Με αφορμή την ταινία «The hand of God» του Πάολο Σορεντίνο ο δημοσιογράφος Γιάννης Τσαούσης ανιχνεύει τη σχέση των Ναπολιτάνων με τον Ντιέγκο Μαραντόνα.
Το καλοκαίρι του 1984 η φήµη ότι ο Μαραντόνα ετοιµάζεται να υπογράψει στη Νάπολι διαδόθηκε στην πόλη σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά. Ο κόσµος αλλοφρόνησε στη σκέψη και µόνο – και είχε τους λόγους του. Για τον «βόθρο» του ιταλικού Νότου δύο Κύπελλα Ιταλίας σε 58 χρόνια ιστορίας µέχρι τότε δεν ήταν αρκετά. Οι Ναπολιτάνοι ζούσαν και ανέπνεαν για να δουν τη Νάπολι να θριαµβεύει και άρα στο πρόσωπο του Ντιέγκο είδαν εξαρχής τον µεσσία, τον δικό τους Σαν Τζενάρο. Λένε ότι η τυφλή θρησκευτική πίστη είναι κάτι σαν συναισθηµατικό αµοιβαίο κεφάλαιο χωρίς εγγυηµένη απόδοση. Στην περίπτωση του 24χρονου «χρυσού παιδιού» από την Αργεντινή η «επένδυση» ήταν ποδοσφαιρικό blue chip. Αχαστη.
Ο τότε πρόεδρος της οµάδας Κοράντο Φερλαΐνο έτρεχε µέχρι την ύστατη ώρα για να ζητήσει παραπάνω χρήµατα από την τοπική τράπεζα (a.k.a. Καµόρα) ώστε να ικανοποιήσει τα καπρίτσια της τελευταίας στιγµής που πρόβαλλε ο οµόλογός του της Μπαρσελόνα Χόσεπ Λουίς Νούνιεζ, τρέµοντας ότι αν η µετεγγραφή ναυαγήσει, θα έπρεπε να µεταναστεύσει. ∆εν είχε άδικο. Το πρωί της 5ης Ιουλίου 1984 τοπική εφηµερίδα έγραψε ότι «δεν έχουµε σπίτια, σχολεία, λεωφορεία, δουλειές, αλλά τίποτε από αυτά δεν έχει σηµασία γιατί έχουµε τον Μαραντόνα». Λίγες ώρες αργότερα ο Ντιέγκο παρουσιαζόταν στο Σαν Πάολο, µε 75.000 πιστούς να τον αποθεώνουν µε τόση λατρεία που ένιωθες ότι η παρουσία του ήδη είχε νοηµατοδοτήσει για πάντα την ύπαρξή τους.
Ετσι ήταν. Αποδείχτηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο Μαραντόνα όχι απλώς έβαλε τη Νάπολι στον ποδοσφαιρικό χάρτη, αλλά επιπλέον χάρισε στον κόσµο της δύο πρωταθλήµατα και ένα Κύπελλο Ιταλίας καθώς και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Περισσότερο και από αυτά όµως αυτό που σφυρηλατήθηκε µεταξύ 1984 και 1991 ανάµεσα στον Ντιέγκο και τους Ναπολιτάνους τιφόζι όπου γης ήταν ένα ψυχικό δέσιµο που όµοιό του δεν έχει ξαναϋπάρξει – και ούτε πρόκειται.
Οι κάτοικοι της πόλης «καταβρόχθισαν» τον Μαραντόνα από αγνή αγάπη για τα ατόφια συναισθήµατα χαράς και περηφάνιας που τους γεννούσε. Αυτοί –οι φτωχοί, ο περίγελος του πλούσιου Βορρά– µπορούσαν πλέον να πάρουν την κοινωνική τους εκδίκηση. Μπορούσαν πια να σηκώνουν το µεσαίο δάχτυλο σε όποιον τολµούσε να ψελλίσει οποιοδήποτε επιχείρηµα για λεφτά, τίτλους, ανώτερο βιοτικό επίπεδο και τέτοιες σαχλαµάρες που κάποτε πονούσαν, αλλά όχι πια: «Ναι, αλλά εµείς έχουµε τον Μαραντόνα».
Η grande bellezza του Ντιέγκο αιχµαλώτισε τους πάντες. Οσο περισσότερη τους έδινε, άλλη τόση ζητούσαν. Οχι µόνο όσοι πήγαιναν στο γήπεδο. Ολοι. Τις Κυριακές, την ώρα που η Νάπολι έπαιζε µατς, η πόλη για δύο ώρες συνέπασχε µε τον ηγέτη της. Από την πιο λουξ βίλα µέχρι το πιο ταπεινό κουρείο της πόλης όλοι ήταν στηµένοι και παρακολουθούσαν. Και προσεύχονταν µε ροζάρια στα χέρια να πάνε όλα καλά. Να µην τραυµατιστεί ο Ντιέγκο. Να κερδίσουµε.
Κεριά άναβαν στα εικονοστάσια µε τη φωτογραφία του Αργεντινού και δεήσεις υψώνονταν στον ουρανό. Αλλοι µε τα κασκόλ τους σφιχτά στα χέρια και άλλοι να χαϊδεύουν τα γκραφίτι του Μαραντόνα που κοσµούσαν σχεδόν κάθε γειτονιά. Μια πόλη ταγµένη στον Ντιέγκο· δεν είναι υπερβολή. Αγάπη µέχρι ασφυξίας. Το να ζεις στη Νάπολη τη δεκαετία του ’80 στις µέρες του Ντιέγκο ήταν αναµφίβολα µοναδικό. Μια διαρκής έκσταση, µια διαρκής ποδοσφαιρική και προσωπική πραγµάτωση, ενορχηστρωµένη από έναν κοντόχοντρο ασουλούπωτο Αργεντινό µε αφάνα, ο οποίος είχε σκλάβα του την µπάλα και αυτή πάντα έκανε ό,τι της έλεγε. Ποδοσφαιρική ποίηση από τον αρχιερέα της οίησης… ατόφια τέχνη εκτός δοκιµαστικού σωλήνα, δωρεάν βάλσαµο για τα µάτια και τις ψυχές; You name it, πάντως η λατρεία των Ναπολιτάνων για τον Μαραντόνα είναι αιώνιο τατουάζ. Τόσο αιώνια που φρόντισαν να ενηµερώσουν και τους νεκρούς για το πρωτάθληµα του 1986-87 γράφοντας µε µαρκαδόρο έξω από το νεκροταφείο της πόλης το αλησµόνητο «∆εν ξέρετε τι χάσατε…».
Τόσο ατελείωτη που πολλές ακόµη γενιές Ναπολιτάνων θα µεγαλώσουν ακούγοντας στο βαφτιστικό όνοµα Ντιέγκο. Τόσο ατόφια που θα περικλείεται για πάντα στο σύνθηµα-βίωµα που κοσµεί την ανάµνηση ως το µεγαλύτερο παράσηµο: «Ηµουν εκεί». Τον είδα µε τα µάτια µου µε αυτό το τεράστιο 10 στην πλάτη. Ηταν αληθινός. Και ήταν δικός µας. Γιατί έπαιζε για την πόλη µας.
Oh mamma mamma mamma
Ω µαµά…
Oh mamma mamma mamma
Ω µαµά…
Sai perché mi batte il corazon?
Ξέρεις γιατί χτυπάει η καρδιά µου;
Ho visto Maradona
Είδα τον Μαραντόνα
Ho visto Maradona
Είδα τον Μαραντόνα
Eh, mamma, innamorato son
Ε, µαµά, είµαι ερωτευµένος