Γιάννης Νιάρρος: «Να ακουστεί εκεί και το όνοµα Κώστας στην Επίδαυρο, όχι µόνο Ξέρξης» – Συνέντευξη στο Docville

Γιάννης Νιάρρος: «Να ακουστεί εκεί και το όνοµα Κώστας στην Επίδαυρο, όχι µόνο Ξέρξης» – Συνέντευξη στο Docville
Ο Γιάννης Νιάρρος (© Γιάννης Παναγόπουλος/Eurokinissi)

Ο Γιάννης Νιάρρος είναι ένας από τους πλέον πετυχηµένους ηθοποιούς της γενιάς του. Λίγο µπλαζέ, λίγο αιρετικός, πολύ δουλευταράς, πολύ ταλαντούχος – εάν δεχτούµε τη µεταφυσική διάσταση του ταλέντου. Στα 30 του έχει ήδη παίξει δίπλα σε σηµαντικούς σκηνοθέτες σε παραστάσεις που έχουν συζητηθεί, έχει βραβευτεί και έχει καταφέρει να γίνει «όνοµα» χωρίς να έχει παίξει σε καµία τηλεοπτική σειρά.

Υστερα από µια χρονιά µε αλλεπάλληλα sold out επανέρχεται και φέτος επί σκηνής µε τους «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή. Ταυτόχρονα ετοιµάζει το µιούζικαλ «Σπιρτόκουτο», βασισµένο στην ταινία του Γιάννη Οικονοµίδη, που θα ανέβει τον Νοέµβριο στη Στέγη του Ιδρύµατος Ωνάση.

Οι «Παίχτες» του Γκόγκολ σε πρώτο επίπεδο είναι µια ιστορία για τον τζόγο, αλλά ο συγγραφέας εµβαθύνει στην ανθρώπινη αλαζονεία, τη στρεβλή κτητικότητα, την απληστία. Πώς έχετε προσεγγίσει το έργο;

Καταρχάς ο ρόλος µου είναι ένας πρώτης τάξης απατεώνας, πολύ έξυπνος, πολύ χειριστικός, σχεδόν άφυλος, χωρίς συναισθήµατα και δαιµονικός. Στο κέντρο της παράστασης έχουµε βάλει, εκτός από τη χαρτοπαιξία, την απατεωνιά και τον ανταγωνισµό σε όλα τα επίπεδα. Μιλάµε για αντρικό ανταγωνισµό που εκφράζεται πολιτικά, ερωτικά µέχρι και από το πώς ψήνει ο καθένας την µπριζόλα το Πάσχα. Και καταλήγει να γίνει αυτοσκοπός και εφιαλτικός. Εχουµε προσπαθήσει να θίξουµε έντονα το θέµα της τοξικής αρρενωπότητας.

Ολες αυτές οι λέξεις που είπες είναι χαρακτηριστικά των αντρών – όπως στρεβλά πια τους αντιλαµβανόµαστε. Βέβαια η παράστασή µας είναι ταυτόχρονα πολύ ψυχαγωγική, περνάς καλά· θεωρώ ότι αυτό τράβηξε τόσο το κοινό πέρυσι. Είναι µια παράσταση που έδωσε σ’ εµάς ως ηθοποιούς τη δυνατότητα να εξερευνήσουµε τις πιο γελοίες πτυχές της υποκριτικής µας και να µεταπηδάµε από το νουάρ στο χαµερπές, αλλά και στο πιο υψηλό χιούµορ και από εκεί στον ρεαλισµό.

Γιάννης Νιάρρος (© Γιάννης Παναγόπουλος/Eurokinissi)

Μιας και αναφέρθηκες στην τοξική αρρενωπότητα, ποια η θέση σου απέναντι στις έµφυλες διακρίσεις και στην ακραία έκφανσή τους, τις γυναικοκτονίες;

Για τις γυναικοκτονίες δεν µπορώ καν να µιλήσω. Είναι τόσο άγνωστη έννοια στη δική µου προσωπικότητα – είµαι ενάντια σε οποιαδήποτε σωµατική βία. Μπορώ να µιλήσω όµως για το θέµα των δύο φύλων. Πρέπει να υπάρξει υπέρµετρη εκδήλωση αγάπης από τους άντρες προς τις γυναίκες. Να αναγνωρίσουµε ότι έχουµε υπάρξει υπερπρονοµιούχοι και θα υπάρξουµε για πολλά χρόνια ακόµη, δυστυχώς. ∆εν πρέπει να κυνηγήσουµε απλώς την ισότητα αλλά το να υπερνικήσουν οι γυναίκες, να είναι αυτές από πάνω. Βλέπεις για παράδειγµα σε πόσο ελάχιστες σκηνοθέτριες δίνεται η Επίδαυρος. Να τους δοθούν ευκαιρίες ακόµη και εάν χρειαστεί να αδικηθούν άντρες. Προσωπικά νιώθω ότι θέλω να εξιλεωθώ για ό,τι έχει κάνει ο αντρικός πληθυσµός µέχρι σήµερα και µου πήρε χρόνο να το συνειδητοποιήσω.

Το κίνηµα #MeToo πόσο έχει βοηθήσει τον χώρο σας;

Προσωπικά µε βοηθάει να πω ότι δεν θα ανεχτώ ξανά ψυχολογική βία ποτέ. Αφενός γιατί µε παίρνει· δεν µας παίρνει όλους να στηρίξουµε τον εαυτό µας. Υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τη δύναµη να αντιδράσουν. Πλέον ξέρουµε ότι για το έργο αυτών που ήταν ψυχολογικοί βιαστές –µεγάλα ονόµατα, δάσκαλοί µας– επικρατούσε η άποψη ότι ήταν τόσο γαµάτο επειδή είναι τόσο µαλάκες. Όµως και να µην ήταν µαλάκες, καλή θα ήταν η δουλειά τους γιατί ήταν ταλαντούχοι και καυλωµένοι µε το θέατρο. Αλλά η επιτυχία τούς έδωσε µια στρεβλή εξουσία.

Βλέπουµε ηθοποιούς να εξαργυρώνουν την τηλεοπτική τους επιτυχία στο θέατρο – ιδιαίτερα φέτος το καλοκαίρι σχολιάστηκε αρνητικά το φαινόµενο.

Το συζητάµε πολύ µεταξύ µας οι ηθοποιοί. Σε κάποιους/ες συναδέλφους/ισσες που δεν έχουν κάνει πολύ θέατρο όταν τους δίνεται η δηµοσιότητα της τηλεόρασης (άρα και προστιθέµενη αξία) προσφέρονται πιο εύκολα ευκαιρίες στη σκηνή σε σχέση µε άλλους/ες ηθοποιούς. Για παράδειγµα, για να µε δουν 1.000 άνθρωποι πρέπει να παίζω συνεχώς στο θέατρο. Θα παίξεις στην τηλεόραση και µε ένα τρέιλερ θα σε δουν χιλιάδες µέσα σε λίγα λεπτά.

Εσύ ωστόσο έχεις καταφέρει να χτίσεις όνοµα µόνο µέσα από δύσκολες θεατρικές δουλειές.

Εχω παίξει πολύ όµως. Έπαιξα 800 παραστάσεις το «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα». ∆εν πρέπει να σκέφτεσαι πώς σου δόθηκε η ευκαιρία. Εχουν και οι δύο πλευρές το δικαίωµα να χρησιµοποιήσουν το χαρτί που τους δόθηκε. Το πού θα παίξω ή µε ποιον έχει να κάνει µε µπίζνες και τίποτε παραπάνω. Οπότε εάν είσαι καλός µπίζνεσµαν, µπορεί να καταφέρεις να παίξεις και στο Χόλιγουντ.

Σέβοµαι απολύτως την επιλογή σε σχέση µε την καριέρα. Ετσι πρέπει να λειτουργούν αυτοί που θέλουν να κάνουν καριέρα. Το είδαµε το καλοκαίρι· υπήρχαν παιδιά που πήραν την ευκαιρία και την έκαναν κάτι και άλλοι που απλώς τη διεκπεραίωσαν – θεµιτά και τα δύο. Είναι γελοίο να έχουµε προσκολληθεί στα αρχαία κείµενα. Εάν ένας σύγχρονος Ελληνας γράψει ένα καλό έργο, γιατί να αποκλειστεί από την Επίδαυρο; Κάθε ωραία ιστορία είναι διαχρονική. Το sold out της «Αντιγόνης» το καλοκαίρι ήταν λογικό, αφού συνδέεται µε τα πρόσωπα – τα έχεις δει, τα ξέρεις. ∆εν χρειάζεται να κράζουµε ότι δήθεν «έπεσε το επίπεδο στην Επίδαυρο», αλλά να ανεβάσουµε το επίπεδο του θεάτρου. Και να ακουστεί εκεί και το όνοµα Κώστας και όχι µόνο Ξέρξης.

Γιάννης Νιάρρος
(© Γιάννης Παναγόπουλος/Eurokinissi)

Σου εύχοµαι λοιπόν να σκηνοθετήσεις Οικονοµίδη στην Επίδαυρο! Μα, αλήθεια, το «Σπιρτόκουτο» µιούζικαλ;

Το ξέρω, είναι καµένη ιδέα, όλο λάθος (γέλια)! Στις πρόβες όµως βλέπω ότι ναι, γίνεται, µε έναν πολύ παρανοϊκό τρόπο. Με τη µουσική του είχα ξεκινήσει να πειραµατίζοµαι µες στην καραντίνα. ∆εν έχω σπουδάσει µουσική, έχω όµως µελετήσει και παίζω τζαζ πιάνο. ∆εν έχω γράψει µε τη λογική του συνθέτη· γράψαµε από κοινού µε τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο, κάπως συµπληρώνουµε ο ένας τον άλλο, εκείνος ως συνθέτης, εγώ ως ηθοποιός. Στηρίχτηκα στο πώς το τραγούδι µπορεί να έχει τον ίδιο αντίκτυπο µε την πρόζα στην ταινία ή στο θέατρο. Με τόση απλότητα το προσέγγισα. Είχα απίστευτο υλικό· το «Σπιρτόκουτο» γαµάει σαν ταινία δραµατουργικά σε επίπεδο χαρακτήρων.

Είναι εργάρα, από τις πιο ωραίες ελληνικές ταινίες και η καλύτερη του Γιάννη για µένα. Είµαι τυχερός και συγκινούµαι µε τη χειρονοµία του να µου προσφέρει τη δυνατότητα να το σκηνοθετήσω. ∆ουλειά του σκηνοθέτη είναι να συντονίσει µια οµάδα ταλαντούχων ανθρώπων. Αυτό που µε κουράζει είναι τα τηλέφωνα και τα µέιλ. Εάν έλεγα στη µάνα µου ότι κάνω αυτό, θα µου έλεγε «αποκλείεται, έχεις σπάσει το κινητό σου». Η ώρα της πρόβας είναι πανεύκολη. Και ειδικά όταν έχεις γαµώ τους ηθοποιούς και καλούς ανθρώπους – είναι το πιο ωραίο και εύκολο. Άλλωστε είναι πιο καυλωτικό να ασχολείσαι µε τους άλλους αντί µε τον εαυτό σου.Εντέλει είναι και πιο µεγάλο και πιο συγκινητικό.

∆εν φοβήθηκες στην πρώτη σου σκηνοθετική προσπάθεια να αναµετρηθείς µε µια τόσο εµβληµατική ιστορία;

Με τον φόβο µπαίνω σε καύλα. Όπως όταν µου πρότειναν να παίξω το αυτιστικό παιδί στο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα µεσάνυχτα» και είπα: «∆εν µπορώ να το κάνω, θα είµαι χάλια». «Ναι, αλλά εάν προσπαθούσες λίγο;». Και προσπαθώ µέχρι τη στιγµή της απόλυτης επιτυχίας ή αποτυχίας.

INF0

Οι «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, θα παίζονται από τις 12 Οκτωβρίου στο θέατρο Κιβωτός

Documento Newsletter