Γιάννης Νιάρρος: «Με συγκινούν τα εξπρεσιονιστικά και κουλά έργα»

Φωτογραφίες: Κώστας Τζούμας / Eurokinissi

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό για τις παράλογες ιστορίες στο θέατρο, τη σοβαροφάνεια, τους ντανταϊστές και τον Γιάννη Οικονομίδη

Συνάντησα τον Γιάννη Νιάρρο στο θέατρο Σημείο με αφορμή την παράσταση «ΝΥΞ – Λος Ιστορίας Περίεργας». Πέτυχα τους συντελεστές της στη φάση της προετοιμασίας του σκηνικού ανάμεσα σε σκόρπια αντικείμενα υπό τους ήχους ατμοσφαιρικής μουσικής. Το θέατρο μύριζε φρεσκοβαμμένη μπογιά. Μιλήσαμε αρκετή ώρα με τον Γιάννη Νιάρρο για τη νέα του δουλειά – ένα αξεδιάλυτο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας βασισμένο σε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση και του Χούλιο Κορτάσαρ– αλλά και για τις σουρεαλιστικές ιστορίες που τον γοητεύουν στο θέατρο, τον «μαγικό ρεαλισμό» που αποδίδει στον Γιάννη Οικονομίδη και την παρεΐστικη συνταγή που οδήγησε τους «Παίκτες» σε απανωτά sold out. Η τυχαία συνάντηση με εξωγήινους στην αρχαία Ελλάδα και η ερωτική περίπτυξη ενός αντίχειρα με μια Super Retina XDR OLED οθόνη αφής είναι μόνο ένα δείγμα από τις τρελές ιστορίες που παρουσιάζονται επί σκηνής.

Εχεις γράψει τα κείμενα, παίζεις και ταυτόχρονα σκηνοθετείς.

Είναι μια τριπλή ιδιότητα που πάντοτε σιχαινόμουν. Οταν την άκουγα σκεφτόμουν «μα γιατί, ρε αγόρι μου; Πώς τα κάνεις όλα αυτά μαζί;». Δεν θα διανοούμουν να κάνω κάτι τέτοιο σε μια παράσταση που παίζω με άλλους ηθοποιούς ούτε θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη. Απλώς είναι πολύ δικό μου το υλικό. Εχω γράψει το κείμενο μαζί με τη Χαρά Μάτα Γιαννάτου. Χρειάζομαι έναν παρατηρητή και ένα συνομιλητή. Οι δύο μουσικοί που εμφανίζονται επί σκηνής, ο Γιάννης Παπαδόπουλος και ο Δημήτρης Κλωνής, είναι εξαιρετικά τζαζοφρικιά. Το αγκάλιασε και ο Γιώργος Μυζήθρας με τα ηλεκτρονικομπλιμπλίκια του. Πιστεύω ότι είναι ισότιμα μέλη του θιάσου. Ο λόγος που κάνουμε την παράσταση είναι για να συναντηθούμε επί σκηνής και να ασχοληθούμε με θέματα που αγαπάμε όλοι, όπως το όνειρο, οι εφιάλτες, ο τρόμος, ο σουρεαλισμός. Πετάω τώρα πολλά μαζί που φαινομενικά δεν συνδέονται μεταξύ τους, με έναν άρρωστο όμως τρόπο το καταφέραμε. Ο καθένας από μας δημιουργεί κάτι γι’ αυτό τον κόσμο ο οποίος αποτελείται από κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση και του Χούλιο Κορτάσαρ.

Πώς αποφασίσατε να συνδυάσετε αυτά τα δύο φαινομενικά αταίριαστα περιεχόμενα;

Ο Κορτάσαρ είναι λυρικός, γλαφυρός και Αργεντινός. Συνέχεια αλλάζει την οπτική με την οποία αφηγείται την κάθε ιστορία. Το έργο του μου δημιουργεί μια ζεστασιά, μια ηρεμία, χωρίς να χρειάζεται τρελή αφοσίωση. Δεν είναι Ντοστογέφσκι και «Αδελφοί Καραμάζοφ», είναι ανάγνωσμα που μπορεί να διαβάσει κανείς στις καλοκαιρινές του διακοπές. Ο Πάνος Κουτρουμπούσης έχει γράψει ταχυδράματα, δηλαδή γρήγορες ιστοριούλες. Κρίνοντας από την αντοχή μου στην προσοχή και από το πόσο χρόνο μπορώ να εστιάσω πραγματικά σ’ ένα πράγμα, νομίζω πως μου ταιριάζει. Αυτό έχω καταλάβει και από τον ευρύ κύκλο μου. Δεν είναι κακό αυτό. Δεν χρειάζεται να είναι όλα πυκνά και κείμενα αργής καύσης. Ας είναι κάποια και shotgun. Ο Κουτρουμπούσης μού προκαλεί χαμόγελο. Τα εικαστικά του είναι με την καλή έννοια «καμένα» και το πολιτικοκοινωνικό του σχόλιο παιδικό. Hταν ένας τύπος που έζησε τη δεκαετία του ’70 και του άρεσαν τρελά τα κόμικς, το sci-fi και το horror. Παράλληλα ήταν και διανοούμενος. Το έργο του δημιουργεί ένα έντονο κράμα που δεν είναι βαρύγδουπο και δεν βγάζει παππουδίλα.

Σε τι θέμα αναφέρονται οι ιστορίες;

Εχω διαλέξει δύο μεγάλες ιστορίες του Π. Κουτρουμπούση. Η μια αναφέρεται σε μια παρέα εξωγήινων που φεύγουν από τον πλανήτη τους και ύστερα από ένα διαγαλαξιακό ταξίδι καταλήγουν στην αρχαία Αθήνα την εποχή μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η άλλη αφορά έναν επιθεωρητή, τον Ανεξιχνίαστο, που διερευνά φόνους. Είναι τρελιάρικες οι ιστορίες. Ο Χ. Κορτάσαρ είναι πιο ποιητής, έχει μεγαλύτερο βάθος συναισθηματικά. Η μια ιστορία έχει να κάνει με το πώς φαντάζεται κάποιος την ίδια του την κηδεία και η άλλη περιγράφει μια κατάσταση που το κοινό τρώει τους καλλιτέχνες επί σκηνής.

Φοβηθήκατε την τρέλα του εγχειρήματος;

Υπήρχαν διαφορετικά πράγματα που θέλαμε να πούμε και μας μπλόκαρε η σύνθεση τόσο διαφορετικών στοιχείων. Ανακαλύψαμε όμως περισσότερο τους ντανταϊστές και μας απενοχοποίησαν γιατί υποστήριζαν με πάθος μια τέχνη που δεν είχε απαραίτητα καλαίσθητο ή υψηλό αποτέλεσμα και νόημα ούτε αποτελείται αναγκαστικά από κάτι ενιαίο. Πρόκειται για «πεταμένες» συνειρμικές παρορμήσεις. Αν είσαι ηθοποιός, μπορεί να είναι απλώς ένα κλάμα ή μια χαρά. Τώρα περιγράφω αυτήν τη φάση εντελώς παιδικά. Στην πραγματικότητα οι ντανταϊστές επηρέασαν σημαντικά τη σύγχρονη τέχνη. Ο Χούγκο Μπαλ ήταν μεγάλη μορφή και τα sound poems του που δεν είχαν ειρμό ακούγονταν κάθε βράδυ στο καμπαρέ Voltaire στην Ελβετία. Δεν μου αρέσει καθόλου να μην καταλαβαίνω τι βλέπω σε μια παράσταση. Εκτός κι αν καταλάβω πολύ ξεκάθαρα ότι δεν χρειάζεται να καταλάβω κάτι για να μπορέσω να αφεθώ στον ρυθμό.

Ποια ζητήματα ανοίγει το κείμενο για το κοινό;

Μας βάζει να αναρωτηθούμε πώς θα μπορούσαμε όλο αυτό που ζούμε να είναι πιο πολύ ιστορία παρά πραγματικότητα. Να σταματήσουμε να επενδύουμε τόσο στον πραγματικό κόσμο και να ζήσουμε τις παρορμήσεις μας. Να ενδώσουμε στις γελοίες, τεμπέλικες και επιφανειακές μας σκέψεις, σε όσα μπορεί να φανταζόμαστε κάθε δευτερόλεπτο.

Αυτό δεν συγκρούεται με τη «σοβαρότητα» του θεάτρου;

Ναι, ρε γαμώτο. Είναι πολύ φρικαλέο αυτό. Κατακρίνουν συχνά το μη σοβαροφανές. Μου αρέσει να δουλεύω σοβαρά για κάτι που δεν είναι σοβαρό. Δεν είναι μαλάκες οι Αμερικανοί που δουλεύουν πολύ και πληρώνουν χρήματα για ένα ηλίθιο αστείο, για μία ατάκα σε μια ταινία που μπορεί να προκαλέσει ολόκληρη έκρηξη. Γιατί πρέπει η γνώση, η τεχνική, η ικανότητα να μη χρησιμοποιούνται και για την dark side of the force που είναι η καμενιά; Στην Ελλάδα δεν υπάρχει η νοοτροπία ότι χρειάζεται να επενδύεται χρόνος στην κωμωδία, γιατί μπορεί να γίνει πολύ πιο καταστροφική και αμήχανη από ένα κακό δράμα. Στο κακό δράμα λες «ΟΚ, δεν το πολυπίστεψα», στην κωμωδία όμως λες «πω, έπρεπε τώρα να γελάσω» κι αυτό είναι πολύ σκληρό. Εχει όμως κάτι πολύ πιο μυστηριώδες, καυλωτικό και νταρκ. Ζούμε και στην εποχή του meta. Οσο έρχονται οι πιο νέοι θα γίνεται χαμός με ωραίο τρόπο. Νιώθω ότι πρέπει να αποκαθηλωθεί πια η ρομαντική κομεντί. Υπάρχει βέβαια και μεγάλη όρεξη για τα κλασικά έργα που είναι πιο αρχέγονα. Πότε όμως θα βγουν τα καινούργια κλασικά; Αυτό με προβληματίζει.

«Δεν είναι μαλάκες οι Αμερικανοί που δουλεύουν πολύ και για ένα ηλίθιο αστείο, για μία ατάκα σε μια ταινία που μπορεί να προκαλέσει ολόκληρη έκρηξη. Γιατί πρέπει η γνώση, η τεχνική, η ικανότητα να μη χρησιμοποιούνται και για την dark side of the force που είναι η καμενιά;», λέει στο Documento ο Γιάννης Νιάρρος

Τα τελευταία χρόνια γίνεται κριτική στα κείμενα που αγγίζουν ρεαλιστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι κράζουν για τις βρισιές. Εμένα ωστόσο δεν μου αρέσει τόσο ο εκμοντερνισμός, δεν με γοητεύει να μεταφέρω ένα παλιό έργο στο σήμερα με τα ονόματα Γιάννης και Γιώργος ας πούμε. Εγώ δεν αγαπάω τόσο τη νατούρα στο θέατρο, το ψυχολογικό θέατρο.

Και το «Στέλλα κοιμήσου» ή το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη;

Για μένα ο Οικονομίδης δεν κάνει ψυχολογικό θέατρο. Ενα διογκωμένο μαγικό ρεαλισμό βλέπω στα έργα του, παρόλο που ο ίδιος δεν το σκέφτεται μ’ αυτό τον τρόπο. Χωράει την καθημερινή αλήθεια των ανθρώπων αλλά έχει πάντα μια πινελιά του Γιάννη, μια πραγματικότητα δική του. Θα κολλήσει εμμονικά σε λέξεις, οι χαρακτήρες του είναι μοναδικοί. Εγώ δεν θα το έλεγα ρεαλισμό κι ας διαφωνεί ο ίδιος. Στο θέατρο με συγκινούν τα εξπρεσιονιστικά και κουλά έργα. Θέλω να παίξω το ζόμπι ή τον βρικόλακα. Δεν θέλω να παίξω τον Νικόλα που έχει κοπέλα τη Νικολέτα.

Τέλειωσες το 2013 τη Δραματική Σχολή του Εθνικού και από τότε έκανες πολλές απανωτές επιτυχίες, όπως το «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα», το «Στέλλα κοιμήσου» και το «Σπιρτόκουτο».

Εκανα και πράγματα χωρίς μεγάλη επιτυχία –χαίρομαι κιόλας που δεν τα θυμάσαι–, αλλά πήρα γρήγορα φόρα. Είχα κάποιες μικρές δουλειές και ύστερα από μια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο ακολούθησε η ταινία «Ο νοτιάς» που ήταν για μένα μεγάλη ευκαιρία. Είμαι χαρούμενος που ήρθαν έτσι τα πράγματα και κατάφερα το θέατρο να είναι η δουλειά μου. Συνέχεια αμφισβητώ αν μπορώ να την κάνω ή αν γίνεται να με συντηρήσει η δουλειά. Πάντα έχω άγχος, πάντα είμαι χεσμένος, όμως γουστάρω. Ξέρω ότι κάτι μπορεί να πάει και σκατά.

Υπάρχει κάποια δουλειά σου που ξεχωρίζεις;

Σίγουρα ήμουν πολύ αφοσιωμένος στον ρόλο του Κρίστοφερ στην παράσταση «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» και στο «Σπιρτόκουτο», όμως ήμουν full on και έφαγα τρία χρόνια από τη ζωή μου. Είχα πολύ άγχος. Οταν είσαι μικρός και δεν σε ξέρει η μάνα σου το κοινό είναι πιο καθαρό σε αυτό που έρχεται να δει. Οσο μεγαλώνεις δημιουργεί άποψη και το φίλτρο του αλλοιώνεται, δεν βλέπει πια μια παράσταση με γυμνό μάτι. Θα ήταν ωραίο να παίζουμε με προσωπείο. Να μη βλέπει ο άλλος εσένα, αλλά έναν τύπο που παίζει ένα ρόλο.

Πού λες να οφείλεται η επιτυχία που σημείωσαν οι «Παίκτες»;

Ο Γιώργος Κουτλής γύρισε σχετικά πρόσφατα από τη Ρωσία, αλλιώς θα είχε κάνει ακόμη πιο εντυπωσιακά πράγματα. Με το που τον γνώρισα κατάλαβα ότι είμαστε στην ίδια φάση. Είμαστε χαζοαγοράκια, μας αρέσει η κωμωδία. Πολλοί ρωτάνε: «Καλά, έχεις σπουδάσει θέατρο και όντως γουστάρεις και κάτι άλλο εκτός από Τσέχωφ;». Για μας δεν είναι έτσι. Οι «Παίκτες» βασίστηκαν στη χημεία μιας παρέας, σαν καφενείο ήταν η πρόβα μας. Το ίδιο και η παράσταση που ανεβάζουμε τώρα. Παλιά φοβόμουν να δουλέψω με φίλους μου, δεν ήθελα να μπλέξω σε αυτά τα συναισθηματικά ντράβαλα. Πλέον δεν το φοβάμαι καθόλου.

Με πολιτικά και κοινωνικά θέματα ασχολείσαι;

Είμαι δυστυχώς αμόρφωτος σε αυτά, μάλλον από αδυναμία παρά από πεποίθηση. Μπορώ να ενδιαφερθώ για τον στενό μου κύκλο, το υπόλοιπο όμως μου φαίνεται αρκετά περίπλοκο και θεωρώ πως υπάρχουν πιο λαμπρά μυαλά από μένα. Θα απαντούσα σε όλα τα ζητήματα συναισθηματικά, αυτό ξέρω να κάνω, δεν μπορώ να τα βάλω στη μεγάλη εικόνα. Δεν με γοητεύει το πλαίσιο της κομματικοποίησης.

Οι περσινές κινητοποιήσεις των σπουδαστών και των καλλιτεχνών για το προεδρικό διάταγμα τι σκέψεις σου δημιούργησαν;

Ηταν πολύ συγκινητικό και αγαπησιάρικο, αλλά πρόκειται για περίπλοκο ζήτημα. Ελπίζω να μην τελείωσε άδοξα. Ξεκινήσαμε από το εκπαιδευτικό κομμάτι και το τι σημαίνει καλλιτεχνικές σπουδές. Εμένα προσωπικά δεν με νοιάζει να αναγνωριστεί ηθικά ο καλλιτέχνης από την πολιτεία. Δεν θεωρώ ότι είμαι κάτι παραπάνω από έναν άνθρωπο που φτιάχνει παπούτσια. Υπάρχει όμως το αξιοκρατικό και το εργασιακό θέμα. Αυτό με καίει και αφορά περισσότερο τους ανθρώπους που αγαπάω και είναι αδικημένοι μισθολογικά. Το πρόβλημα είναι βαθύ. Πρακτικά το ζήτημα της συλλογικής σύμβασης είναι πιο σημαντικό για έναν ενεργό ηθοποιό από τις σπουδές. Τα δικαιώματά μας –είτε έχουμε σπουδάσει είτε όχι– θα έπρεπε να είναι δεδομένα και αυτό δεν έχει θεσμοθετηθεί ποτέ.

INFO
Θέατρο Σημείο, από 15 Ιανουαρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00