Ο «μάγος της τυπογραφίας» Γιάννης Μαμάης ετοιμάζεται για πρώτη φορά να εκθέσει τους κολοφώνες των βιβλίων που δημιουργεί εδώ και δεκαετίες. Tον συναντήσαμε στο γραφείο του.
Ακόμη κι αν δεν έχεις συναντήσει διά ζώσης τον Γιάννη Μαμάη, με έναν τρόπο τον έχεις «συναντήσει» εάν έχεις κρατήσει στα χέρια σου βιβλίο που έχει επιμεληθεί. Ο «μάγος της τυπογραφίας», όπως τον αποκαλούν στους κύκλους του βιβλίου, αντιλαμβάνεται το βιβλίο όχι ως τυπωμένο χαρτί αλλά ως καλλιτεχνική δημιουργία. Ισως γι’ αυτό η δουλειά του φαίνεται με την πρώτη ματιά πάνω σε ένα βιβλίο. Σε αυτόν οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητας των εκδόσεων Gutenberg.
Με αφορμή τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από την ίδρυση του εκδοτικού οίκου διοργανώνεται έκθεση στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή με πάνω από 100 κολοφώνες που έχει δημιουργήσει ο Γιάννης Μαμάης, ο άνθρωπος που σχεδιάζει την τελική μορφή ενός βιβλίου.
Οι κολοφώνες είναι τα μικρά κείμενα (ενίοτε συνοδεύονται από σχέδια) που υπάρχουν στην τελευταία εσωτερική σελίδα των βιβλίων όπου καταγράφονται τα στοιχεία για την έκδοση. Το τυπογραφικό αυτό τελετουργικό έχει μακρά ιστορία που πάει πίσω στον 15ο αιώνα και μέχρι πρόσφατα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του βιβλίου.
Τα τελευταία χρόνια όμως δεν συνηθίζεται καθώς τα στοιχεία της έκδοσης έχουν μεταφερθεί στην ταυτότητα που υπάρχει στις μπροστινές σελίδες. Με αφορμή την έκθεση συνάντησα τον Γιάννη Μαμάη στο γραφείο του. Οσα είπε ακολουθούν σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Δίπλα στους μεγάλους δασκάλους
Κάποτε διάβαζαν στον Ροΐδη ένα κείμενο και είπε: «Σταματήστε, μου πικραίνει το αυτί». Κάτι αντίστοιχο λέω κι εγώ εδώ και χρόνια: τυπογραφία είναι ό,τι δεν πικραίνει το μάτι. Η τυπογραφία είναι η μεγάλη και σοφή τέχνη που έγινε η ζωή μου όλη. Είχα την τύχη να καθίσω δίπλα σε μεγάλους μαστόρους, σπουδαίους ανθρώπους, που μου έδειξαν – αν και παλιά δεν δείχνανε όπως τώρα. Από εκείνους πήρα αρκετά πράγματα και στην πορεία βελτιώθηκα. Μου αρέσει η κλασική γραμμή όταν σχεδιάζω ένα βιβλίο και σε πολλά πράγματα διαφωνώ με τους μοντερνιστές. Θεωρώ πως αυτό που αντέχει στον χρόνο, δηλαδή το κλασικό, είναι και το πιο μοντέρνο.
Οταν ο αδερφός μου Γιώργος Δαρδανός ξεκίνησε το 1964 τον Gutenberg ήμουν με κοντά παντελονάκια κι έκανα θελήματα τα καλοκαίρια. Θυμάμαι να πηγαίνω κοντά στους παλιούς τυπογράφους και να με διώχνουνε. Δεν ήθελαν να μας δείξουν. Ομως ξεκλέβαμε ή –μπορώ να το πω– κλέβαμε όσα βλέπαμε να κάνουν.
Είχαμε τυπογράφους που δεν είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο γιατί βγήκαν στην Αντίσταση και μετά στο βουνό κι έτσι δεν πρόλαβαν να πάρουν πτυχίο. Είχαμε και κάποιους που ήταν δικηγόροι. Είχαν τελειώσει τη Νομική και γυρίζοντας πίσω από εξορίες και φυλακές εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια γίνονταν πλασιέ, άλλοι διορθωτές κι άλλοι μαθαίνανε σιγά σιγά την τυπογραφία.
Ενας μεγάλος δάσκαλος, ο Γιώργος Βαρλάμος, μου μίλησε τότε για την τυπογραφία. Ενας άλλος τυπογράφος καλλιτέχνης μου έδειξε βασικά πράγματα. Ηταν ο Νίκος Σκιαδάς, ο συγγραφέας του τρίτομου έργου «Το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας». Ο Σκιαδάς ήταν ένας διανοούμενος.
Η αισθητική είναι ήθος
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η αισθητική του βιβλίου, καθώς η αισθητική είναι ήθος. Και είναι ήθος όταν το βιβλίο αλλά και τα επιμέρους στοιχεία του υπακούουν στους βασικούς κανόνες της τυπογραφικής τέχνης και της αισθητικής αντίληψης που καλλιεργήθηκε μέσα στους αιώνες από μεγάλους τεχνίτες του βιβλίου. Τότε και το βιβλίο ως καλλιτεχνικό προϊόν παράγει ήθος. Συμβάλλει στη γενικότερη ευαισθητοποίηση και διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.
Κάποτε ο εκδότης ήταν και τυπογράφος. Τώρα είναι μόνο εκδότης γιατί δεν υπάρχουν τυπογράφοι. Στις αρχές του 19ου αιώνα, στον πόλεμο, στον Εμφύλιο, με την Ελλάδα διαλυμένη, έβγαιναν βιβλία σωστά αριστουργήματα. Και φτάσαμε σε ένα σημείο μετά την περίοδο της φωτοσύνθεσης που δεν υπήρχε τυπογραφία. Συγκρίνοντας τις δύο αυτές φάσεις είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, παρότι οι υπολογιστές μάς πρόσφεραν ταχύτητα, άρα συμπίεση κόστους. Σκεφτείτε να πρέπει να κάνετε μια διόρθωση σε μια σελίδα στον υπολογιστή, ένα άλφα οξεία να το κάνετε βαρεία. Τώρα σκεφτείτε να κάνετε τρεις διορθώσεις στη μονοτυπία. Να πρέπει δηλαδή να λύσετε τον σπάγκο που συγκρατεί τη σελίδα, να πάρετε το τσιμπιδάκι, να αλλάξετε αυτό που θέλετε και να ξανακλείσετε.
Πίστευα πως με τις νέες τεχνολογίες θα είχαμε πιο όμορφα βιβλία. Οχι πως δεν υπάρχουν αλλά θα μπορούσαν όλα τα βιβλία να είναι όμορφα. Τι εννοούμε όμορφα; Να είναι ευκολοδιάβαστα, δηλαδή να έχουν σωστή γραμματοσειρά, σωστά διαστήματα, σωστό διάστιχο, σωστά περιθώρια. Να υπάρχει ένα τρίγωνο αρμονίας. Ενα βιβλίο δεν φτιάχνεται απλώς τυπώνοντας λέξεις στο χαρτί. Πολλοί θα μου πουν ότι είναι παλιομοδίτικα όλα αυτά. Δεν πειράζει, το παλιομοδίτικο είναι κλασικό και θα μείνει.
Μας λείπουν πάντως οι γραμματοσειρές. Εμείς χρησιμοποιούμε τα απλά γράμματα που είχε η μονοτυπία. Υπάρχει ένας άνθρωπος στον Βόλο, ο γνωστός Α.Κ. Χριστοδούλου, δικηγόρος και μεταφραστής του «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, ο οποίος έχει κάνει και γραμματοσειρές, τις οποίες έχω σε αποκλειστικότητα. Συνεργάζομαι με τους ίδιους ανθρώπους πάνω από σαράντα χρόνια. Με τους ανθρώπους που ματώνουμε μαζί πάμε χέρι χέρι, δεν μπορώ να τους αλλάξω. Και αυτούς, όπως πρέπει, μνημονεύω στους κολοφώνες των βιβλίων. Η κ. Ελενα Νικολάου είναι ο άνθρωπος που με μια κουβέντα ξέρει ακριβώς τι θέλω. Μαζί έχουμε κάνει πολλά βιβλία.
Οπως η τυπογραφία, έτσι και η βιβλιοδεσία ήταν σπουδαία τέχνη. Με ρωτούν γιατί τα βιβλία μας δένονται στο χέρι. Για να μπορούν να ανοίγουν και να διαβάζονται. Κάποιοι μας κατηγορούν ότι έτσι σπάνε οι ράχες. Μα ένα βιβλίο χωρίς σπασμένη ράχη είναι σαν να μην έχει διαβαστεί. Αν μπω σε σπίτι με βιβλία χωρίς σπασμένες ράχες, μου φαίνεται σαν απλώς να τα έχουν αλλά να μην τα διαβάζουν.
Η αναζήτηση του κολοφώνα
Κολοφώνες στα βιβλία έχουμε από τον Αλδο Μανούτιο, αν και υπήρχαν και στα βυζαντινά χειρόγραφα. Ο κολοφώνας σε ένα βιβλίο είναι το επιστέγασμα. Σε αυτόν μπορείς να βρεις όμως και εξομολογήσεις, ξεσπάσματα, ακόμη και κατάρες. Οι μοναχοί που μπορεί να αφιέρωναν τη ζωή τους στην αντιγραφή χειρογράφων έκαναν καταπληκτικά γράμματα στο βιβλίο, όμως μπορεί τα γράμματά τους στον κολοφώνα να είναι εντελώς πρόχειρα, από την ανάγκη τους να ξεμπερδεύουν με αυτό που είχαν αναλάβει. Εχω δει κολοφώνα σε μετάφραση –όχι από μοναχό– που έλεγε «φέρτε μου κι ένα ποτήρι κρασί». Σκεφτείτε πόσο είχε σκάσει ο άνθρωπος από τη δυσκολία αυτού που μετέφραζε. Σήμερα δεν έχουμε τέτοια σχόλια για ευνόητους λόγους.
Τα βιβλία είναι σαν τα παιδιά
Κάποτε κάναμε ένα βιβλίο με τον Βασίλη Βασιλικό και μου ζήτησε να περαστούν πολλές αλλαγές. Σκεφτείτε να κάνεις τις αλλαγές σε ένα ένα τα στοιχεία στη μονοτυπία. Τρέλα! Του λέω: «Να σου πω, το να γράψεις και ταυτόχρονα να εκδώσεις ένα βιβλίο είναι σαν να μεγαλώνεις παιδιά. Εχει αγωνία, έχει εντάσεις, στενοχώρια, γέλιο. Αν όμως το αποτέλεσμα είναι καλό, όλα ξεχνιούνται». Και μου έφερε μια μπροσούρα που είχε γράψει το 1955 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μεταξύ διάφορων αποφθεγμάτων έγραφε ότι το να βγάζεις βιβλίο είναι σαν να μεγαλώνεις παιδιά. Είχε δύο αντίτυπα και μου χάρισε το ένα με αφιέρωση: «Στον Γιάννη που έχει κάνει πολλά παιδιά».
ΙΝFO
Η έκθεση με τίτλο «Κολοφώνες, η μνήμη της τελευταίας σελίδας» του Γιάννη Μαμάη θα γίνει στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 5-20 Ιουνίου