Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης μιλάει στο Documento για τέχνη και καλλιτέχνες, αναφέρεται στην επικαιρότητα του Αριστοφάνη και δεν ξεχνάει την Αριστερά και τον κινηματικό της χαρακτήρα.
Ο Γιάννης Μπέζος είχε εµφανιστεί λίγο νωρίτερα στο ραντεβού µας σε καφέ των Εξαρχείων. Με βερµούδα, φρεσκοξυρισµένος, ευγενής, λαϊκός και καθόλου σνοµπ. Αφορµή για τη συνάντηση ήταν οι «Θεσµοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη που σκηνοθετεί και περιοδεύουν σε όλη τη χώρα µε µια εκλεκτή οµάδα συναδέλφων του: τον Βλαδίµηρο Κυριακίδη, τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, τον Λαέρτη Μαλκότση, τη Νίκη Σερέτη κ.ά. Ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1980, όταν ο Γιάννης Μπέζος έκανε µεγάλες επιτυχίες µε έργα του πατέρα της αρχαίας κωµωδίας, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Σας ενδιέφερε η βελτίωσή σας ως ανθρώπου ή ως καλλιτέχνη µες στα χρόνια;
Αυτά τα δύο είναι πολύ κοντά και συχνά, ως αποτέλεσµα, είναι πολύ µακριά. Εµείς που ασχολούµαστε µε την υποκριτική πρέπει να είµαστε ασκηµένοι σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά µας, τι γράµµατα µαθαίνουµε, πώς πολιτευόµαστε, πώς µιλάµε ιδιωτικά και πώς δηµόσια, τι είδους σχέσεις έχουµε µε την οικογένειά µας –πολύ σηµαντικό αυτό– και κυρίως πώς γινόµαστε µέσα µας καλύτεροι, πιο υποµονετικοί, λιγότερο εκρηκτικοί, πράγµατα δηλαδή που εγώ τα έκανα στον εαυτό µου.
Αποτελεί η τέχνη την ασφαλιστική δικλίδα σας;
Τώρα πια, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν µπορώ να διανοηθώ τον εαυτό µου έξω από αυτό· εποµένως ναι. ∆εν είναι υποχρεωτικά το καταφύγιό µου η τέχνη, αλλά ένας χώρος που εκεί µπορείς να ανθίσεις, να σκεφτείς και να πυροδοτήσεις τη φαντασία σου. Εµείς έχουµε κι ένα άλλο προτέρηµα: µπορούµε να βρισκόµαστε µε νεότερους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν τον ενθουσιασµό και –κακά τα ψέµατα– το µέλλον. Από αυτό προσπαθώ να «κλέψω» πράγµατα. ∆εν µε ενδιαφέρουν οι απόψεις όσο ο ενθουσιασµός τους.
Οταν, βέβαια, είστε στο τιµόνι µιας παράστασης.
Οχι µόνο εκεί, µιλάω και για τις κοινωνικές σχέσεις. Το να µπορείς να συνοµιλείς µε νεότερους για διάφορα θέµατα ήταν κάτι που ανέκαθεν επιδίωκα. Οι νέοι, ξέρετε, στοιχηµατίζουν µε τον εαυτό τους πολλές φορές, όσο κι αν τους κατηγορούµε και τους θεωρούµε επιπόλαιους. Οι νέοι πρέπει να είναι επιπόλαιοι για να δηµιουργήσουν. Ετσι δηµιουργείται ο πολιτισµός, πώς αλλιώς; Ενα ποτάµι είναι που τρέχει και κουβαλάει όλα τα πράγµατα µέσα. Η τέχνη είναι για µένα ασφάλεια, αλλά σε καµία περίπτωση δεν αποτελεί υποκατάστατο της ζωής.
Χαρακτηρίσατε π.χ. κάπως τον Τσιτσάνη πρόσφατα. Είναι µια δική σας άποψη, πού το κακό;
Μα τον γνώρισα! Είναι στη φύση των ανθρώπων να ενοχλούνται και στο διαδίκτυο υπάρχει µια φυλή που την έχει στήσει και περιµένει πότε θα βγει µε τις καραµπίνες. Είναι µες στο παιχνίδι κι αυτό (γέλια).
∆εν σας πτοεί.
Καθόλου. ∆εν τα πολυπαρακολουθώ, από σας τ’ ακούω τώρα που τα συζητάµε. ∆εν µε ενδιαφέρει και δεν νοµίζω ότι µετράνε πολύ. Αλλα πράγµατα µετράνε· το έργο σου, όχι τι λες. Αυτό µε τον Τσιτσάνη το είπα µιλώντας περί λαϊκότητας. Λαϊκός ήταν κι ο Τσάρλι Τσάπλιν – αυτός κι αν ήταν σνοµπ! Θέλω να πω ότι δεν σηµαίνει κάτι αυτό όταν υπάρχουν άνθρωποι πολύ κοντά στο κοινό οι οποίοι δεν είναι καθόλου λαϊκοί. Είναι απλώς λαϊκιστές που υπηρετούν το θέαµα και όχι το θέατρο. Εµένα δεν µε ενδιαφέρει, το αναγνωρίζω όµως σαν κοµµάτι του παιχνιδιού.
Υπάρχει κάτι που σας φοβίζει;
Η ανηµποριά και η πνευµατική ανεπάρκεια. ∆εν θέλω να µου συµβούν και µε στενοχωρεί πολύ όταν τις βλέπω σε κοντινούς µου ανθρώπους. Τίποτε άλλο δεν µε φοβίζει, ούτε ο θάνατος ούτε οι άνθρωποι τώρα πια. Κάποτε µε στενοχωρούσε πολύ η ηλιθιότητα των ανθρώπων, επειδή όµως έχω ηττηθεί κατά κράτος επ’ αυτού δεν µ’ ενοχλεί τώρα πια (γέλια).
Αγαπάτε τους Ελληνες µε όλα τα ελαττώµατά τους;
Φυσικά. Οι Ελληνες είναι λαός που προϋπήρξε του σουρεαλισµού, όπως είχε πει και ο Αντρέ Μπρετόν. Είµαστε ικανοί για πολλά, έχουµε την ευλογία να ζούµε στον τόπο αυτό αλλά και την κατάρα, διότι µε το κλίµα αυτό, τις µυρωδιές της φύσης και τα τοπία πέφτουµε σε ραθυµία. Εχουµε κι αυτό το φως το φοβερό, όπου οχτώ µήνες τον χρόνο καθόµαστε έξω. ∆εν χρειάζεται κάτι άλλο. Γενικά είµαστε λαός µε µεγάλα προτερήµατα και τα µεγαλύτερα ελαττώµατά µας είναι η άγνοια και η διαστρέβλωση της ιστορίας µας. Ο,τι θέλει ο καθένας λέει. Οταν δεν γνωρίζεις κάτι το φοβάσαι και µετά σου φταίνε όλοι οι άλλοι. Πρέπει να έρθουµε σε επαφή µε το παρελθόν µας, όχι µε τα σύµβολα αλλά µε την ουσία. Κι όταν σπάσει ένα κοµµάτι µε το παρελθόν σου το βλέπεις µπροστά σου κάποια στιγµή.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ανεβάζετε Αριστοφάνη τώρα.
Αµα διαβάσεις τις «Θεσµοφοριάζουσες», αναρωτιέσαι αν γράφτηκε τώρα το έργο. Αν λάβουµε υπόψη και ότι όλα έγιναν εδώ, λίγο πιο κάτω, είναι εντυπωσιακό. Και η συµπεριφορά των αντρών και των γυναικών. Γιατί, όπως ξέρετε, αυτή είναι µια από τις τρεις γυναικείες κωµωδίες, µετά τη «Λυσιστράτη» και τις «Εκκλησιάζουσες», που σχετίζεται µε τη θέση των γυναικών στην αρχαία Αθήνα, οι οποίες µπορεί να µην είχαν πολιτικά δικαιώµατα, είχαν όµως λόγο. Ο λόγος τους δεν διαφέρει απ’ τον σηµερινό, ανακατεύονταν µε όλα, και στα πολιτικά και στα οικογενειακά τους. Μιλούσαν. Ο Αριστοφάνης το θέτει πολύ έντεχνα, σαν να είναι µια οικογένεια όλες και όλοι µεταξύ τους. Οπως κι εµείς σήµερα, που κάποιος θα έλεγε «όλη µέρα σκοτώνονται και το βράδυ είναι µονιασµένοι» (γέλια). Είναι και µια κατάθεση χρονολογική, γιατί η Αθήνα ήταν σε πολιτική ύφεση και πτώση µε πολλά προβλήµατα να ανθίζουν. Οι Πέρσες π.χ. ήταν οι µεγάλοι µας αντίπαλοι, αλλά και οι στενοί οικονοµικοί µας σύµµαχοι. Κάποια στιγµή οι Αθηναίοι ζούσαν µε τα λεφτά των Περσών. Πάρτε σήµερα τα µνηµόνια και όλα αυτά· το ίδιο πράγµα είναι, υπάρχει µια αντιστοιχία.
Σε σχέση µε το εξωτερικό, εκεί είναι λίγο καλύτερες οι συνθήκες διαβίωσης;
Αυτό είναι αλήθεια, µα δεν φτάνει µόνο αυτό. Βλέπω και πάλι ανθρώπους πιο εύπορους να έχουν τα ίδια προβλήµατα. Το κλίµα που ζούµε, πανδηµίες, πόλεµοι, ακρίβεια, δηµιουργεί έναν πανικό στους ανθρώπους και δεν είναι τυχαία η στροφή στη συντήρηση. ∆εν γίνανε ξαφνικά οι άνθρωποι δεξιοί ή συντηρητικοί, απλώς στα δύσκολα πας πάντα προς τα πίσω, στη µήτρα.
Στην ασφάλεια δηλαδή.
Αυτό! Μεγάλη κουβέντα! Και νοµίζεις ότι η ασφάλεια θα σε θεραπεύσει, ενώ το αντίδοτο είναι η κίνηση. Λειτουργείς επιθετικά, αλλά ο κόσµος δεν το καταλαβαίνει και δεν έχει το κουράγιο να το κάνει. Είδαµε στην Ευρώπη αποκλίσεις προς τη συντήρηση. Ε δεν τρελάθηκε ξαφνικά ο κόσµος, υπάρχει ένας λόγος που έγινε.
Αλήθεια, πώς µπορεί ο Μπέζος να σηκώσει το βάρος µιας αποτυχίας;
Εχω κάνει αποτυχίες, όχι καραµπινάτες, που είχαν λόγο. Με δίδαξαν πολλά, διότι έγιναν από λάθος χρόνο, επιλογές συνεργατών και ευθύνες δικές µου.
Το ταµείο πόσο σας απασχολεί, κ. Μπέζο;
Πολύ! Με απασχολεί διότι οι παραγωγές πρέπει να ζουν από το ταµείο δίχως εκπτώσεις. Πρέπει να έχουµε πάντα κατά νου ότι απευθυνόµαστε σε κόσµο και ιδίως όταν παίζουµε σε µεγάλα θέατρα. Είναι δική µας ευθύνη να βρούµε τρόπο να επικοινωνήσουµε µε τους ανθρώπους. Είµαι κατά των κρατικοδίαιτων, των µονίµως µε τη χερούκλα απλωµένη. Με ενοχλεί πολύ επίσης όταν καλλιτέχνες κρατικοδίαιτοι επί σειρά ετών µετά βρίζουν και το κράτος. Οξύµωρο, αστείο και απάτη είναι. Σαν να είµαι στα υπουργεία και να τα παίρνω και µετά να βρίζω γενικά και αόριστα και να είµαι και αντισυστηµικός! ∆εν είναι σοβαρά πράγµατα αυτά! Πιστεύω ότι οι επιχορηγήσεις πρέπει να υπάρχουν –δεν µιλάω για τα κρατικά θέατρα– και να απευθύνονται σε νέους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν τα οικονοµικά εφόδια, να δοκιµάζονται τουλάχιστον για µια διετία τριετία και µετά να εναλλάσσονται. Ερευνητικό πρόσηµο πρέπει να έχουν οι επιχορηγήσεις, δεν µπορεί να είσαι σαράντα χρόνια επιχορηγούµενος! Οι νέοι άνθρωποι να επιχορηγούνται, όχι εγώ. Αυτά είναι αστειότητες.
Λένε πως οι καλύτεροι τραγουδιστές είναι οι ηθοποιοί.
Ναι, γιατί τραγουδούν τον στίχο οι ηθοποιοί, δεν κάνουν φωνητική καριέρα. Η Γαλάνη µου είχε πει πως οι ηθοποιοί τραγουδούν καλύτερα από τον οποιοδήποτε τραγουδιστή επειδή τραγουδούν τον στίχο. Ισχύει. Η µελωδία υπάρχει, εγώ όµως δεν τα ισοπεδώνω τα τραγούδια, δεν κάνω καριέρα, δεν κάνω «στιλ» µέσα από το τραγούδι. Επίσης, το κάνω πιο πολύ για να υπηρετήσω θεατρικές παραστάσεις. Εκανα µαθήµατα, αλλά και η φωνή µου ήταν έτσι από τη φύση της, κανονικού βαρύτονου. Είχα µεγάλες ευκαιρίες για δισκογραφία, µα ήταν κάτι που δεν µε ενδιέφερε.
Προτιµάτε να αφήνεστε στο παρόν, το παρελθόν ή στο τι θα γίνει παρακάτω;
Με το παρελθόν δεν ασχολούµαι καθόλου. Το έχω σαν ένα ωραίο υλικό µέσα στο ντουλάπι. Το παρόν και το µέλλον µε απασχολούν πολύ. Θα προτιµούσα να πατήσω ένα κουµπί και να βρεθώ στο µέλλον παρά στο παρελθόν. Ακούω τους γέρους να λένε «Τι ωραία που ήταν παλιά» και τρελαίνοµαι. Τα νιάτα τους αναπολούν, το χουζούρι τους δηλαδή. Γι’ αυτό και έχω επαφές µε νέους ανθρώπους περισσότερο παρά µε αυτούς της γενιάς µου. ∆εν έχω να πω και πολλά πράγµατα µαζί τους. Ωραία, έγινε κάτι παλιά, πάει, πέρασε, δεν µπορώ να ζω µε αυτό, δεν µ’ αρέσει. Θέλω να πάω µπροστά. Επίσης, δεν «συνοµιλώ» µε τις απώλειές µου. Γίνεται καµιά φορά και δεν το αποφεύγω, αλλά δεν είναι ανάγκη µου.
∆εν σας ρωτάω τώρα την πρόθεση ψήφου σας. Πείτε µου όµως, παραµένετε αριστερός;
Η Αριστερά έχει –και πρέπει να έχει– κινηµατικό χαρακτήρα. Πάντα είχε – κι αυτή είναι η µεγάλη της προσφορά. Της χρωστάµε πάρα πολλά. Οταν πάει να κυβερνήσει τα βρίσκει δύσκολα, γιατί είναι σαν να αντιστρατεύεται τον ίδιο της τον εαυτό. Θα µου πείτε, δεν πρέπει να κυβερνήσει; Φυσικά και πρέπει – και κυβέρνησε µε έναν τρόπο. Το κύτταρό της, ο καρπός της, είναι η κίνηση, όχι η συντήρηση. ∆εν θα πω η αντίδραση, γιατί πρέπει να συνοδεύεται από σκέψη, όχι να λες µόνο όχι σε ό,τι λέει ο άλλος. Κατά τη γνώµη µου κάτι που ξεχνάµε είναι ότι η Αριστερά είναι και ένας τρόπος ζωής στην καθηµερινότητά µας. Ενα άλλο χαρακτηριστικό της Αριστεράς είναι η αναζήτηση. ∆εν µπορεί να είναι αριστεροί κάτι τύποι που κάθονται αποβλακωµένοι και παίζουν τάβλι στα καφενεία, δεν γίνεται αυτό! Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, θα σας έλεγα ότι παραµένω ακροαριστερός (γέλια). Προσέξτε τι τίτλο θα βάλετε στη συνέντευξη!
Παρακολουθείτε τη δίκη Λιγνάδη;
Ελάχιστα. Με στενοχωρούν πάρα πολύ όλα αυτά…
INFO
Περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη (στις οποίες ο ίδιος είναι σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής) πραγματοποιεί ο Γιάννης Μπέζος μαζί με μια ομάδα εκλεκτών συναδέλφων του όπως ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, ο Λαέρτης Μαλκότσης, η Φωτεινή Μπαξεβάνη και η Νίκη Σερέτη