι καυστικός, πολιτικός, σε ξεβολεύει και σε κάνει να δεις κατάματα αυτό που συμβαίνει. Αυτό που επιθυμεί είναι η αφύπνιση και η δράση της κοινωνίας των πολιτών… αμήν!!
Αρκεί ένα μικρό γεγονός για να πυροδοτήσει μια σειρά από αντιδράσεις κι όλα αυτά σε μια, μόλις, ημέρα. Ο λόγος για το νέο σας βιβλίο «Ημέρα Κυρίου» που κυκλοφορεί από την Κάππα Εκδοτική. Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε αυτό το έργο;
Συνήθως δεν αρκεί μια αφορμή ή ένα γεγονός. Πρέπει όλα αυτά που ζει κάποιος και όλα αυτά που αντιλαμβάνεται, να μετουσιωθούν και να αποτελέσουν βασικό τοπίο για τη δημιουργία ενός παράλληλου κόσμου. Κυρίως όμως χρειάζεται ένας οίστρος, που θα δώσει την ενέργεια για τη συγγραφή ενός έργου.
Γιατί διαλέξατε την Κυριακή ως χρόνο δράσης; Είναι βαθιά ριζωμένη αυτή η ημέρα στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας;
Θα έλεγα όχι μόνο της ελληνικής κοινωνίας. Η Κυριακή εξυπηρετούσε δραματικά γιατί θα έβρισκε όλα τα πρόσωπα του έργου συγκεντρωμένα στο σπίτι. Στις δέκα εντολές, η έβδομη ημέρα πρέπει να αφιερώνεται στον Κύριο. Κατά κάποιον τρόπο και στο έργο, αν και η Κυριακή είναι ημέρα αργίας, οι εργαζόμενοι αφιερώνουν την ημέρα στον κύριο του σπιτιού. Άλλωστε είναι ο μόνος που βρίσκεται πραγματικά σε ημέρα αργίας.
Αυτό που συμβαίνει στην «Ημέρα Κυρίου» είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας; Μας μοιάζουν οι χαρακτήρες;
Το ζητούμενο δεν είναι να μας μοιάζουν οι χαρακτήρες, αλλά οι καταστάσεις που βιώνουν. Και αναφέρομαι σε αυτές τις σχέσεις αλληλεξάρτησης εργαζόμενου και εργοδότη, καθώς και στο ταξικό χάσμα που συνήθως υπάρχει μεταξύ τους. Στο έργο, παρά την προσπάθεια να υπάρξει ένας συμβιβασμός που θα ένωνε αυτό το χάσμα, οι συνθήκες το κάνουν αδύνατο, όπως και στη ζωή. Κατ’ αυτή την έννοια, η «Ημέρα Κυρίου» είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας.
Υπάρχει μια έντονη στιχομυθία στο έργο όπου ένα από τα πρόσωπα έχει την επιλογή να συνθηκολογήσει ζητώντας συγγνώμη ή να χάσει τη δουλειά του, κι όμως διαλέγει τον δύσκολο δρόμο. Τελικά, η επιλογή είναι δική μας;
Η επιλογή της συνθηκολόγησης ή του δύσκολου δρόμου είναι πάντα δική μας. Ίσως είναι το μοναδικό δικαίωμα που ακόμα διατηρούμε. Όταν γνωρίζει κάποιος το δίκαιό του και παρόλα αυτά συνθηκολογεί, είναι σα να αδικεί μαζί με τον εαυτό του και όλη την κοινωνία.
Στα έργα σας τα όρια μεταξύ θύματος και θύτη δεν είναι ξεκάθαρα. Κανείς δεν μοιάζει, εντελώς, αθώος, μα ούτε και ένοχος. Από την άλλη υπάρχει μια ανάγκη για αλήθεια. Η επίγνωση, είναι κάτι που σας απασχολεί;
Εκτός κάποιων περιπτώσεων απρόκλητης βίας, ο θύτης και το θύμα, ο ένοχος και ο αθώος, ο αφέντης και ο υπηρέτης, γίνονται οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η αλήθεια είναι αναγκαία για να μπορούμε να τις ξεχωρίσουμε. Η «επίγνωση» ακολουθεί ως ενσυνείδητη γνώση ότι ξεχωρίσαμε σωστά τις δύο πλευρές. Πέρα όμως από αυτό, η «επίγνωση» λειτουργεί και ως βάση της αυτογνωσίας μας.
Γράφετε στο εισαγωγικό σας σημείωμα πως βασική προϋπόθεση για τη συγγραφή ενός έργου δεν είναι η ιδέα, αλλά το βάρος ενός συναισθηματικού φορτίου. Είναι δύσκολη η γέννα της δημιουργίας; Απαιτεί βαθιά βουτιά μέσα μας;
Αυτό που καθορίζει την ευκολία ή την δυσκολία στη συγγραφή ενός θεατρικού έργου, είναι το ύψος που τοποθετεί ο καθένας τον πήχη. Όταν γράφεις για θέματα που νομίζεις αφελώς ότι τα κατέχεις, η συγγραφή γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Πρέπει τότε πραγματικά να βυθιστείς μέσα σου και να αποδεχτείς την άγνοια και τις αδυναμίες σου, για να μπορέσεις να μιλήσεις για τις αδυναμίες των άλλων. Προσωπικά, όταν ξεκινώ κάποιο έργο, έχω πάντα την αφελή εντύπωση ότι κατέχω το θέμα. Η κατάληξη είναι να γράφω πάντα από τις στερήσεις μου και όχι από τα πλεονάσματά μου.
Η τέχνη οφείλει να είναι καθρέφτης της εποχής της; Όχι, με την έννοια της επικαιροποίησης, αλλά του πολιτικού στοχασμού;
Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπάρξει τέχνη, χωρίς πολιτικό στοχασμό. Όποτε έγιναν προσπάθειες να λείψει το πολιτικό στοιχείο, η τέχνη κατέληξε σε λάμψεις από τζούφια πυροτεχνήματα. Στον αντίποδα, όταν στην τέχνη το πολιτικό στοιχείο προσπάθησε να δώσει και κατευθύνσεις, κατέληξε σε άθλια προπαγάνδα. Κατά κάποιον τρόπο, η τέχνη γίνεται διαχρονικός καθρέφτης της εποχής της, όταν αναφέρεται σε πεζές αλλά βασικές αξίες και δυσκολίες της ζωής. Οι προσωπικοί κώδικες και οι ιδεοληψίες είναι πάντα εφήμερα τεχνάσματα.
Εδώ και πολύ καιρό ο πολιτισμός έχει μπει στο στόχαστρο της πολιτείας που ή θα τον αγνοεί ή θα τον ενοχοποιεί. Γιατί η εξουσία φοβάται τόσο την τέχνη;
Συνήθως φοβόμαστε αυτό που δεν κατανοούμε. Άλλωστε η εξουσία είναι ένα σύστημα επιβολής, που κύριο μέλημά της είναι η διατήρησή της. Κάποιες φορές μάλιστα με κυνισμό και σκληρότητα. Μπορεί σε ατομικό επίπεδο ένας λειτουργός της εξουσίας να θέλγεται από την τέχνη, αλλά συλλογικά αυτό το σύστημα ενδιαφέρεται μόνο για εμβατήρια, παιάνες, ύμνους και γελωτοποιούς. Η τέχνη δημιουργεί ενοχές στην εξουσία, που υπονομεύουν την ύπαρξή της. Συνεπώς η εξουσία δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικός χορηγός της.
Κλείνοντας, πείτε μου κάτι όμορφο που θέλετε να έρθει
Εδώ και καιρό συνεχίζεται ένας σκοτεινός πόλεμος, με διάφανες όμως αιτίες. Και ίσως είναι από τις λίγες φορές που οι αιτίες ενός πολέμου είναι τόσο διάφανες και προκλητικά ωμές. Κάποιοι δεν θέλουν την ειρήνη, γιατί απροκάλυπτα κερδίζουν από τον πόλεμο. Αν και το ίδιο συνέβαινε σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, αυτή τη φορά οι δημιουργοί του πολέμου δε μπορούν να κρυφτούν. Ή το χειρότερο, απλά δεν τους νοιάζει. Το όμορφο που θα ήθελα λοιπόν να έρθει, είναι η αφύπνιση και η δράση της κοινωνίας των πολιτών.