Με αφορμή τη μεγάλη αναδρομική έκθεση μιλήσαμε με την κόρη του, Λορέττα, και τον επιμελητή Τάκη Μαυρωτά για τον σπουδαίο ζωγράφο και γλύπτη ως δημιουργό αλλά και ως άνθρωπο
Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του καλλιτέχνη που έχει ταυτιστεί με τα αμίλητα αλλά άκρως εκφραστικά και, τελικά, «λαλίστατα πλάσματα», τα περίφημα ανθρωπάκια. Με αφορμή αυτή την επέτειο το Ιδρυμα Θεοχαράκη διοργανώνει την έκθεση «Γιάννης Γαΐτης – Η ουσία του απρόσωπου» σε συνεργασία με την κόρη του, Λορέττα Γαΐτη. Η έκθεση περιλαμβάνει περίπου εκατό αντιπροσωπευτικά έργα του καθώς και μια ενότητα γλυπτών και κολάζ της συζύγου του, Γαβριέλλας Σίμωσι.
Ηταν το 1968 στο Παρίσι όταν τα ανθρωπάκια με το μελόν καπέλο και το ριγέ κοστούμι έγιναν το εικαστικό μοτίβο και σήμα κατατεθέν του ζωγράφου και γλύπτη Γιάννη Γαΐτη. Πενήντα πέντε χρόνια μετά τα ανθρωπάκια του Γαΐτη παραμένουν επίκαιρα. Την εξήγηση μας δίνει η κόρη του, Λορέττα Γαΐτη, μιλώντας στο Documento. «Γιατί με πολύ απλό τρόπο απαντούν στις ερωτήσεις που έχουμε σε σχέση με την κοινωνία, με τον εαυτό μας, τη μοναξιά, το πλήθος. Μιλούν για το πώς όλοι έχουμε μετατραπεί σε πανομοιότυπους ανθρώπους. Η κοινωνία, εμείς, παραμένουμε ίδιοι με τις αγωνίες, τα άγχη μας. Ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Το ανθρωπάκι είμαστε εμείς, είτε μας αρέσει είτε όχι». Και συνεχίζει: «Ο Γαΐτης μίλησε μέσα από αυτά για τη σχέση μας με την αρχαιότητα, την Ιστορία, για τον έρωτα, τη γυναίκα, τα νιάτα. Εντέλει μας βάζει μπροστά στην ευθύνη μας. Ολοι γινόμαστε “ανθρωπάκια” και στη συνέχεια είναι δικιά μας η ευθύνη να αλλάξουμε». Πράγματι, όπως δήλωνε και ο ίδιος ο Γαΐτης σε παλαιότερο αφιέρωμα στην τηλεοπτική εκπομπή «Μονόγραμμα»: «Οι άνθρωποι, τα ανθρωπάκια, το κατεστημένο, έφτασε σε ένα σημείο που δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά. Γίναμε ένα νούμερο και τίποτε παραπάνω. Εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω “φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε”. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο εκτός από αυτήν τη μαρτυρία». Μια μαρτυρία που, όπως προσθέτει η Λορέττα Γαΐτη, εμπεριέχει την καλλιτεχνική ενσυναίσθηση: «Ασχέτως εάν τα ανθρωπάκια είναι ψυχρά, η ζεστασιά του Γιάννη υπάρχει μέσα τους. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου επιθετικά αλλά φιλικά και έχουν διάθεση για ζωή. Γιατί στην πραγματικότητα είμαστε εμείς, ο εαυτός μας».
Ανθρωπάκια διαχρονικά
«Τα ανθρωπάκια του από το 1967 έως το 1984, άλλοτε στην επιφάνεια του μουσαμά και άλλοτε στις ξύλινες κατασκευές, σηματοδοτούν την αντιπροσωπευτικότερη ενότητα του έργου του που τον έκανε διεθνώς αναγνωρίσιμο. Μια εικόνα της ζωής με συναθροισμένους ανθρώπους κάποτε σε ένα μετρό και κάποτε σε μια κηδεία. Η χαρά και το πένθος αποτυπώνονται αδιάκοπα με επαναλαμβανόμενες μορφές, που άλλες θαρρείς ξέχασαν να ονειρεύονται και άλλες υποτάχτηκαν στις επιθυμίες ή τα θέλω των άλλων. Και ξαφνικά προβάλλουν φτερωτές μορφές, λες και δραπέτευσαν από τα αρχαία αγγεία, σαν η ζωή αυτή να μην έχει τέλος. Τα ανθρωπάκια του δεν έχουν προσωπικά χαρακτηριστικά ούτε πάθη, δεν κινούνται σε ένα συγκεκριμένο χώρο-τοπίο, χώρο φορέα της ιστορικής τους προέλευσης, δεν αντιμετωπίζουν τη σύγκρουση με τον κοινωνικό τους περίγυρο, με εξαίρεση τα έργα “Ακρόπολη και θεατές ή οι τουρίστες μπροστά στην Ακρόπολη”, “Θησείο”, “Δήλος” και εκείνα που στηλιτεύουν την επτάχρονη δικτατορία (1967-1974)» εξηγεί ο επιμελητής της έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς.
Ο Γιάννης Γαΐτης αυτοπροσδιοριζόταν ως «λαϊκός καλλιτέχνης». «Δεν είναι τυχαίο ότι τοποθέτησε τα ανθρωπάκια του έξω στους δρόμους, αφήνοντας να εξελιχθεί μια άμεση επαφή με το κοινό, όπως το χάπενινγκ και η έκθεσή του στο δημαρχείο της Κοκκινιάς το 1975, όπου οι στιλιζαρισμένες μορφές μαζί με αναρίθμητες πολύχρωμες σημαίες στόλιζαν τον δρόμο και την πλατεία μπροστά από το δημαρχείο. Το έργο του έτσι βρέθηκε μες στην καθημερινή ζωή, γλιστρώντας από τους αυστηρούς χώρους των μουσείων» σχολιάζει ο κ. Μαυρωτάς.
Ο Γαΐτης πέθανε το 1984 σε ηλικία μόλις 61 χρόνων αλλά μέχρι τότε είχε κάνει χιλιάδες έργα: από έπιπλα μέχρι υφάσματα, μόδα (θυμίζουμε την υπέροχη συνεργασία με τον Γιάννη Τσεκλένη), παιχνίδια. Ενώ το έργο του μέχρι το 1954 –όταν πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα– δεχόταν ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές («η σπληναντερογραφία του κυρίου Γαΐτη είναι για μένα κινέζικα» είχε γράψει χαρακτηριστικά ο Αλέκος Σακελλάριος), τα ανθρωπάκια του του έδωσαν την αναγνώριση τόσο από το κοινό όσο και από την πολιτεία. «Ο Γαΐτης έχει γίνει εθνική κληρονομιά» μου λέει η κόρη του.
Ο Τάκης Μαυρωτάς μας δίνει τη δική του γλαφυρή προσέγγιση για το σύμπαν του Γαΐτη. «Η ανθρωπογεωγραφία της καθημερινότητας του Γαΐτη, με εκατοντάδες πρωταγωνιστές που άλλοτε τους συναντάμε στην επιφάνεια μιας κονσέρβας και άλλοτε βγαίνουν μέσα από αυτή, αποτυπώνει το προσωπικό του ύφος. Ο ίδιος έχεις την αίσθηση ότι επιθυμεί να έχει τον δικό του διάλογο με την pop art. Ο Αντι Γουόρχολ είναι Αμερικανός και αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό από τις κονσέρβες Campbell και τα πορτρέτα της Μέριλιν Μονρό, τα μπουκάλια της Coca-Cola έως το γνωστό δολάριο. Ο Γιάννης Γαΐτης είναι Ελληνας βαφτισμένος στο Αιγαίο και με τη δική του αμεσότητα δίνει τις απαντήσεις του στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής μας. Τα ανθρωπάκια του ταξιδεύουν στο μακρινό χθες, στο αρχαίο μας παρελθόν, σαν να ζητούν να ταυτίσουν την οντολογική τους παρουσία με την ιστορία ή να αισθανθούν την αναγκαιότητά της, φτιάχνοντας με τα σώματά τους τη δική του Ακρόπολη».
Γαΐτης, ο μπαμπάς μου
Η Λορέττα Γαΐτη είναι αρχιτεκτόνισσα με ειδίκευση στα μουσεία και στο στήσιμο εκθέσεων, ενώ έχει δουλέψει σε περίπου 150 εκθέσεις στα μεγαλύτερα μουσεία του Παρισιού και σε αρκετές στην Αθήνα. «Οταν ήμουν 24 χρόνων και ο πατέρας μου ήταν πλέον άρρωστος δεν μπορούσε να ολοκληρώσει τη μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και μου ζήτησε να τον βοηθήσω». Κάπως έτσι οδηγήθηκε σε αυτήν τη δουλειά, «φροντίζοντας» την έκθεση για τον πατέρα της, που ήταν και η τελευταία που είδε ο Γαΐτης. «Ο γιατρός του τότε του έδωσε φάρμακα και τον πήγε να δει την έκθεση. Πέθανε πέντε μέρες μετά» θυμάται. Τη ρωτώ πώς είναι να μεγαλώνει με δύο γονείς καλλιτέχνες. Απαντά με ειλικρίνεια: «Καθόλου εύκολο, δεν είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους. Δεν μιλάω για έλλειψη αγάπης. Βρίσκονταν και οι δύο σε έναν ξένο τόπο. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη δυσκολία με τη γλώσσα και ταυτοχρόνως το άγχος για να πετύχει. Εγώ ως παιδί χρειαζόμουν βοήθεια για να ενσωματωθώ στην κοινωνία, βοήθεια που οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μου δώσουν. Μεγάλωνα εκεί χωρίς θείους και παππούδες αλλά με άλλους Ελληνες καλλιτέχνες (ανάμεσά τους οι Δανιήλ, Μαλτέζος, Χρύσα, Μολφέσης, Τσόκλης). Ημουν λοιπόν τελείως μόνη ως παιδί και μόνη έμαθα να προχωράω». Σκέφτομαι ότι αυτό θα την έκανε πιο ανεξάρτητη και δυνατή και το μοιράζομαι μαζί της. «Αλλά και ευάλωτη» προσθέτει. Οι γονείς της ήταν δύο τελείως διαφορετικές φύσεις. Τους περιγράφει τόσο γλαφυρά η Λορέττα Γαΐτη: «Η μητέρα μου ήταν μια δωρική, λιτή γυναίκα, ενέπνεε θαυμασμό. Από την άλλη ο πατέρας μου ήταν ηλιακός, θερμός και φωτεινός. Ηταν άνθρωπος γλυκός, τρυφερός, που αγκάλιαζε. Δεν μιλούσε ποτέ άσχημα για κανέναν, βοηθούσε πολύ τους νέους καλλιτέχνες. Είχε μια ηθική, μια γλυκιά ανθρωπιά. Αγαπούσε τις γυναίκες, τον έρωτα, γενικώς αγαπούσε τη ζωή. Αυτό μου έλειψε από αυτόν, η καθημερινή του αγάπη».
Παρόλο που ο πατέρας της είχε επιστρέψει στην Ελλάδα όταν η ίδια ήταν αρκετά μικρή, οι αναμνήσεις που έχει από εκείνον είναι βαθιά συναισθηματικές και πλημμυρίζουν από αγάπη: «Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή σε μια παραλία στη Νιo ήταν κάποιοι Γάλλοι με τα παιδιά τους και οι γονείς τους τα τύλιγαν με πετσέτες. Του είπα: “Μπαμπά, δεν έχω πετσέτα” και μου απάντησε: “Εσύ έχεις όλη την άμμο για να σε ζεστάνει”. Και με έβαλε να στριφογυρίζω ολόκληρη μέσα της, να γεμίζουν τα μαλλιά μου με άμμο… Ολα τα καλοκαίρια τα περνούσα μαζί του στη Νιο, έφερνα και όλους τους φίλους μου από τη Γαλλία. Θυμάμαι να είμαστε στη μεγάλη σάλα του σπιτιού εμείς τα παιδιά να παίζουμε, να τραγουδάμε και εκείνος να ζωγραφίζει μαζί μας. Συγκεντρωμένος μεν στη δουλειά του, αλλά παρών. Ο πατέρας μου ήταν πάντα παρών». Στην Ιο μάλιστα αποφάσισε η κ. Γαΐτη να υλοποιήσει ένα έργο ζωής. Η ευχάριστη είδηση που μου μετέφερε είναι ότι ύστερα από πολλά χρόνια προσπαθειών είναι πολύ πιθανό φέτος το καλοκαίρι να λειτουργήσει στον αγαπημένο τόπο του πατέρα της το Μουσείο Γαΐτη – Σίμωση, με την υποστήριξη του δημάρχου του νησιού Γκίκα Γκίκα. Ενα προσωπικό της εγχείρημα, όπως εξομολογείται, «σαν υποχρέωση για να τους κρατήσω ζωντανούς. Οταν το σχεδίασα ήμουν 38 και τώρα είμαι 64 χρόνων και ελπίζω ότι θα ανοίξει φέτος για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, αλλά είμαι πολύ αισιόδοξη».
Info: Από τις 8 Φεβρουαρίου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη