Ο δημοφιλής ηθοποιός μιλάει για τη ζωή και το θέατρο χωρίς να μασάει τα λόγια του.
«∆εν θα µου κόψεις τα βρισίδια στη συνέντευξη, έτσι; Ετσι µιλάω εγώ και παίρνω την ευθύνη γι’ αυτά που λέω» µου λέει ο Γιάννης Μποσταντζόγλου τη στιγµή που αποχαιρετιόµαστε έπειτα από µια συνάντηση ωρών. Βρισκόµαστε µε αφορµή την κυκλοφορία του θεατρικού του µονολόγου «Το τηλεφώνηµα» (εκδόσεις Αγγελάκη), που αποτελεί το συναισθηµατικό παραλήρηµα ενός άντρα ο οποίος κάνει την τελευταία του επίσκεψη σε έναν κόσµο που πλέον κλείνει τον κύκλο του. Ο Γ. Μποσταντζόγλου γράφει εδώ και χρόνια: θεατρικά έργα, µυθιστορήµατα, ποιήµατα. Λέει χαρακτηριστικά ότι αν δεν βρει εκδότη να κυκλοφορήσει τα ποιήµατά του, θα τα τυπώσει, θα τα κολλήσει πάνω σε µπαλόνια µε ήλιον και θα τα απελευθερώσει ώστε να σκορπίσουν σε όλη την πόλη.
Η κουβέντα ξεκινά µε µια ανάµνησή του από την εποχή που ο πατέρας του, Μέντης Μποσταντζόγλου, εργαζόταν για την εφηµερίδα «Αυγή». «Εγώ ήµουν παιδάκι 7-8 χρόνων, εκείνος σαραντάρης και µε έπαιρνε για βόλτα να πάµε να δώσουµε το κείµενο ή τη γελοιογραφία του στην εφηµερίδα. Και θυµάµαι, επειδή πολλές φορές έθιγε πρόσωπα και καταστάσεις, όπως ο Καραµανλής και η ΕΡΕ, δεν του τα δηµοσίευαν. Ο µπαµπάς πληρωνόταν µε το κοµµάτι. ∆ηλαδή σκοτωνόταν µια βδοµάδα –γιατί καθόταν πολύ και τα σκεφτόταν, παιδευόταν, έσβηνε έγραφε, έκανε έδινε– και όταν το πηγαίναµε και του έλεγαν ότι δεν θα το βάλουν στην εφηµερίδα έπεφτε σε µαύρη θλίψη. Τον ρωτούσα τι συνέβη και µου έλεγε: “Την άλλη φορά, αγάπη µου, δεν θα έχουµε να φάµε αυτήν τη βδοµάδα”. Κυριολεκτικά µεροδούλι µεροφάι».
Βλέποντας σήµερα τα έργα του Μποστ, είναι δύσκολο για κάποιον που δεν γνωρίζει να φανταστεί αυτό που περνούσε η οικογένειά σου.
Και δεν θα µπεις εύκολα σε εκείνη την εποχή έχοντας το ντεσαβαντάζ της απόστασης των 60 χρόνων. ∆εν καταλαβαίνεις τι γινόταν τότε. Ξέρεις τι ήταν η ΕΡΕ; Μας παρακολουθούσαν, µας πλακώναν, µας πηγαίναν στα τµήµατα. Ηµασταν παιδάκια και παίζαµε κι ερχόντουσαν και µας πλακώναν κάθε µέρα. Την περίοδο της χούντας µπήκαν στο σπίτι και πλακώσαν τη µάνα µου στα χαστούκια, της πήρανε αρχείο του µπαµπά που είχαµε.
Αρχείο µε έργα του;
Ναι. Κράταγε τα σκίτσα του, αυτά που παίρναµε αφού τυπώνονταν. Αλλα τα κρατούσαν οι δηµοσιογράφοι, άλλα οι λινοτύπες. Είχαµε τότε κι έναν πίνακα που είχε φτιάξει ο πατέρας µου αφιερωµένο στον Ηλία Ηλιού που ήταν τότε στην Ε∆Α – τον πήρανε κι αυτόν. Τον είχαµε σπίτι γιατί του τον είχε δώσει ο κύριος Ηλίας να διορθώσει κάτι – έγραφε «ο προφήτης Ηλιού κατεβαίνον µε το άρµα». Τι κοµµουνιστικό βρήκαν σε αυτό οι µαλάκες, οι ανεγκέφαλοι, µπορείς να µου πεις; Ο πίνακας βρέθηκε έπειτα από χρόνια – βοήθησαν διάφοροι να βρεθεί λόγω του Ηλιού. Τα δικά µας χάθηκαν και νοµίζω ότι τα είχε ένας που έβγαζε ένα κάπως χουντικό έντυπο. Κάποια στιγµή που άρχισα να µαζεύω αυτά τα πράγµατα του µπαµπά, µου είπαν ότι αυτός είχε πάνω από 800 τέτοια στο ίδρυµά του. Μπορεί να ήταν αυτά που είχαν πάρει οι µπάτσοι. Τον βρήκαµε και τον πήραµε τηλέφωνο να µας τα δώσει για µια εκδήλωση που θα έκανε η «Βαβέλ». Κι ενώ συµφωνήσαµε, δύο µέρες πριν µας είπε ότι δεν θα τα έδινε.
Πώς βίωσες την αρπαγή των έργων του πατέρα σου;
Νιώθω σαν να έχουν κλέψει ένα κοµµάτι από τον µπαµπά µου, από τη µαµά µου, από την οικογένεια. Οταν έµαθα ότι µπήκε µέσα αυτός ο ρουφιάνος που ήταν στο τµήµα της Πλάκας και χαστούκισε τη µαµά µου ήθελα να πάω να τον σκοτώσω. Τότε ήµουν και νταβραντισµένο παιδί, κάναµε σπορ µε τον αδερφό µου.
Ποιοι έµπαιναν στο σπίτι σας τότε;
Καλλιτέχνες, πάρα πολλοί καλλιτέχνες και δηµοσιογράφοι. Από τότε που ήµουν παιδάκι µέχρι που πέθανε ο µπαµπάς µου. Ηταν πολύ φίλος µε τον Μίκη Θεοδωράκη· µέναµε στα εκατό µέτρα τότε. Ερχονταν επίσης ο Φλωράκης, ο Σικελιώτης, ο Ιωάννου, ο Κοντός, ο Λουντέµης, ο Μαρκόπουλος, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Λογό, ο Ηλίας Σκουλάς, ο Λουκιανός και η Αννα, ο Μητρόπουλος και ο Κυρ ήταν πολύ φίλοι του µπαµπά. Ερχόταν και όλη η οµάδα του Κουν, από όπου αργότερα έφυγα κακήν κακώς. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω τον Πάρι Τακόπουλο – ήταν δεξιός αλλά από αυτούς που λέµε τόσο φωτισµένος δεξιός που τον είχα για πρότυπο. Οµως ήταν άλλες εποχές. Πλέον υπάρχει µεγάλη ευτέλεια, µεγάλη διαολιά, έχουν αλλάξει τα πράγµατα. Το ότι δηλώνει δηµόσιο πρόσωπο και δηµοσιογράφος ο Φουρθιώτης ξεπερνάει την όποια καλλιτεχνική µου αντίληψη περί χάους. Πάντα γίνονταν µαλακίες, αλλά όχι σε αυτό τον βαθµό.
Γιατί πιστεύεις ότι αναδεικνύονται τέτοιες προσωπικότητες;
Εχουµε αφεθεί πια, δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχουν αξίες. ∆εν το λέω χριστιανογεροντικά, αλλά, ρε παιδί µου, πρέπει να σέβεσαι τον άλλο, να λες δεν τον πειράζω αν δεν µε πειράξει. ∆εν έχει κρατήµατα πια ο κόσµος. Ολα ξεκινάν από την παιδεία, αυτή σου διαµορφώνει µια ηθική, µια αισθητική. Ας µην το κάνουµε νοµενκλατουρίστικο. ∆εν λέω να γίνεις διανοούµενος. Βλέπεις έναν λαϊκό άνθρωπο και σέβεται και φτιάχνει το σπιτάκι του και είναι µερακλής. Αυτός είναι ο καλός καγαθός κατ’ εµέ. Τι νόηµα έχει να είσαι του Χάρβαρντ και να είσαι µαλάκας και να περιφέρεις τον κυνισµό και την αναλγησία σου;
Ναι, αλλά έτσι δεν εξιδανικεύουµε τον λαϊκό άνθρωπο;
Κι αυτός µπάζει. Εµένα µε γονατίζουν κάποια πράγµατα όπως αυτό που συνέβη στην Κάρπαθο. Ενα παιδι ήταν γκέι· και τι έγινε; Αλλά ένας κουτσοµπολοµαλάκας το έβγαλε παραέξω, το είδε ο µπαµπάς του που πίστεψε ότι τον έκανε ρεζίλι στον κύκλο του και αυτοκτόνησε. Ολα αυτά όµως είναι θέµα παιδείας πάλι. Αν ήταν πιο ισχυρός αυτός µέσα του, θα έλεγε «τι σας νοιάζει τι κάνει ο γιος µου, κάντε παραπέρα». Γιατί να πεθάνει;
Αυτά πάντως δεν συµβαίνουν µόνο τώρα.
Πάντα υπήρχαν οι τζάµπα µάγκες. Ολα αυτά υπήρχαν αλλά κάποτε κρατούσαν και λίγο τα προσχήµατα. Υπήρχε κι ένας φόβος, µια κρυψίνοια κάποιες φορές αδικαιολόγητη. Τώρα είναι λίγο στο φως. Τώρα είναι πιο εύκολο να ξεµπροστιάζεις πράγµατα. Βλέπω τις ειδήσεις και λένε πώς παντρεύτηκε ο Μαυρίκιος Μαυρικίου. Τη στιγµή που είναι έτοιµος να µπει ο Τούρκος µέσα και να γίνει χαµός, τη στιγµή που έχουµε χρέη, γιατί πρέπει να µε απασχολεί αυτός ο άνθρωπος; Καλά να είναι, αλλά γιατί να µε απασχολούν µε το τι κάνει και τι λέει. Τα παιδιά που βλέπεις εδώ γύρω µας και πίνουν καφέ όταν γαλουχηθούν µε αυτά, πώς θα έχουν γίνει στα τριάντα; Πέντε µαλακιστήρια που το µόνο που θα τους νοιάζει θα είναι να πάρουν ένα αµάξι να στουκάρουν στον τοίχο, να πάρουν µια µυτιά, να κουβαλάνε πάνω τους κουµπούρια. Ο πολιτισµός των τράπερ, δηλαδή µηδενισµός, κυνισµός, ρατσισµός. Είναι η δόξα του µαλάκα. ∆εν θέλω να κάνω τον τιµητή… απλές σκέψεις είναι.
Μήπως ζούµε σε έναν κόσµο που τρέχει πολύ γρήγορα;
Σίγουρα. Και δεν έχουν χρόνο να διυλίσουν τα πράγµατα, δεν τα βιώνουν. Εγώ υπήρξα κάκιστος µαθητής γιατί ήµουν άτακτος, δεν ήµουν αδιάφορος. Εµεινα δύο φορές στην ίδια τάξη, σταµάτησα στην πέµπτη γυµνασίου. Ηµουν το µαύρο πρόβατο της οικογένειάς µου. Ελεγε ο πατέρας µου: «Τέλειωσε, παιδί µου, το σχολείο να µπορείς κάπου να πας». Ο µπαµπάς µου ήταν πολύ καλλιεργηµένο άτοµο και ο αδερφός µου και η µαµά µου το ίδιο – εγώ ήµουν ο µαλάκας της υπόθεσης. Αλλά διάβαζα µόνος µου. ∆εν λέω ότι ήµουν ο αναλυτής του Λόρκα και του Απολινέρ, αλλά ψαχνόµουν, είχα ενδιαφέροντα.
Ο Κάρολος Κουν ήταν φίλος του πατέρα σου;
Ηταν του περιβάλλοντος.
Πώς τον θυµάσαι;
Μάγκας ήταν αλλά ποδηγετούσε όλο το από κάτω σύστηµα. Με την προσωπικότητά του εννοώ, όχι ότι έκανε τίποτε περίεργο. Ο αντ’ αυτού ήταν ο Λαζάνης. Αυτός που ήταν εξαιρετικός άνθρωπος ήταν ο Μήτσος Χατζηµάρκος.
Μου είπες πριν ότι από το Θέατρο Τέχνης έφυγες κακήν κακώς. Γιατί;
Νέα ηθοποιάκια ήµασταν και πήγαµε να παίξουµε στην «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη ένα καλοκαίρι για να δούµε πώς γυρίζεται µια ταινία. Και µας έδιωξαν όλους µαζί. Με ένα τηλεφώνηµα του Λαζάνη που είπε «τι µου κάνετε, ρε µαλάκες; Μην τολµήσετε να ξαναπατήσετε στο θέατρο». Τέτοιου επιπέδου ήταν η φασίζουσα επιρροή. Πήγαµε όλοι µετά στον Πέλο Κατσέλη που ήταν οικογενειακό το κλίµα – αυτός και η γυναίκα του η κυρία Αλέκα µας είχαν σαν παιδιά τους. Αυτοί µετράγανε, ήταν του Εθνικού. Ελεγε η κυρία Αλέκα: «Κάνεις ένα δύο τρία, γονατίζεις κάνεις έτσι και λες αυτό στον εξάγγελο». Μου ’φυγε ο κώλος. Εµάς στον Κουν µας έδιναν ένα κείµενο χωρίς να µας πουν τι ήταν, ξεκινάγαµε να διαβάζουµε και ακουγόταν ο Κουν από πάνω να φωνάζει: «Παίζεεε». Ο ένας ήταν «βούτα µε το κεφάλι» και ο άλλος ήταν όλα µετρηµένα µην τυχόν και φύγει κάνας πόντος. Εκανα ένα εξάµηνο να σηκωθώ να παίξω. Αυτά στα νιάτα µας, τώρα τα έχω αποµυθοποιήσει όλα. Ακούω να λένε «αυτός πήρε το βραβείο Χορν, αυτή πήρε το Μερκούρη, εκείνη το Παξινού». Βλέπω στοιχεία, αλλά αυτά τα παιδάκια δεν µπορούν µε τίποτε να συναγωνιστούν αυτούς που ήταν τότε πρωταγωνιστές στο Εθνικό ή στον Κουν.
Πας στο θέατρο, βλέπεις νεότερους συναδέλφους;
∆εν πάω πια θέατρο, δεν θέλω να παίζω, δεν θέλω να συµµετέχω. Γίνοµαι λίγο µισάνθρωπος, αλλά θα σου εξηγήσω. Χτες, προχτές πήγα και είδα µια ωραία παράσταση και έλεγα του Γιάννη Καλαβριανού που είναι ο σκηνοθέτης «ξέρεις πόσο καιρό έχω να δω κάτι που έχει αρχή, µέση και τέλος»; Πάω να δω π.χ. ένα έργο του µπαµπά µου, σιχαίνοµαι και φεύγω. Πάω να δω έναν Αριστοφάνη και δεν καταλαβαίνω την ιστορία. Λέει, θα σας παίξουµε τον Αριστοφάνη µε βατραχοπέδιλα και εγώ λέω στ’ αρχίδια µου, µπορείς να µου παίξεις τον Αριστοφάνη να καταλάβω κάτι; ∆ώσε µου καθαρά να καταλάβω τι λέει ο Αριστοφάνης, δεν είσαι σηµαντικότερος από τον Αριστοφάνη εσύ. Πάω και βλέπω κάτι αίσχη, δεν θέλω πια να βλέπω. ∆εν µπορώ να ψάχνω να βρω εκατό παραστάσεις για να βρω ένα καλό παίξιµο ή ένα ωραίο σκηνικάκι. Θα το χάσω, δεν πειράζει. Γιατί πρέπει να χάσω ώρα και να βγω από την αίθουσα και να µην ξέρω τι να πω; Εκεί να δεις, περιµένει ο άλλος µια κουβέντα, τι να πω; Ανάθεµα την ώρα που ’ρθα να σε δω; Και αναγκάζοµαι και λέω «καλή η προσπάθεια, συνεχίστε, να ’στε καλά». «Θα µας σκίσετε εµάς τους παλιούς κ.λπ.». Εκεί το παίζω Γεραπετρίτης κι εγώ· άλλα λέω, άλλα εννοώ κι άλλα κάνω.
Από τον Κουν και τον Κατσέλη πώς πέρασες στον ∆αλιανίδη;
Λες τώρα για το «Βασικά καλησπέρα σας». Αυτή η µαλακία είναι η πιο πολυπαιγµένη νεοελληνική ταινία. Σου ορκίζοµαι, δεν την έχω δει. Είναι 40 χρόνια ταινία. Μόνο αποσπάσµατα έχω δει. Να κάτσω εγώ να δω ταινία που παίζω; Ούτε τα καλά µου βλέπω ούτε τα κακά µου.
Γιατί;
Καθόµουν στην αρχή και έλεγα θα τα φυλάξω κ.λπ. Τότε µαζεύαµε κασέτες. Μάζεψα πολλές, παίζαµε σε 50–100 επεισόδια σε κάθε σίριαλ. Κάποια στιγµή λέω δεν χωράνε στο σπίτι µου και αποφάσισα να τα σβήσω. ∆εν είµαι τόσο µαταιόδοξος να τα φυλάω για να τα δω στα γεράµατα.
∆εν είναι µόνο η µαταιοδοξία, ίσως κάποιοι να τα βλέπουν για να εντοπίσουν και λάθη.
Ειδικά στο θέατρο δεν µπορείς να διορθώσεις τα λάθη µε αυτό τον τρόπο. ∆εν προλαβαίνει να επεξεργαστεί ο εγκέφαλος τι έκανα εγώ 50 χρόνια πίσω για να το διορθώσω. Το θεωρώ λίγο µπλοφάκι αυτό. Αυτά τα λένε διάφοροι µανιαµούνιες του θεάτρου.
Σου έχει τύχει να παίζεις κωµωδία στο θέατρο και από κάτω να µη γελάει ο κόσµος;
Πολλές φορές.
Τι κάνεις εκεί;
Παθαίνεις κολούµπρα, αλλά δεν διορθώνεται αυτό. Πρέπει να διατηρήσεις την ψυχραιµία σου και να συνεχίσεις αυτά που έχεις συµφωνήσει µε τον σκηνοθέτη σου. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι συγκρατηµένος, να µην κάνει εξυπνάδες.
Γιατί δεν παίζεις στην τηλεόραση αυτή την εποχή;
Γιατί αυτά που µου προτείνουν να κάνω τα έχω κάνει 1.500 φορές, τι νόηµα έχει να τα κάνω 1.501;
Πώς θέλεις να σε θυµάται ο κόσµος;
Αυτό που θέλω είναι να µε θυµούνται ως δίκαιο άνθρωπο. ∆εν µε ενδιαφέρει να πουν ότι υπήρξα ογκόλιθος της τέχνης, διότι δεν υπήρξα.
INF0
Το βιβλίο «Το τηλεφώνημα» του Γιάννη Μποσταντζόγλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη