Στη στήλη Όμορφοι Άνθρωποι συναντάμε τους μικρούς ήρωες αυτής της πόλης και μαθαίνουμε τις ιστορίες τους. Μικρά και μεγάλα θαύματα που μας περιμένουν να τα ανακαλύψουμε!
Φεύγοντας κατά τις 7 από την εφημερίδα περπατούσα γρήγορα γιατί είχα αγχωθεί αν θα προλάβω τον κ. Γιάννη στο μαγαζί. Είναι Τετάρτη και δεν ξέρω το ωράριο. Πριν, την πανδημία θα ήμουν σίγουρη πως είναι ανοιχτό, πλέον έχουν αλλάξει όλα.
Προσπερνώ την πολυσύχναστη Ηρακλειδών με τα μπαρ, τους κράχτες και τα σημάδια από το παλιό τραμ και ανεβαίνω την Ανδριανού. Εννοείται μπερδεύομαι στα στενά, αλλά είναι τόσες φορές που έχω βρεθεί σε αυτές τις γειτονιές που είναι αδύνατον να χαθώ.
Η πρώτη κασέτα που αγόρασα από το δισκάδικο της οδού Αστίγγου ήταν «Τα Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού. Το 1981 μαζί με την νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές και την καθιέρωση του πενθήμερου στα σχολεία, ένας Πειραιώτης ή ορθότερα Καστελιώτης καθηγητής μαθηματικών βγάζει έναν δίσκο που δεν είναι σκυλάδικος ούτε αντάρτικος, αλλά ούτε και σκληρό ροκ. Τα τραγούδια του μοιάζουν λίγο με τις μπαλάντες του Bob Dylan και εγώ τον λατρεύω.
Ο κ. Γιάννης Παυλίκος στέκεται πίσω από το ταμείο και η ξενάγηση στο θρυλικό δισκάδικο SoHo, ξεκινάει.
Ο χώρος είναι ιδιόκτητος και ο κ. Γιάννης δουλεύει πάνω από 22 χρόνια στο μαγαζί του Νίκου Ζήση. Το 1997 ήταν ταβέρνα και πολύ γνωστή, μάλιστα. Από τους «Επτά ανέμους» έχουν περάσει πολιτικοί και καλλιτέχνες. Γλέντια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και καλό κρασί.
Το 2005 έγινε μαγαζί με ρούχα. Τέρμα τα ξενύχτια και οι κραιπάλες, τα πράγματα ήταν πιο νοικοκυρεμένα, μέχρι το 2010 όπου ξεκίνησε η κρίση και δεν έκαναν ούτε σεφτέ. Μαζί με την ένδυση δυνατό χαστούκι έφαγαν και τα video club. Θυμάται ο κ. Γιάννης πως κάθε εβδομάδα έκλεινε κι από ένα. Τότε, ο ιδιοκτήτης πήρε την απόφαση να το κάνει δισκάδικο. Πήγαιναν και αγόραζαν ταινίες και cd σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές.
Τον ρωτάω πόσο περίπου το κομμάτι και μου λέει «σκέψου για να πουλάμε 1-2 ευρώ εμείς και να βγαίνει ο μισθός μου και τα υπόλοιπα έξοδα του μαγαζιού…». Τον ρωτάω αν τους ήρθε το ρεύμα «Στο μαγαζί, όχι ακόμα, αλλά μου ήρθε στο σπίτι». Τον βλέπω που ανάβει τσιγάρο και θέλω να τον τσιγκλήσω «πιο πολύ από πέρσι»; Με κοιτάζει για κάμποσα δευτερόλεπτα και μου λέει «μου ήρθε κοντά στο 1000, εγώ ποτέ δεν έχω πληρώσει τόσα πολλά χρήματα στο ρεύμα, είμαι 59 χρονών και δεν έχω ξαναδεί τέτοιο χάλι».
Προσπαθώ να αλλάξω κουβέντα, γιατί βλέπω ότι στεναχωρήθηκε και τον πηγαίνω στους πελάτες. Οι ηλικίες κινούνται πάνω από τα 50. Οι πιο μικροί έχουν τις πλατφόρμες. Ξέρει το Spotify, το Apple music και όλα τα εφάμιλλα. Συνήθως, του ζητάνε Καζαντζίδη, Ξαρχάκο και πολύ φεύγουν και οι ταινίες. Μπαίνουν οι συλλέκτες και ψάχνουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Θυμάται έναν τύπο που την ώρα που πλήρωνε του είπε πως η συγκεκριμένη ταινία είναι δυσεύρετη και την έψαχνε καιρό. Την αγόρασε για 2 ευρώ «που να το ήξερα να ζητούσα παραπάνω» μου λέει και γελάμε. Αριστερά από το ταμείο υπάρχει η ένδειξη «Μην ανοίγεται τα κουτιά» είναι οι ερωτικές ταινίες.
Πάλι μεγαλύτερης ηλικίας ψωνίζουν από εκεί «τα πιτσιρίκια δεν έχουν ανάγκη, φουσκώνουν τα βρακιά τους». Πολλοί από τους πελάτες ντρέπονται και σκαρώνουν ένα σωρό δικαιολογίες στο ταμείο «δεν είναι για εμένα, θα το στείλω σε έναν φίλο στο χωριό» ή «Το θέλω για μια εργασία». Ειδικά, αυτό με την εργασία φοριέται πολύ «Τι στο καλό κάνετε στα πανεπιστήμια και παίρνεται τις ταινίες»; Γελάω και μου λέει πως και πολιτικοί έρχονται και ψωνίζουν, αλλά δεν θα σου πω ονόματα.
Πιάνει την μέση του, έχει πρόβλημα, όπως και η μητέρα του. Ένας πελάτης του έφερε με το ζόρι μια αλοιφή που διαφημίζει ο Βελόπουλος με δηλητήριο οχιάς. Με ρωτάει αν την ξέρω. Όχι, του λέω. «Δεν τον θέλω τον Βελόπουλο και θέλω να βγει ο Μακρόν στην Γαλλία, θα βγει»; Δεν ξέρω, του απαντώ. «Η αλοιφή βρωμούσε και δεν έκανε και δουλειά. Με το ζόρι ο Βελόπουλος, αφού του είπα πως δεν τον θέλω».
Του γυρνάω πάσα με τις επιστολές του Χριστού. Πόσο θα τις πουλούσε, αλλά τον νιώθω που δυσανασχετεί με τον Βελόπουλο, πιάνει και την μέση του και αλλάζω κουβέντα.
Ο κ. Γιάννης είχε παντρευτεί, αλλά χώρισε μετά από λίγο «δεν μπορούσα την γκρίνια, που πας; Πότε θα έρθεις; Ε, τι ήθελε; Βράδυ δούλευα, το βράδυ γίνονται πολλά». Η συζήτηση πάει πάλι στην πολιτική και στην αύξηση που είπε ότι θα δώσει ο Μητσοτάκης. Μου ανέφερε το ανεκδιήγητο μαθηματικό αξίωμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 0+0=14% «αυτό θα πάρουμε».
Φεύγοντας του ζητάω να κάνει μια ευχή. Έτσι, για να αλαφρύνω το κλίμα. Αμαρτία να κλείσουμε με τον Μητσοτάκη «Να κόψω το τσιγάρο θέλω και να πάω στο χωριό μου».
Ο κ. Γιάννης είναι λίγο έξω από την Καλαμάτα «θα σουβλίσετε γουρουνοπούλα κ. Γιάννη , φέτος»; Είπαμε, «Μετά, την αύξηση του Μητσοτάκη»!!