Τα πρόσφατα συνέδρια του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, του ΚΙΝΑΛ και της Ν.Δ. καθιστούν επίκαιρα τα ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων στη σημερινή Ελλάδα.
Στα πλαίσια του ισχύοντος στην Ελλάδα αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος ο λαός, δηλαδή το εκλογικό σώμα, ασκεί την εξουσία όχι άμεσα αλλά μέσω αντιπροσώπων, πλην όμως έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις που τον καλούν σε πολιτική ενεργοποίηση, με τη συμμετοχή του όχι αποκλειστικώς αλλά κυρίως μέσα στα πολιτικά κόμματα, τα οποία συμβάλλουν καθοριστικώς στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης του λαού. Γι’ αυτό στο Σύνταγμα (άρθρο 29) και στη ΣΕΕ (άρθρο 224) τα κόμματα αναγνωρίζονται ως θεσμοί, δηλαδή κύρια όργανα υλοποίησης της λαϊκής κυριαρχίας στην πράξη.
Κατά τον πλέον διαδεδομένο ορισμό, κόμμα είναι η εκούσια ένωση προσώπων, με οργάνωση και πρόγραμμα, η οποία επιδιώκει την κατάληψη της εξουσίας για να υλοποιήσει ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Ο σκοπός κατάληψης της εξουσίας προς εφαρμογή κυβερνητικού προγράμματος διαφοροποιεί το κόμμα από άλλες πολιτικές οργανώσεις, όπως λ.χ. όμιλοι ιδεών, σύλλογοι πολιτικού προβληματισμού κλπ. Κόμμα χωρίς σκοπό κατάληψης εξουσίας για εφαρμογή πολιτικού προγράμματος δεν μπορεί να υπάρξει.
Τα σύγχρονα κόμματα αποτελούνται από πολλούς ανθρώπους, που έχουν ίδιο ή παράλληλο ιδεολογικό προσανατολισμό, όμοιες ή παρόμοιες αξίες, αρχές και ιδέες για την οικονομία, την κοινωνία, το κράτος και γενικώς τη διευθέτηση τόσον του δημόσιου και συλλογικού βίου όσον και της ιδιωτικής και ατομικής ζωής, αλλά με αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις.
Η ασφαλέστερη εγγύηση της δυνατότητας εκδήλωσης του πλουραλισμού απόψεων είναι η εσωκομματική δημοκρατία, που κατοχυρώνεται σε πολλά σύγχρονα Συντάγματα, όπως είναι και το ισχύον στην Ελλάδα.
Η εσωκομματική δημοκρατία αποκτά «σάρκα και οστά», όταν στις κομματικές λειτουργίες εφαρμόζονται τουλάχιστον οι τρεις θεμελιώδεις αρχές της διαβούλευσης, της πλειοψηφίας και της λογοδοσίας. Και αυτό, γιατί:
β) Η αρχή της πλειοψηφίας αποτελεί την πιο διαδεδομένη δημοκρατική μέθοδο λήψης και εφαρμογής αποφάσεων σε όλα τα συλλογικά σώματα. Πλειοψηφική απόφαση είναι η ψηφισθείσα από την απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία των δικαιούμενων ψήφου σε οποιοδήποτε συλλογικό σώμα ή όργανο και θεωρείται ιδιαίτερα αποδοτική. Και αυτό, γιατί:
i) μπορεί να παράγει κάθε στιγμή βραχυπροθέσμως και αξιοπίστως «κατανοητές» αποφάσεις με σχετικώς μικρό κόστος,
iii) διαθέτει υψηλή νομιμοποιητική ισχύ, γιατί, δεδομένου του ισότιμου και μυστικού εκλογικού δικαιώματος, εξουδετερώνει την έμμεση επίδραση σχέσεων εξάρτησης και επιρροής και καθιστά το σύνολο όσων η ζωή τους επηρεάζεται από μια απόφαση σε συμμετέχοντες,
iv) αφήνει στις μειοψηφίες ανοικτό το ενδεχόμενο να γίνουν πλειοψηφία μετά από μελλοντική εκλογική νίκη,
v) είναι ο μοναδικός εκλογικός κανόνας, που είναι γενικός, ανώνυμος, ανεξάρτητος από τα εκάστοτε επίμαχα ζητήματα και με θετικά αντανακλαστικά. Με άλλες λέξεις, είναι:
αα) γενικός, γιατί συμβιβάζεται με κάθε σειρά προτιμήσεων,
ββ) ανώνυμος, αφού η προτίμηση καθενός έχει την ίδια ισχύ ανεξαρτήτως εάν είναι πλούσιος ή φτωχός, νέος ή γέρος, έξυπνος ή χαζός κλπ.,
γγ) ανεξάρτητος από επίδικα θέματα, επειδή καμία άποψη περί του τι είναι καλό ή κακό δεν έχει μεγαλύτερη βαρύτητα έναντι άλλης, ενώ το εκλογικό αποτέλεσμα προκύπτει πάντοτε και ανεξαρτήτως του υπό ψήφιση ζητήματος.
δδ) με θετικά αντανακλαστικά, καθόσον η επίδραση του πλειοψηφικού κανόνα στις μετατοπίσεις των προτιμήσεων υπέρ μιας εναλλακτικής λύσης είναι τέτοια ώστε η επιλογή μιας εναλλακτικής λύσης γίνεται πιθανότερη από τη διάσπαση ή διάλυση της οποιαδήποτε συλλογικότητας.
Γενικώς η αρχή της πλειοψηφίας αποδεικνύεται μια δραστική, αποτελεσματική και νομιμοποιητική διαδικασία λήψης αποφάσεων, αφού όντως οι αποφάσεις λαμβάνονται και ταχύτερον και κατά κανόνα δικαίως.
Οι επικρίσεις της πλειοψηφικής αρχής, εκτός του ότι δεν προτείνουν καλύτερη εναλλακτική μέθοδο λήψης αποφάσεων, επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στον κίνδυνο τυραννίας της πλειοψηφίας, που είναι υπαρκτός αλλά αντιμετωπίσιμος. Το αντίδοτο στην τυραννία της πλειοψηφίας είναι η αναγνώριση και ο σεβασμός των δικαιωμάτων της/των μειοψηφίας/ων και το «ες αεί» ανοικτό ενδεχόμενο η μειοψηφία να γίνει πλειοψηφία.
Για να είναι αποδοτική η πλειοψηφική αρχή πρέπει όλοι οι συμμετέχοντες στη λήψη της απόφασης να υπακούσουν και να εφαρμόσουν την πλειοψηφική επιλογή είτε συναπαρτίζουν την πλειοψηφία είτε ανήκουν στη μειοψηφία. Το δικαίωμα της διαφωνίας και κριτικής στις πλειοψηφικές αποφάσεις το μεν δεν καταργείται το δε οριοθετείται από την υποχρέωση συμβολής στην υλοποίηση της πλειοψηφικής απόφασης. Σε κάθε άλλη περίπτωση ελλοχεύει η παράλυση και εντέλει η διάλυση του συλλογικού σώματος, δηλαδή κράτους, κόμματος, συνδικάτου, σωματείου κ.ο.κ..
Τα προαναφερθέντα ουδεμία σχέση έχουν με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Κι αυτό, γιατί οι βασικές αρχές αυτού είναι ότι τα ανώτερα στελέχη εκλέγονται από τα κατώτερα, όλες οι εντολές των ανωτέρων στελεχών είναι δεσμευτικές για τα μέλη των κατώτερων οργάνων, ενώ παραλλήλως υπάρχει ένας σκληρός κομματικός πυρήνας του οποίου η εξουσία είναι καθολική και αναγνωρίζεται αναμφισβητήτως από όλα τα στελέχη και μέλη με ή χωρίς ηγετική θέση κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις συνελεύσεις των ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι η έλλειψη ενός σχεδίου διεξαγωγής εσωκομματικού διαλόγου, που λειτουργεί ως παράγοντας λήψης αποφάσεων και επιτρέπει σε μια πληροφορημένη κομματική βάση να επηρεάζει τη χάραξη πολιτικής.
Στα δημοκρατικά κόμματα, τάσεις, ρεύματα ιδεών, ομαδικά κείμενα θέσεων κ.α. επιτρέπονται, γιατί συμβάλλουν στη διαπάλη ιδεών, αντιπαράθεση απόψεων και σύνθεση και όχι στην αποσύνθεση, αρκεί βεβαίως να μη δρούν ως πειθαρχημένα υποσύνολα με ιδιαίτερη ιεραρχία, με προσυνεδριάσεις πριν τις συνεδριάσεις των κομματικών οργάνων, με λιστομαχίες κατά την ανάδειξη των οργάνων του κόμματος, γιατί τότε μετατρέπονται σε φράξιες και κόμμα μέσα στο κόμμα, που υπονομεύουν την ενότητα και συνακολούθως την αποτελεσματικότητα της δράσης του κομματικού μηχανισμού.
Προς αποτροπή του προαναφερόμενου κινδύνου η εσωκομματική δημοκρατία με ελεύθερη διαφωνία συνυπάρχει με την κομματική πειθαρχία στις πλειοψηφικές αποφάσεις, γιατί μόνον έτσι διασφαλίζεται η κομματική συνοχή, δηλαδή η ύπαρξη του κόμματος.
γ) Με τη λογοδοσία παρέχεται στα μέλη του συλλογικού σώματος η δυνατότητα αξιολόγησης τόσον της ορθότητας της πλειοψηφικής απόφασης μετά την εφαρμογή της στην πράξη όσον και του ελέγχου της αποδοτικότητας των υπεύθυνων για την υλοποίηση της εν λόγω απόφασης οργάνων.
Χωρίς λογοδοσία συρρικνώνεται η αναγκαία αλληλεπίδραση μελών και καθοδηγητικών οργάνων, απονευρώνεται ο συνεχής διάλογος βάσης και ηγεσίας, αποδυναμώνεται η ιδεολογικοπολιτική ζύμωση, περιορίζεται η υπευθυνότητα των ηγετικών κλιμακίων, ακυρώνεται το δικαίωμα των μειοψηφιών σε κριτική και έτσι υποθάλπεται η αυθαιρεσία των ηγετικών οργάνων κατά την εφαρμογή των πλειοψηφικών αποφάσεων.
Μόνον όταν εφαρμόζονται και οι τρεις αρχές: της διαβούλευσης, της πλειοψηφίας και της λογοδοσίας γίνεται πράξη η δημοκρατία στην οργάνωση και λειτουργία ενός κόμματος που θέλει να είναι ανοιχτό, μαζικό, προοδευτικό και πραγματικά αριστερό, όπως επαγγέλλεται και επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ με τις πρωτόγνωρες διαδικασίες ανάδειξης του Προέδρου αλλά και της Κεντρικής Επιτροπής, που καθιερώνονται μετά τις πρόσφατες Αποφάσεις του Συνεδρίου και ολοκληρώνονται με τις εκλογικές διαδικασίες την 14-3-2022.
*Ο Γιάννης Μαντζουράνης είναι δικηγόρος, μέλος της ΚΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και υποψήφιος για μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Περιφέρεια Αττικής
Πηγή: ieidhseis.gr